Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε στις 31 Οκτωβρίου ότι θα χαρακτηρίσει τη Νιγηρία ως «χώρα ιδιαίτερης ανησυχίας» λόγω της εκτεταμένης βίας και των δολοφονιών εις βάρος Χριστιανών στη χώρα.
Σύμφωνα με ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social, ο Τραμπ τόνισε ότι ο χριστιανισμός «αντιμετωπίζει υπαρξιακή απειλή στη Νιγηρία» και υπογράμμισε ότι «χιλιάδες Χριστιανοί δολοφονούνται, με τους ριζοσπάστες ισλαμιστές να ευθύνονται για αυτή τη μαζική σφαγή».
Η απόφαση εντάσσεται στο πλαίσιο του Νόμου για τη Διεθνή Θρησκευτική Ελευθερία του 1998 (International Religious Freedom Act of 1998) και προσθέτει τη Νιγηρία σε μια λίστα χωρών των οποίων «η κυβέρνηση έχει εμπλακεί ή ανεχθεί ιδιαίτερα σοβαρές παραβιάσεις της θρησκευτικής ελευθερίας». Η πιο πρόσφατη λίστα, που συντάχθηκε το 2023, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την Κίνα, το Ιράν, τη Βόρεια Κορέα και τη Σαουδική Αραβία.
Ο Τραμπ ανέφερε επίσης ότι θα διορίσει τα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων Ράιλι Μουρ (R-W.V.) και Τομ Κόουλ (R-Okla.), καθώς και την Επιτροπή Πιστώσεων της Βουλής, για να ερευνήσουν την υπόθεση και να του υποβάλουν σχετική έκθεση.
Πριν από την ανάρτηση του προέδρου, ο Μουρ είχε καλέσει τον υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο να προσθέσει τη Νιγηρία στη λίστα των «χωρών ιδιαίτερης ανησυχίας». Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Χ, ο Μουρ είχε αναφερθεί σε «φρικτά νέα από τη βόρεια Νιγηρία», περιγράφοντας επίθεση στο χωριό Καντούνα. Είπε ότι «ένας πάστορας πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε, ενώ 20 Χριστιανοί απήχθησαν», προσθέτοντας ότι αυτή ήταν «η δεύτερη επίθεση στην ίδια χριστιανική κοινότητα μέσα στον ίδιο μήνα».
Ο γερουσιαστής Τεντ Κρουζ (R-Texas) είχε ήδη καταθέσει, τον Σεπτέμβριο, πρόταση νόμου που θα επέβαλε τον ίδιο χαρακτηρισμό στη Νιγηρία, συνοδευόμενο από κυρώσεις. Παρόμοια πρωτοβουλία είχε λάβει και ο βουλευτής Κρις Σμιθ (R-N.J.), πρόεδρος της Υποεπιτροπής για την Αφρική της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής, ο οποίος είχε εισαγάγει σχετικό νομοσχέδιο ήδη από τον Μάρτιο.
Σύμφωνα με το U.S. Council on International Religious Freedom (Αμερικανικό Συμβούλιο για τη Διεθνή Θρησκευτική Ελευθερία), μεγάλο μέρος των διώξεων εναντίον των Χριστιανών στη Νιγηρία προκαλείται από την ισλαμιστική τρομοκρατική οργάνωση Μπόκο Χαράμ.
Η δράση της Μπόκο Χαράμ
Η οργάνωση, της οποίας το όνομα σημαίνει «η δυτική εκπαίδευση είναι αμαρτία», ιδρύθηκε το 2002 στις βορειοανατολικές πολιτείες Γιόμπε και Μπόρνο. Στόχος της είναι η επιβολή της Σαρία —μιας αυστηρής και καταπιεστικής εκδοχής του ισλαμικού νόμου. Πέρα από τις επιθέσεις εναντίον του τοπικού χριστιανικού πληθυσμού και τον εμπρησμό εκκλησιών, η Μπόκο Χαράμ έχει επίσης στοχοποιήσει αστυνομικά τμήματα και κυβερνητικά κτίρια.
Οι τοπικές αναφορές για απαγωγές και δολοφονίες —ιδίως ιερέων και καλογραιών— επαναλαμβάνονται συχνά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σύμφωνα με μελέτη του Agenzia Fides του Βατικανού, μεταξύ 2015 και 2025 απήχθησαν στη Νιγηρία 145 καθολικοί ιερείς· 11 από αυτούς δολοφονήθηκαν και τέσσερις παραμένουν αγνοούμενοι. Οι υπόλοιποι είτε αφέθηκαν ελεύθεροι είτε απελευθερώθηκαν έναντι λύτρων.
Κατά τη διάρκεια ακρόασης ενώπιον της Υποεπιτροπής για την Αφρική της Βουλής των Αντιπροσώπων τον Μάρτιο, ο επίσκοπος Γουίλφρεντ Ανάγκμπε ανέφερε ότι μεγάλο μέρος της βίας προέρχεται επίσης από νομαδικούς κτηνοτρόφους της εθνοτικής ομάδας Φουλάνι.
Ο επίσκοπος εξήγησε ότι «μια μακροπρόθεσμη ισλαμική ατζέντα για την ομογενοποίηση του πληθυσμού εφαρμόζεται, εδώ και αρκετές προεδρίες, με στρατηγική που στοχεύει στη μείωση και τελικά στην εξάλειψη της χριστιανικής ταυτότητας του μισού πληθυσμού».
Η μέθοδος της ομάδας, σύμφωνα με τον ίδιο, περιλαμβάνει βιασμούς, δολοφονίες, απαγωγές, καθώς και καταλήψεις γης και καταστροφή καλλιεργειών. Επισήμανε ακόμη ότι οι δράστες επιτίθενται και σε μουσουλμάνους που δεν ανήκουν στους Φουλάνι.
Του Stacy Robinson








