Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε στις 13 Ιουλίου ότι είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον αναπληρωτή διευθυντή του FBI, Νταν Μποντζίνο, διαβεβαιώνοντας πως οι σχέσεις τους παραμένουν στενές, παρά τα δημοσιεύματα για ενδοκυβερνητικές διαφωνίες σχετικά με τη δημοσιοποίηση των αρχείων του Τζέφρυ Έπσταϊν.
Σε δηλώσεις του σε δημοσιογράφους έξω από το προεδρικό αεροσκάφος, ο Τραμπ φέρεται να σημείωσε ότι γνωρίζει τον Μποντζίνο εδώ και χρόνια και ότι τον θεωρεί «πολύ καλό άνθρωπο».
Οι δηλώσεις του Τραμπ έγιναν λίγες ημέρες μετά το άρθρο του Axios της 11ης Ιουλίου, σύμφωνα με το οποίο ο Μποντζίνο – πρώην σχολιαστής με συντηρητικό προφίλ που είχε επανειλημμένως ζητήσει απαντήσεις για τις συνθήκες θανάτου του Έπσταϊν το 2019 – φέρεται να απουσίασε από την εργασία του την προηγούμενη Παρασκευή, λόγω διαφωνίας του για τη διαχείριση του ζητήματος από τη Γενική Εισαγγελέα, Παμ Μπόντι.
Ανάλογη πληροφορία είχε μεταδώσει και η σχολιάστρια Λόρα Λούμερ, η οποία φέρεται να βρίσκεται κοντά στον Τραμπ, επισημαίνοντας επίσης διαφωνίες ανάμεσα στους δύο αξιωματούχους.
Ο Τραμπ, με ανάρτησή του στις 12 Ιουλίου στην πλατφόρμα Truth Social, κάλεσε τους υποστηρικτές του να πάψουν να ερευνούν περαιτέρω τις συνθήκες του θανάτου του Έπσταϊν. Όπως ανέφερε, αρκετοί από τους συνεργάτες του – «αγόρια και, σε ορισμένες περιπτώσεις, κορίτσια», όπως έγραψε – επιτίθενται αδίκως στην Μπόντι, την οποία χαρακτήρισε «εξαιρετική» στη δουλειά της. Υποστήριξε ότι η κυβέρνησή του είναι «η καλύτερη στον κόσμο» και πως κάποιοι «εγωιστές» προσπαθούν να την υπονομεύσουν εξαιτίας ενός ανθρώπου «που δεν πεθαίνει ποτέ, του Τζέφρυ Έπσταϊν».
Στην ίδια ανάρτηση, ο Τραμπ ισχυρίστηκε ότι η χώρα, ένα χρόνο πριν, ήταν «νεκρή», αλλά πλέον είναι «η πιο δυναμική στον κόσμο», ζητώντας να μην σπαταληθεί χρόνος και ενέργεια σε ένα θέμα «που δεν ενδιαφέρει κανέναν».
Η υπόθεση του Έπσταϊν αποτελεί αντικείμενο έντονης διαδικτυακής συζήτησης αφότου εκείνος απεβίωσε, το 2019, ενώ βρισκόταν υπό ομοσπονδιακή κράτηση αναμένοντας να δικαστεί για υπόθεση διακίνησης ανηλίκων με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση.
Παρότι επισήμως αναφέρθηκε ότι αυτοκτόνησε στο κελί του, η στενή του σχέση με ισχυρούς πολιτικούς και δημόσια πρόσωπα έχει πυροδοτήσει εικασίες περί δολοφονίας. Η έκταση και η φύση της εγκληματικής του δραστηριότητας – η οποία, σύμφωνα με τις Αρχές, περιελάμβανε την κακοποίηση περισσότερων από χιλίων θυμάτων, πολλά εκ των οποίων ανήλικα – έχει επίσης προκαλέσει ευρεία κατακραυγή.
Σε συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου στις 8 Ιουλίου, η Μπόντι ρωτήθηκε από δημοσιογράφο αν ο Έπσταϊν υπήρξε ποτέ συνεργάτης των υπηρεσιών πληροφοριών. Εκείνη απάντησε πως δεν έχει καμία γνώση για κάτι τέτοιο, υποσχόμενη ότι θα επανέλθει με περισσότερες πληροφορίες. Στην ίδια συνεδρίαση, η εισαγγελέας σχολίασε και την απουσία ενός λεπτού από το υλικό των καμερών ασφαλείας τη νύχτα του θανάτου του Έπσταϊν, αποδίδοντάς τη σε «συνηθισμένο τεχνικό πρόβλημα» που συνδέεται με την αυτόματη επανεκκίνηση του συστήματος κάθε μεσάνυχτα.
Ο Τραμπ υποστήριξε πως δεν υπάρχει τίποτα στα αρχεία του Έπσταϊν που θα μπορούσε να βλάψει το κίνημα MAGA.
Στις 7 Ιουλίου, το υπουργείο Δικαιοσύνης και το FBI είχαν δημοσιοποιήσει υπόμνημα, όπου αναφερόταν ότι ο Έπσταϊν αυτοκτόνησε και ότι δεν υφίσταται «κατάλογος πελατών», ενώ δεν πρόκειται να δοθεί στη δημοσιότητα πρόσθετο υλικό σχετικό με την υπόθεση. Επιπλέον, δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Έπσταϊν εκβίαζε άτομα, σύμφωνα με το υπόμνημα.
Στο υπόμνημα αναφέρεται επίσης ότι οι αρμόδιες αρχές προχώρησαν σε ενδελεχή επανεξέταση του διαθέσιμου υλικού, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος του Έπσταϊν ήταν αυτοχειρία, όπως είχε επίσης διαπιστωθεί από τη νεκροτομή. Στην ανακοίνωση γινόταν λόγος για υλικό βίντεο από τον κοινόχρηστο χώρο του σωφρονιστικού καταστήματος, το οποίο ενίσχυσε το συμπέρασμα περί αυτοκτονίας.
Επιπλέον, αναφερόταν ότι δεν βρέθηκε κανενός είδους κατάλογος «πελατών» ούτε ενδείξεις ότι ο Έπσταϊν εκβίαζε πρόσωπα. Την ίδια στιγμή, το υπόμνημα επισήμαινε πως ο επιχειρηματίας «προκάλεσε τραύματα σε περισσότερους από χίλιους ανθρώπους», καθώς «κάθε θύμα υπέστη μοναδική μορφή κακοποίησης».
Του Joseph Lord
Με τη συμβολή των Jackson Richman και Ryan Morgan