Αναφορές γύρω από τις έννοιες της «δικαιοσύνης» και του «δικαιώματος» εμφανίζονται από την απαρχή της ιστορίας. Φιλόσοφοι του μακρινού παρελθόντος καταπιάστηκαν με θέματα που απασχολούσαν την κοινωνία και διαπίστωσαν ότι για τη διατήρηση της, θα έπρεπε να υπάρχουν κάποιοι κοινοί κανόνες που να ακολουθούνται από όλους και να τιμωρείται όποιος δεν συμμορφώνεται με αυτούς. Αργότερα, αρκετοί από αυτούς τους κανόνες ονομάστηκαν νόμοι και όποιος τους παραβίαζε θεωρούνταν «παραβάτης του νόμου».
Το φαινόμενο της εγκληματικότητας, ανεξαρτήτως της εποχής και της κοινωνίας, παραμένει αντικείμενο ανησυχίας και μελέτης. Αυτό που αλλάζει είναι το τι ορίζουν οι διαφορετικές κοινωνίες, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους ως έγκλημα και τι τρόπους χρησιμοποιούν για την αντιμετώπιση του. Η απονομή της δικαιοσύνης πήρε διάφορες μορφές ανά την ιστορία.
Στην ομηρική εποχή, την αποκαλούμενη «χρυσή εποχή» του θύματος, η ποινή είχε περισσότερο ανταποδοτικό χαρακτήρα και η οικογένεια και οι φορείς της πολιτείας είχαν καθοριστικό ρόλο στην επίλυση των ιδιωτικών διαφορών, (χωρίς την έλλειψη, βέβαια, άλλων συμφιλιωτικών και εναλλακτικών λύσεων). Προχωρώντας στα χρόνια του Μεσαίωνα, οι έννοιες αμαρτία και εγκληματική συμπεριφορά χρησιμοποιούνταν ως συνώνυμες, αντιμετωπίζονταν «στη βάση των «επιτιμίων» και σε κάθε μία εγκληματική πράξη αντιστοιχούσε μία ποινή ανάλογα με τη βαρύτητα της».
Περνώντας στην Αναγέννηση, το βλέμμα στρέφεται στον εγκληματία. Μελέτες γύρω από την εξωτερική εμφάνιση του εγκληματία έρχονται στην επιφάνεια. Την ίδια περίοδο (16ος αιώνας), ο Τόμας Μορ [Thomas More, 1478-1535], μέσα από το έργο του «Ουτοπία», «αφ’ ενός αναδεικνύει τον κοινωνικό και τον οικονομικό παράγοντα ως εγκληματογόνους και αφ’ ετέρου ασκεί κριτική στην αγγλική δικαιοσύνη της εποχής του».
«Σε επίπεδο δικαιοσύνης, κατά την Αναγέννηση, τίθενται σε ισχύ σε διάφορες χώρες ποικίλοι ποινικοί νόμοι και διατάξεις με χαρακτηριστικότερη την Constitutio Criminalis Carolina, που προβλέπει τη δημόσια τιμωρία όλων των εγκλημάτων – για την ακρίβεια, την επαναφέρει – και θέτει απάνθρωπες ποινές».
Τέλος, φτάνοντας στον Διαφωτισμό, τον 18ο αιώνα, «έρχονται στο προσκήνιο αντιλήψεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και τα δικαιώματα των φορέων της κρατικής εξουσίας (με χαρακτηριστικότερο το δικαίωμα της τιμωρίας)». Παρακάτω, θα μιλήσουμε για την κλασική σχολή του ποινικού δικαίου των Τσέζαρε Μπεκαρία [Cesare Beccaria, 1738-1794] και Τζέρεμι Μπένθαμ [Jeremy Bentham, 1748-1832], και πιο συγκεκριμένα για τις ιδέες που ανέπτυξε ο Τσέζαρε Μπεκαρία και το κατά πόσο η επιρροή του διαρκεί μέχρι σήμερα.
Οι ποινές την εποχή του Διαφωτισμού είχαν κυρίως τιμωρητικό χαρακτήρα και τα βασανιστήρια ως μέσο για την απόσπαση ομολογίας. Η θανατική ποινή χρησιμοποιούταν συχνά, ενώ το κράτος και οι φορείς του είχαν την εξουσία να δώσουν αυθαίρετα όποια ποινή ήθελαν. Χαρακτηριστικό της εποχής αυτής, πέρα από την βιαιότητα των ποινών και την κρατική αυθαιρεσία, ήταν η αοριστία που διέκρινε τους νόμους. Οι δικαστές καλούνταν όχι μόνο να τους εφαρμόσουν, αλλά και να τους ερμηνεύσουν.
Ο Μπεκαρία, μελετητής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολέμιος της θανατικής ποινής, έκρινε ως υποκρισία του κράτους να ισχυρίζεται ότι νοιάζεται για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ώρα που παραβιάζει το βασικότερο, «το δικαίωμα της ζωής», και χρησιμοποιεί τον βασανισμό για να αποσπάσει μία ομολογία από τον κατηγορούμενο. Οι απόψεις του είχαν απήχηση κυρίως στην τότε ανερχόμενη αστική τάξη.
Επηρεασμένος από την εποχή την οποία έζησε, θεωρούσε τον άνθρωπο ως ένα ορθολογικό ον με ελεύθερη βούληση. Άρα, ως κάποιον που μπορεί να κάνει συνειδητές επιλογές βάσει του προσωπικού του συμφέροντος και ο οποίος φέρει ευθύνη για τις επιλογές αυτές. Ακόμη, επηρεασμένος από το «κοινωνικό συμβόλαιο» του Ρουσώ, μίλησε για την αναγκαιότητα του κοινωνικού ελέγχου στην κοινωνία και για το δικαίωμα της να απαντάει αναλόγως στις πράξεις που απειλούν να βλάψουν την ύπαρξη της. Τόνισε επίσης το ότι η ποινή θα πρέπει να είναι ανάλογη του εγκλήματος που διαπράχτηκε (δίκαιη), να είναι ταχεία, να υπάρχει συγκεκριμένη ποινή για το κάθε έγκλημα, να δίνεται η μικρότερη δυνατή ποινή που μπορεί να δοθεί και, τέλος, ότι για να είναι κατασταλτική θα πρέπει να έχει διάρκεια και όχι ένταση. Με αυτά τα χαρακτηριστικά, η ποινή μπορεί να έχει αποτρεπτική λειτουργία τόσο για τον εγκληματία (σωφρονισμός) όσο και για την ίδια την κοινωνία (γενική και ειδική πρόληψη).
Ο Μπεκαρία έθεσε επίσης ως θέμα το ότι «οι δικαστές δεν θα πρέπει να ερμηνεύουν αλλά να εφαρμόζουν τον νόμο» και το ότι οι νόμοι πρέπει να είναι ακριβείς, κατανοητοί και δημόσιοι. Σημαντικό είναι να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι μέχρι εκείνη την εποχή το ίδιο δικαστήριο μπορούσε να τιμωρήσει το ίδιο ακριβώς έγκλημα με διαφορετικό τρόπο και ότι θα ήταν δύσκολο για κάποιον να κατανοήσει εάν μία πράξη θεωρείτο εγκληματική ή όχι. Το να είναι γνωστοί και κατανοητοί οι κανόνες μιας κοινωνίας μπορεί να θεωρηθεί ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία της πρόληψης του εγκλήματος.
Η επιρροή του Τσέζαρε Μπεκαρία στο ποινικό σύστημα δικαιοσύνης φτάνει μέχρι σήμερα, με την κατάργηση της θανατικής ποινής και των βασανιστηρίων σε πολλές χώρες, με τους «κανόνες εξέτασης μάρτυρα», με το δικαίωμα δίκης από ενόρκους στα λαϊκά δικαστήρια, με την «ταχεία απονομή της δικαιοσύνης», με τη δημοσιότητα των νόμων, με την αρχή της επιείκειας κ.ά.
Ως προς το εάν όλα όσα είπε ο Μπεκαρία είναι εφαρμόσιμα στη σύγχρονη κοινωνία, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι η εποχή στην οποία έζησε ήταν πολύ διαφορετική από τη δική μας και προβλήματα όπως η πολυνομία, η οποία καθιστά αναγκαία την ερμηνεία των νόμων από τον δικαστή (το ποινικό σύστημα προβλέπει κάποιες «δικλίδες ασφαλείας» για την αποφυγή ερμηνευτικών λαθών) δεν απασχολούσαν την εποχή του.
* * * * *
ΠΗΓΕΣ
· «Στοιχεία εγκληματολογίας», Ιάκωβος Φαρσεδάκης. Νομική βιβλιοθήκη.
· «Ποινική δικαιοσύνη και θύμα από τις παρυφές της προϊστορίας έως τον 21ο αιώνα», Βίκυ Βλάχου. Νομική βιβλιοθήκη.
· Σημειώσεις από τις διδασκαλίες της κας Βίκυς Βλάχου, καθηγήτριας του Παντείου Πανεπιστημίου.