Του Noé Chartier
O πρωθυπουργός Τζάστιν Τριντό ανακοίνωσε σήμερα ότι ανακαλεί τη χρήση του νόμου έκτατης ανάγκης, λέγοντας ότι η κατάσταση δεν αποτελεί πλέον κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Ο Τριντό υπερασπίστηκε την επίκληση του νόμου εξ αρχής, λέγοντας ότι ήτνα ένα αναγκαίο πράγμα που έπρεπε να γίνει και ότι υπήρχαν στοιχεία ότι άτομα ήθελαν να «υπονομεύσουν ή και να βλάψουν τη δημοκρατία του Καναδά».
Έκανε την ανακοίνωση σε συνέντευξη Τύπου στην Οτάβα στις 23 Φεβρουαρίου, καθώς η Γερουσία συζητούσε αν θα επικυρώσει την απόφαση της κυβέρνησης να επικαλεστεί τον νόμο, αφού οι βουλευτές στις 21 Φεβρουαρίου ψήφισαν με κομματική πλειοψηφία πρόταση για την έγκριση παράτασης του νόμου κατά 30 ημέρες.
Ο Τριντό επικαλέστηκε αρχικά τον νόμο στις 14 Φεβρουαρίου για να αντιμετωπίσει τις διαδηλώσεις και τα μπλόκα, κηρύσσοντας κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια τάξη.
Η επίκληση της πράξης έδωσε στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση την εξουσία να δεσμεύει τραπεζικούς λογαριασμούς διαδηλωτών και υποστηρικτών χωρίς δικαστική απόφαση, καθώς και τη δυνατότητα να υποχρεώσει τις εταιρείες ρυμούλκησης να ρυμουλκήσουν φορτηγά που είχαν σταθμεύσει στο κέντρο της Οτάβα από τις 28 Ιανουαρίου, κάτι που είχαν αρνηθεί νωρίτερα να κάνουν.
Παρά την ανάκληση του νόμου, ο Τριντό δήλωσε ότι θα επανεξετάσει την κήρυξη έκτακτης ανάγκης. Θα συσταθεί επίσης έρευνα εντός 60 ημερών για να εξεταστεί τι συνέβη, σύμφωνα με το καταστατικό του νόμου.
«Θα είναι σημαντικό να αποκτήσουμε μια πληρέστερη κατανόηση του τι οδήγησε σε αυτού του είδους την περιφρόνηση των νόμων και την απειλή για τη δημοκρατία μας.
Ο στόχος της αυτοκινητοπομπής του Κομβόι Ελευθερίας (Freedom Convoy) που διέσχισε τη χώρα ήταν να απαιτήσει την άρση όλων των εντολών και των περιορισμών του COVID-19. Ξεκίνησε αρχικά από τους φορτηγατζήδες που αντιδρούσαν στην εντολή της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για το εμβόλιο που επιβλήθηκε στα μέσα Ιανουαρίου στους οδηγούς φορτηγών που διασχίζουν τα σύνορα με τις ΗΠΑ.
Καθώς οι διαμαρτυρίες επεκτάθηκαν και περιλάμβαναν αποκλεισμούς σε διάφορα συνοριακά περάσματα Καναδά-ΗΠΑ, το κύμα της Όμικρον υποχωρούσε και οι επαρχίες άρχισαν να αίρουν τους περιορισμούς, όπως η κατάργηση του διαβατηρίου για το εμβόλιο.
Πριν από την επίκληση του νόμου περί έκτακτης ανάγκης, η πιο πολυσύχναστη συνοριακή διάβαση Καναδά-ΗΠΑ, στη γέφυρα Αμπάσαντορ που συνδέει το Ουίνδσορ του Οντάριο με το Ντιτρόιτ του Μισισιπή, είχε ήδη ανοίξει ξανά στις 14 Φεβρουαρίου, αφού είχε αποκλειστεί για περίπου μια εβδομάδα, αφού η αστυνομία προχώρησε σε συλλήψεις για την άρση του αποκλεισμού.
Τα μπλόκα στα συνοριακά περάσματα στη Β.Κ. και την Αλμπέρτα έληξαν επίσης λίγο αργότερα, και η μόνη μεγάλη διαμαρτυρία που είχε απομείνει ήταν στην Οτάβα.
Η αστυνομία απομάκρυνε όλους τους διαδηλωτές από το κέντρο της Οτάβα κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου 18-20 Φεβρουαρίου και προχώρησε στην τοποθέτηση πυλών στην περιοχή για να ελέγξει τα άτομα και να αποτρέψει τον σχηματισμό άλλων διαδηλώσεων.
Ωστόσο, στις 21 Φεβρουαρίου, η κυβέρνηση δήλωσε ότι αυτά τα μέτρα ήταν απαραίτητα για να διασφαλιστεί ότι δεν θα σχηματιστούν ξανά νέες διαμαρτυρίες ή μπλόκα, με τον Τριντό να λέει ότι οι φορτηγατζήδες ανασυντάσσονταν έξω από την Οτάβα και είχαν την πρόθεση να δημιουργήσουν περισσότερα μπλόκα. Αλλά στις 23 Φεβρουαρίου ο Τριντό ανακάλεσε τα μέτρα αυτά.
«Σήμερα το πρωί καταλήξαμε στο συμπέρασμα, σε συνεννόηση με τις διάφορες αστυνομικές υπηρεσίες και τους εμπειρογνώμονες σε θέματα ασφάλειας, ότι τα εργαλεία που είχαν οι διάφορες αστυνομικές μας δυνάμεις σε κανονικούς καιρούς ήταν επαρκή για να συνεχίσουν να διατηρούν τον νόμο και την τάξη στη χώρα μόλις αυτή αποκατασταθεί», δήλωσε ο Τριντό.
Είπε ότι οι παραβιάσεις του νόμου κατά τις 10 ημέρες που ήταν σε ισχύ θα εξακολουθήσουν να παρακολουθούνται από τη δικαιοσύνη, αλλά ότι μέτρα όπως η δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών προς το παρόν ανατρέπονται.
Η RCMP δήλωσε νωρίτερα σήμερα ότι απευθυνόταν σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για να ξεπαγώσουν οι λογαριασμοί.
Ο Τριντό δήλωσε ότι οι αρχές χρειάζονται περισσότερα εργαλεία για να αντιμετωπίσουν τα κινήματα που οργανώνονται μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
«Νομίζω ότι υπάρχουν προβληματισμοί σχετικά με το πώς η αστυνομία μας των τοπικών δικαιοδοσιών είναι σε θέση να αντιμετωπίσει ορισμένες απειλές που δεν ήταν συνηθισμένες τα προηγούμενα χρόνια. Η κινητοποίηση μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι κάτι που πρέπει να σκεφτούμε και να βεβαιωθούμε ότι έχουμε τα εργαλεία για να μπορούμε να το διαχειριστούμε».
Η προσωρινή επικεφαλής των Συντηρητικών Κάντις Μπέργκεν αντέδρασε στην ανακοίνωση με δήλωσή της.
«Η σημερινή ανακοίνωση είναι μια απόδειξη ότι ο πρωθυπουργός έκανε λάθος όταν επικαλέστηκε τον νόμο περί έκτακτης ανάγκης», δήλωσε η ίδια.
«Τίποτα δεν άλλαξε από τη Δευτέρα μέχρι σήμερα, εκτός από μια πλημμύρα ανησυχιών από τους Καναδούς πολίτες, τον κακό Τύπο και την διεθνή γελοιοποίηση».
Η Μπέργκεν πρόσθεσε ότι το κόμμα της θα αναζητήσει απαντήσεις, ιδίως όσον αφορά το πότε η κυβέρνηση θα ανακοινώσει το σχέδιό της για τον «τερματισμό των αντιεπιστημονικών εντολών και περιορισμών».
Ο Andrew Chen συνέβαλε σε αυτό το άρθρο.