Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, καταφθάνει στη Χάγη στις 24 Ιουνίου για μια καθοριστική σύνοδο του ΝΑΤΟ με σκοπό τη δέσμευση των συμμάχων για πρωτοφανείς αυξήσεις στις αμυντικές δαπάνες—αίτημα που προωθεί αδιάλειπτα εδώ και χρόνια. Η φετινή σύνοδος αναμένεται να υιοθετήσει έναν φιλόδοξο νέο στόχο: οι χώρες-μέλη να δαπανούν το 5% του ΑΕΠ τους για την άμυνα, υπερδιπλασιάζοντας το σημερινό όριο του 2%.
Το ταχύτατο 24ωρο πέρασμά του από την Ολλανδία πραγματοποιείται εν μέσω σφοδρών γεωπολιτικών εντάσεων στην Μέση Ανατολή. Η σύγκρουση μεταξύ Ιράν και Ισραήλ εισέρχεται στη 10η ημέρα της, ενώ η ένταση κλιμακώθηκε ακόμη περισσότερο μετά από αεροπορικές επιθέσεις των ΗΠΑ το περασμένο Σαββατοκύριακο σε τρεις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις, με στόχο την ανάσχεση της πυρηνικής φιλοδοξίας της Τεχεράνης. Υπό το βάρος αυτής της κρίσης, ο Αμερικανός πρόεδρος περιορίζει τη συμμετοχή του και στη σύνοδο του ΝΑΤΟ, όπως έκανε και μια εβδομάδα νωρίτερα στη σύντομη εμφάνισή του στη σύνοδο των G7 στον Καναδά.
Παρά τη συμπιεσμένη ατζέντα, αναμένεται να τεθούν επί τάπητος κι άλλα φλέγοντα ζητήματα: ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας και η μελλοντική αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Ευρώπη. Το ενδιαφέρον εστιάζεται επίσης στις συναντήσεις του Τραμπ με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν—τον οποίο επέκρινε για τις θέσεις του ως προς το Ιράν—και με την πρωθυπουργό της Δανίας Μέτε Φρέντερικσεν, η οποία έχει εκφράσει τις επιφυλάξεις της για το ενδιαφέρον του Τραμπ να αποκτήσει τη Γροιλανδία.
Νέος στόχος αμυντικών δαπανών
Η φετινή σύνοδος στη Χάγη επικεντρώνεται κυρίως στην υιοθέτηση ενός νέου στόχου για τις αμυντικές δαπάνες των κρατών-μελών. Ο Τραμπ έχει εδώ και καιρό επικρίνει τους Ευρωπαίους συμμάχους του για το «άδικο μερίδιο» που επωμίζονται εντός της Συμμαχίας. Από την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο, έχει εντείνει την πίεση προς τους εταίρους για σημαντική αύξηση των συνεισφορών.
Σε απάντηση, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, πρότεινε να αυξηθεί ο ελάχιστος στόχος από το 2% στο 5% του ΑΕΠ ετησίως. Η πρότασή του διαρθρώνεται σε δύο σκέλη: το 3,5% να διατίθεται απευθείας σε αμυντικές δαπάνες και το υπόλοιπο 1,5% σε υποδομές και αμυντική βιομηχανία.
Η πρόταση έχει ήδη κερδίσει έδαφος, με όλο και περισσότερα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ—μεταξύ αυτών και η Γερμανία—να τάσσονται υπέρ. Η φετινή σύνοδος αναμένεται να επικυρώσει τον νέο αυτό στόχο, με τις ενστάσεις να επικεντρώνονται στο χρονοδιάγραμμα και τον τρόπο υλοποίησής του. Ανώτατος Αμερικανός αξιωματούχος δήλωσε σε δημοσιογράφους: «Ο πρόεδρος σκοπεύει να εξασφαλίσει μια ιστορική δέσμευση για το 5% στις αμυντικές δαπάνες από τους συμμάχους του ΝΑΤΟ, που θα ενισχύσει τη στρατιωτική ισχύ της Συμμαχίας και θα διασφαλίσει μεγαλύτερη σταθερότητα στην Ευρώπη και παγκοσμίως».
Ο ίδιος ανέφερε ακόμη: «Ο Τραμπ θα πιέσει τους συμμάχους στη σύνοδο να ενισχύσουν τις βιομηχανικές δυνατότητες και τις εφοδιαστικές αλυσίδες για την παραγωγή των κρίσιμων ορυκτών, των υποδομών, των οπλικών συστημάτων και των άλλων προϊόντων που είναι απαραίτητα στην άμυνα των ΗΠΑ και των συμμάχων τους».
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, σήμερα 23 από τις 32 χώρες–μέλη πληρούν το ήδη υπάρχον όριο του 2% (το οποίο θεσπίστηκε το 2014 μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία). Το νέο φιλόδοξο 5% αντανακλά την αυξανόμενη πεποίθηση ότι η Ευρώπη οφείλει να αναλάβει μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης στην ασφάλειά της. Όπως σημειώνουν οι αναλυτές του Brookings Institution, Τζέιμς Γκολντγκάιερ και Σόφι Ρόουζ: «Οι Ευρωπαίοι έχουν αντιληφθεί πως στο μέλλον θα πρέπει να κρατήσουν οι ίδιοι στα χέρια τους την ασφάλεια και την άμυνά τους. Η παραδοχή αυτή ενισχύει το ΝΑΤΟ και δη έπρεπε να είχε συμβεί και νωρίτερα».
Το χρονοδιάγραμμα παραμένει αμφιλεγόμενο: ορισμένοι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ προκρίνουν ως ορίζοντα το 2035, ενώ αρκετές χώρες—λόγω αμεσότερων κινδύνων—ζητούν νωρίτερη υλοποίηση. Όπως επισημαίνει η Σάρα Μάλερ, λέκτορας διεθνών σχέσεων, «Οι Βαλτικές πιέζουν για το 2030, όμως οι περισσότερες χώρες προτιμούν μεταγενέστερο στόχο. Ωστόσο, η ομάδα του Τραμπ δείχνει αποφασισμένη να επιταχύνει τις διαδικασίες».
Η Ισπανία αντιστέκεται στον νέο στόχο του ΝΑΤΟ
Καθώς το ΝΑΤΟ επιδιώκει τη μέγιστη δυνατή συναίνεση, ο πρωθυπουργός της Ισπανίας Πέδρο Σάντσεθ προανήγγειλε την προηγούμενη εβδομάδα πως η χώρα του δεν θα δεσμευτεί στον προτεινόμενο στόχο του 5% επί του ΑΕΠ. Όπως ανέφερε στις 21 Ιουνίου, «Είχα καταλήξει σε συμφωνία με το ΝΑΤΟ για εξαίρεση από τον στόχο του 5%». Η Ισπανία ξόδεψε φέτος σχεδόν 1,3% του ΑΕΠ της για την άμυνα, καταγράφοντας το χαμηλότερο σχετικό ποσοστό μεταξύ των μελών.
Η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Ευρώπη
Η κυβέρνηση Τραμπ έχει επαναβεβαιώσει τη δέσμευσή της στην υπεράσπιση των ευρωπαϊκών συμμάχων—όπως υπογράμμισε και ο Αμερικανός μόνιμος αντιπρόσωπος στο ΝΑΤΟ, Μάθιου Γουίτακερ, σε συνέδριο ασφάλειας στην Εσθονία τον Μάιο. Η πρόσφατη πρόταση τοποθέτησης της υποστρατηγού της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ, Αλέξης Γκρίνκεβιτς, ως ανώτατης στρατιωτικής διοίκησης του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη δείχνει παράλληλα τη συνέχιση της αμερικανικής δέσμευσης στις πυρηνικές αποτρεπτικές δυνατότητες της Συμμαχίας.
Την ίδια στιγμή, πλήθος αναλυτών αναμένει μείωση της αμερικανικής παρουσίας στην Ευρώπη το φετινό καλοκαίρι. Αυξάνονται οι φωνές, κυρίως από συντηρητικούς κύκλους, υπέρ ενός περιορισμένου αποτυπώματος και ταυτόχρονης μεταφοράς δυνάμεων και μέσων στην ευρύτερη περιοχή της Ινδο-Ειρηνικής, ως ανάχωμα στην ανερχόμενη ισχύ της Κίνας. Όπως γράφουν οι Γκολντγκάιερ και Ρόουζ: «Οι υποστηρικτές της προσέγγισης αυτής θεωρούν την Κίνα τη μεγαλύτερη απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ και υποστηρίζουν πως οι Ευρωπαίοι οφείλουν να αναλάβουν το κύριο βάρος της αποτροπής της Ρωσίας».
Αμερικανοί αξιωματούχοι, περιλαμβανομένου του Γουίτακερ, έχουν αφήσει να εννοηθεί πως βρίσκεται σε εξέλιξη αξιολόγηση της δύναμης των ΗΠΑ στην Ευρώπη, με πιθανές ανακοινώσεις αποχωρήσεων στρατευμάτων μετά τη σύνοδο. Όπως τονίζει η Μάλερ, «Η επικείμενη ανακοίνωση θα μονοπωλήσει το ενδιαφέρον – όλοι θα περιμένουν να δουν πώς ακριβώς θα διαμορφωθεί το νέο σχέδιο του Πενταγώνου για την ευρωπαϊκή ήπειρο».
Δανία και Γροιλανδία
Ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά στη φετινή σύνοδο η συνάντηση του Τραμπ με την πρωθυπουργό της Δανίας Μέτε Φρέντερικσεν, δεδομένης της έντασης που πυροδότησε το αμερικανικό ενδιαφέρον για τη Γροιλανδία. Πιθανή επαναφορά στους αμερικανικούς προβληματισμούς για την πιθανή ανεξαρτησία της Γροιλανδίας και την αυξανόμενη επιρροή Ρωσίας και Κίνας στην Αρκτική.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια, τόσο η κυβέρνηση Τραμπ όσο και αυτή του Τζο Μπάιντεν εξέφραζαν ανησυχία για την τάση της αυτόνομης δανικής επικράτειας προς ανεξαρτησία. Οι εξελίξεις στην Αρκτική, με αφορμή την κλιματική αλλαγή, εντείνουν τον ανταγωνισμό και την ένταση ξένων δυνάμεων. Όπως επισημαίνει ο Μπέργκμαν, «Η συνάντηση Φρέντερικσεν-Τραμπ θα πρέπει να παρακολουθηθεί στενά. Η Δανή πρωθυπουργός δεν έχει επισκεφθεί ακόμη την Ουάσιγκτον, ενώ η διμερής σχέση έχει δεχθεί πλήγματα—γεγονός ανησυχητικό αν σκεφτεί κανείς πως η Δανία υπήρξε διαχρονικά μεταξύ των πλέον φιλοαμερικανικών κρατών του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Κυρώσεις κατά της Ρωσίας
Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι καλούν τον Τραμπ να υλοποιήσει προηγούμενες απειλές του για αυστηρότερες κυρώσεις κατά της Ρωσίας λόγω της συνεχιζόμενης σύρραξης στην Ουκρανία. Αν και πρόσφατα άφησε να διαφανεί μια σκληρότερη στάση, στη σύνοδο των G7 εμφανίστηκε διστακτικός: «Οι κυρώσεις μας κοστίζουν πολλά χρήματα», δήλωσε, ενώ άσκησε κριτική στους ηγέτες των G7 για τον αποκλεισμό της Ρωσίας από το τότε G8 το 2014: «Ήταν τεράστιο λάθος, δεν θα είχατε αυτόν τον πόλεμο, θα είχατε τον αντίπαλο στο ίδιο τραπέζι».
Την ίδια στιγμή ακύρωσε προγραμματισμένη συνάντηση με τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, προκειμένου να επικεντρωθεί εκ νέου στην κρίση με το Ιράν. Η Μάλερ σχολιάζει: «Δεν περιμένω να υπάρξουν σημαντικές ανακοινώσεις για την Ουκρανία — προτεραιότητα του προέδρου παραμένει η λήξη του πολέμου μέσω συνομιλιών Μόσχας και Κιέβου».