Οι αποδόσεις των ευρωπαϊκών ομολόγων αυξάνονται από τις 10 Δεκεμβρίου 2024, φτάνοντας σε ιστορικά υψηλά πολλών ετών και περιορίζοντας τη διαφορά τους με τα αμερικανικά. Τα γερμανικά κρατικά ομόλογα ηγούνται της ανόδου λόγω των προσδοκιών για ανάκαμψη της ανάπτυξης στην Ευρώπη, γεγονός που ενδέχεται να επαναφέρει στο προσκήνιο τον διαχρονικό «εχθρό» της αγοράς ομολόγων: τον πληθωρισμό.
Η απόδοση του γερμανικού 10ετούς κρατικού ομολόγου ανήλθε στο 2,88% στις 6 Μαρτίου, προσεγγίζοντας το υψηλό του 2023, έπειτα από άνοδο σχεδόν 40 μονάδων βάσης από την προηγούμενη ημέρα. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη διήμερη αύξηση στις αποδόσεις κρατικών ομολόγων από την περίοδο υψηλού πληθωρισμού της δεκαετίας του 1970. Παρόμοια τάση καταγράφηκε και στη Γαλλία, όπου οι αποδόσεις των 10ετών κρατικών ομολόγων άγγιξαν το 3,9%, το υψηλότερο επίπεδο από τον Απρίλιο του 2011. Στην Ιταλία, η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου ξεπέρασε το 3,9%, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο από τον Ιούλιο του 2024.
Η πρόσφατη άνοδος στις ευρωπαϊκές αποδόσεις ξεκίνησε στα μέσα Δεκεμβρίου, εν μέσω προσδοκιών για περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) με στόχο την τόνωση της οικονομίας. Αυτές οι προσδοκίες επιβεβαιώθηκαν αυτή την εβδομάδα, καθώς η ΕΚΤ προχώρησε σε νέα μείωση του βασικού επιτοκίου της.
Στην αισιοδοξία για την οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης συμβάλλει και η αλλαγή στη δημοσιονομική πολιτική της Γερμανίας, μετά τη συμφωνία μεταξύ των Χριστιανοδημοκρατών, των Χριστιανοσοσιαλιστών και των Σοσιαλδημοκρατών για χαλάρωση του ορίου χρέους, εξαιρώντας τις στρατιωτικές δαπάνες από τον περιορισμό. Παράλληλα, προτάθηκε η δημιουργία ενός εξωλογιστικού ταμείου ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ για επενδύσεις σε υποδομές, κίνηση που ενδέχεται να επηρεάσει τη δημοσιονομική πολιτική και των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών.
Σύμφωνα με τον Αλεχάντρο Ζαμπράνο, επικεφαλής αναλυτή αγοράς της ThinkMarkets, από τις 28 Φεβρουαρίου, η απόδοση του γερμανικού 10ετούς κρατικού ομολόγου αυξήθηκε κατά 18%, από το 2,38% στο 2,82% έως τα μέσα της Παρασκευής. Ο ίδιος επεσήμανε ότι η Γερμανία φαίνεται έτοιμη να εγκρίνει ένα πακέτο υποδομών ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 5% του ΑΕΠ της, ενώ και η ΕΕ σχεδιάζει να δαπανήσει περίπου 1.777 ευρώ ανά πολίτη για την ενίσχυση της στρατιωτικής της ισχύος. Αυτή η αύξηση των δημοσίων δαπανών τείνει να είναι πληθωριστική, εκτός εάν συνοδεύεται από διεύρυνση της παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας, γεγονός που ωθεί τις μακροπρόθεσμες αποδόσεις των ομολόγων υψηλότερα.
Ενώ οι αποδόσεις των ευρωπαϊκών ομολόγων έχουν αυξηθεί από τις 10 Δεκεμβρίου 2024, οι αποδόσεις των αμερικανικών κρατικών ομολόγων παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες, καθώς διαφαίνονται σημάδια επιβράδυνσης της οικονομίας των ΗΠΑ. Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου του αμερικανικού Δημοσίου διαμορφώθηκε γύρω στο 4,30% αυτή την εβδομάδα, επίπεδο αντίστοιχο με εκείνο των μέσων Δεκεμβρίου.
Η διαφοροποίηση στις προοπτικές ανάπτυξης μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ έχει περιορίσει τη διαφορά αποδόσεων μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού. Τα γερμανικά 10ετή και ιταλικά 10ετή ομόλογα διαπραγματεύονται πλέον περίπου 130 και 50 μονάδες βάσης κάτω από τα αντίστοιχα αμερικανικά.
Ο Ζαμπράνο τόνισε ότι συνήθως οι αποδόσεις των ευρωπαϊκών και των αμερικανικών κρατικών ομολόγων κινούνται παράλληλα, με τις υψηλότερες αποδόσεις να επιβραδύνουν την άνοδο των μετοχών. Ωστόσο, αυτή τη φορά, η άνοδος στις ευρωπαϊκές αποδόσεις δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αύξηση στις ΗΠΑ. Κατά την εκτίμησή του, η σταθερότητα των αμερικανικών αποδόσεων αντανακλά την αυξανόμενη πιθανότητα ύφεσης, καθώς η Ουάσιγκτον συνεχίζει τον εμπορικό της πόλεμο, γεγονός που επιβαρύνει τις εμπορικές σχέσεις.
Η σύγκλιση των αποδόσεων των ευρωπαϊκών και των αμερικανικών ομολόγων αρχίζει να αποτυπώνεται και στις συναλλαγματικές ισοτιμίες, με το δολάριο να χάνει έδαφος έναντι του ευρώ. Ο Ζαμπράνο επεσήμανε ότι, ενώ οι αμερικανικές αποδόσεις δεν έχουν μεταβληθεί αισθητά, η ισοτιμία ευρώ/δολαρίου (EUR/USD) έχει ενισχυθεί κατά 4,5%, γεγονός που υποδηλώνει αποδυνάμωση του δολαρίου. Παράλληλα, σημείωσε ότι η ισοτιμία EUR/USD εμφανίζει συχνά υψηλή συσχέτιση με τους χρηματιστηριακούς δείκτες, αλλά δεν επηρεάζει τη Γουόλ Στρητ μακροπρόθεσμα.
Καταλήγοντας, εξέφρασε την άποψη ότι το μοναδικό πιθανό όφελος από αυτή την εξέλιξη θα μπορούσε να είναι η στροφή της Ουάσιγκτον μακριά από την ΕΕ, ενώ η αποδυνάμωση του δολαρίου ενδέχεται να καταστήσει τις αμερικανικές εξαγωγές πιο ανταγωνιστικές.
Ο Πάνος Μουρδούκουτας είναι καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Long Island της Νέας Υόρκης. Διδάσκει επίσης ανάλυση ασφαλείας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Έχει δημοσιεύσει σε επαγγελματικά περιοδικά και εφημερίδες, όπως τα Forbes, Investopedia, Barron’s, IBT και Journal of Financial Research. Είναι επίσης συγγραφέας πολλών βιβλίων, συμπεριλαμβανομένων των «Επιχειρηματική στρατηγική σε μια ημιπαγκοσμιοποιημένη οικονομία» και «Η στρατηγική της Κίνας».