Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε μέσω των κοινωνικών δικτύων τον άμεσο τερματισμό όλων των εμπορικών διαπραγματεύσεων με τον Καναδά.
Σε ανάρτησή του στις 27 Ιουνίου στην πλατφόρμα Truth Social, ο Αμερικανός πρόεδρος κατηγόρησε τις καναδικές αρχές ότι ακολουθούν το παράδειγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιβάλλοντας φόρους σε Αμερικανούς αγρότες και τεχνολογικούς κολοσσούς.
«Με βάση αυτόν τον εξωφρενικό φόρο, τερματίζουμε από εδώ και στο εξής όλες τις συνομιλίες για το εμπόριο με τον Καναδά. Ισχύει άμεσα», δήλωσε ο Τραμπ. «Εντός των επόμενων επτά ημερών, θα ενημερώσουμε τον Καναδά σχετικά με τον δασμό που θα πρέπει να καταβάλει για να συναλλάσσεται με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής».
Στο επίκεντρο της διαμάχης βρίσκεται ο φόρος ψηφιακών υπηρεσιών (Digital Services Tax) του Καναδά, ο οποίος επιβάλει συντελεστή 3% επί των εσόδων που προκύπτουν από ψηφιακές υπηρεσίες προς Καναδούς χρήστες, επηρεάζοντας κυρίως επιχειρήσεις όπως η Amazon, η Airbnb και η Google.
Τον Μάρτιο, το Γραφείο του Αμερικανού Εκπροσώπου Εμπορίου δημοσίευσε την Εθνική Έκθεση Εμπορικών Εκτιμήσεων, επισημαίνοντας ότι η πλειονότητα των ψηφιακών φόρων έχει σχεδιαστεί με τρόπο που εισάγει διακρίσεις σε βάρος αμερικανικών εταιρειών, καθώς στοχεύει κυρίως αυτές, εξαιρώντας ουσιαστικά εγχώριες επιχειρήσεις με αντίστοιχη δραστηριότητα.
«Μέσω διμερών και πολυμερών διαβουλεύσεων, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέχισαν να εκφράζουν σοβαρές ανησυχίες για τον φόρο ψηφιακών υπηρεσιών του Καναδά και να ενθαρρύνουν την Οτάβα να αποσύρει ή να καταργήσει το μέτρο», ανέφερε η έκθεση.
Ο τότε πρωθυπουργός του Καναδά, Τζάστιν Τριντό, θέσπισε τον συγκεκριμένο φόρο τον Ιούνιο του 2024, με την κυβέρνησή του να τον χαρακτηρίζει απαραίτητο για την εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των τεχνολογικών εταιρειών και την ενίσχυση των δημόσιων εσόδων, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το δημοσιονομικό έλλειμμα της Οτάβα.
Οι αρμόδιοι υπολόγιζαν ότι ο φόρος θα αποδώσει περίπου 7 δισ. δολάρια σε διάστημα πενταετίας, τα οποία θα κατευθυνθούν προς την ενίσχυση των δημόσιων υπηρεσιών και των υποδομών. Παρόμοια μέτρα έχουν υιοθετήσει και άλλες χώρες, όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.