Πολλοί ήταν οι συνθέτες τότε που ευελπιστούσαν σε μία σταδιοδρομία στην όπερα, αλλά το είδος δεν ήταν κατάλληλο για όλους – σπουδαίοι συνθέτες, μεταξύ αυτών και ο Μπετόβεν, απέτυχαν. Τα ονόματα που έλαμψαν, ωστόσο, σε αυτόν τον χώρο, έχουν αφήσει το διαχρονικό αποτύπωμά τους, λαμπρύνοντας ακόμα και σήμερα με τα έργα τους το οπερατικό ρεπερτόριο.
Το παρόν άρθρο παρουσιάζει, με χρονολογική σειρά, εννέα από τους συνθέτες όπερας με τη μεγαλύτερη επιρροή.
Μοντεβέρντι

Ο Κλαούντιο Μοντεβέρντι (1567-1643) έχει επισκιαστεί από τους μεταγενέστερους, αλλά η επίδρασή του στην ιστορία της μουσικής είναι βαθιά. Θεωρούμενος ως ο πρώτος συνθέτης της εποχής του μπαρόκ, επέκτεινε τη χρήση των μπάσων οργάνων, συνδυάζοντας τη γραμμή του μπάσου με την εξέλιξη των χορδών σε μια τεχνική γνωστή ως «μπάσσο κοντίνουο». Η μέθοδος αυτή είναι εμφανής στο έργο του «Ορφέας» (1607), την πρώτη σωζόμενη όπερα.
Το αριστούργημα του Μοντεβέρντι αντλεί το θέμα του από τον ελληνικό μύθο του Ορφέα, που ταξιδεύει στον Κάτω Κόσμο για να επαναφέρει στη ζωή τη γυναίκα του. Ο Μοντεβέρντι συνέδεσε συγκεκριμένα όργανα με συγκεκριμένα συναισθήματα και σκηνές χαρακτήρων, προσθέτοντας, παραδείγματος χάριν, ένα ρεγκάλ (ένα πρώιμο όργανο με χαμηλό ήχο) στην «κολασμένη ορχήστρα», όταν ο Ορφέας εισέρχεται στην Κόλαση. Η επαναστατική προσέγγιση του Μοντεβέρντι στο μουσικό δράμα επηρέασε όλους τους επόμενους συνθέτες.
Χαίντελ
Ο Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ (1685-1759) είναι κυρίως γνωστός για τα θρησκευτικά του ορατόρια, όμως στην εποχή του οι όπερές του κυριαρχούσαν στο Λονδίνο.
Συνέθεσε 42 όπερες, με χαρακτηριστικά μεγάλη διάρκεια. Πολλές, όπως ο «Ιούλιος Καίσαρας», διαρκούν πάνω από τρεις ώρες. Παρά τη διάρκειά τους και το υψηλό επίπεδο καλλιτεχνικής δεξιοτεχνίας τους, τις έγραφε συνήθως σε εκπληκτικά σύντομο χρονικό διάστημα. Ο «Ταμερλάνος», με ήρωα τον ομώνυμο Τούρκο κατακτητή, είναι μία από τις μεγαλύτερες σε διάρκεια όπερές του και γράφτηκε σε μόλις τρεις εβδομάδες.
Ο Χαίντελ είναι γνωστός για το ύφος των da capo άριές του. Αυτό συμβαίνει όταν μια μελωδία εισάγεται, εμπλουτίζεται και στη συνέχεια επαναλαμβάνεται. Τα μελίσματα (μονές συλλαβές που τραγουδιούνται σε πολλαπλές νότες) δημιουργούν μια παράσταση που κόβει την ανάσα.
Γκλουκ

Όπως και ο Μοντεβέρντι, ο Κρίστοφ Βίλλιμπαλντ φον Γκλουκ (1714-1787) δεν είναι ευρέως γνωστός. Είναι πιθανό να είναι γνωστός μόνο στους λάτρεις της όπερας. Η σχετική του αφάνεια, ωστόσο, δεν αναιρεί τις σημαντικές καινοτομίες του.
Όπως και ο Μοντεβέρντι, ο Γκλουκ επέλεξε τον Ορφέα ως θέμα του μεγαλύτερου αριστουργήματός του. Στο έργο «Ορφέα και Ευριδίκη», προτίμησε ένα πιο απλουστευμένο ύφος, επαναστατώντας ενάντια στα περίτεχνα στοιχεία του Χαίντελ, και περιόρισε γενικά τις παραστάσεις στα πιο ουσιώδη στοιχεία τους, εστιάζοντας στα έντονα συναισθήματα. Οι μινιμαλιστικές του μεταρρυθμίσεις είχαν μεγάλη επιρροή στον νεότερο σύγχρονό του Μότσαρτ.
Μότσαρτ
Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (1756-1791) συναγωνίζεται τον Μπετόβεν ως ο δημοφιλέστερος συνθέτης όλων των εποχών. Στον τομέα της όπερας, όμως, δεν υπάρχει σύγκριση: Οι ιστορικοί της μουσικής τον θεωρούν σχεδόν καθολικά ως τη μεγαλύτερη μορφή του είδους. Ενώ οι περισσότεροι συνθέτες όπερας έχουν ένα ή δύο αριστουργήματα, ο Μότσαρτ μπορεί να υπερηφανεύεται για επτά. Όπως ο Σαίξπηρ, και σε αντίθεση με οποιονδήποτε άλλον σε αυτόν τον κατάλογο, ήταν δεξιοτέχνης τόσο της τραγωδίας όσο και της κωμωδίας.
Σύμφωνα με την Operabase.com, ο Μότσαρτ έγραψε τρεις από τις δέκα κορυφαίες όπερες με τις περισσότερες παραστάσεις, από τότε που ο ιστότοπος άρχισε να καταρτίζει στατιστικά στοιχεία το 1996. Πρόκειται για τα «Ντον Τζοβάννι», «Ο γάμος του Φίγκαρο» και «Ο μαγικός αυλός». Η τελευταία κατέχει τη δεύτερη θέση, με 21.295 παραστάσεις (ακριβώς πίσω από την «Τραβιάτα» του Βέρντι). Πολλοί, ωστόσο, θεωρούν ότι ο «Φίγκαρο» είναι η «καλύτερη όπερα που γράφτηκε ποτέ».
Και όταν η κατάταξη γίνεται με βάση τον αριθμό των παραγωγών και όχι των παραστάσεων, ο Μότσαρτ είναι μακράν πρώτος, έχοντας ξεπεράσει τις 34.000.
Ροσσίνι

Ο Τζοακίνο Ροσσίνι (1792-1868) έγραψε 39 όπερες. Η μεγαλύτερη επιτυχία του, «Ο κουρέας της Σεβίλλης», είναι η ένατη όπερα με τις περισσότερες παραστάσεις στη σύγχρονη εποχή. Υπήρξε εμπορική και κριτική επιτυχία κατά τη διάρκεια της ζωής του Ροσσίνι, αποσπώντας τους επαίνους ακόμη και του διαβόητα ευέξαπτου Μπετόβεν.
Ο Ροσσίνι κατέγραψε τη γνώμη του Γερμανού συνθέτη όταν πήγε στο σπίτι του, «μία σοφίτα τρομερά ακατάστατη και βρώμικη», όπου η βροχή έτρεχε από την οροφή. Εκεί, βρήκε έναν άνδρα να κάθεται σε «απροσδιόριστη θλίψη». Ο Μπετόβεν απευθύνθηκε στον Ροσσίνι με απαλή φωνή: «Αχ, Ροσσίνι, εσύ, ο συνθέτης του ‘Κουρέα της Σεβίλλης’; … Θα παίζεται όσο θα υπάρχει η ιταλική όπερα». Στη συνέχεια, τον συμβούλεψε να μη γράψει ποτέ τίποτα άλλο παρά opera buffa (κωμική όπερα), διαφορετικά «θα πρόδιδε το πεπρωμένου του».
Ο Ροσσίνι έγινε τόσο πλούσιος από τις κωμικές του όπερες, που αποσύρθηκε πριν από την ηλικία των 40 ετών. Έζησε άλλες τέσσερεις δεκαετίες.
Βάγκνερ
Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ (1813-1883) έγινε διάσημος για τα μουσικά δράματά του, με θέματα από τους γερμανικούς μύθους. Σε έργα όπως ο τετραμερής «Κύκλος του Δαχτυλιδιού», εξάλειψε τη διάκριση μεταξύ ρετσιτατίβου και άριας, δημιουργώντας συνεχή μουσική. Καινοτομίες του όπως η χρήση του λαϊτμοτίφ και η συσχέτιση μουσικών φράσεων με συγκεκριμένους χαρακτήρες και σημεία της πλοκής έχουν καθιερωθεί στην κινηματογραφική μουσική σήμερα.
Ο Βάγκνερ είναι ο πέμπτος πιο δημοφιλής συνθέτης όπερας, με περισσότερες από 27.000 καταγεγραμμένες παραστάσεις των έργων του.
Μπιζέ

Ο Ζορζ Μπιζέ (1838-1875) έζησε μια τραγικά σύντομη ζωή. Είναι περισσότερο γνωστός για ένα κυρίως έργο, μέσω του οποίου όμως πέτυχε την αθανασία. Η «Κάρμεν» του (1875) είναι η τρίτη όπερα με τις περισσότερες παραστάσεις σήμερα, μετά τον «Μαγικό αυλό» του Μότσαρτ. Η απεικόνιση της ζωής της εργατικής τάξης από τον Μπιζέ σηματοδότησε ένα πιο ρεαλιστικό ύφος, διαφοροποιημένο από την οπερατική παράδοση.
Βέρντι
Αν κάποιος μπορεί να ανταγωνιστεί την κυριαρχία του Μότσαρτ στην όπερα, αυτός είναι ο Τζουζέπε Βέρντι (1813-1901). Όπως και ο Μότσαρτ, πολλά από τα έργα του παίζονται συχνά ακόμη και σήμερα. Το πιο δημοφιλές από αυτά, η «Τραβιάτα», παίζεται περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη όπερα στη σύγχρονη εποχή. Με 21.389 παραστάσεις, προηγείται του «Μαγικού αυλού» του Μότσαρτ. Ο «Ριγκολέττο» βρίσκεται επίσης στη λίστα με τις 10 κορυφαίες όπερες, στο νούμερο 10.
Όσον αφορά τον αριθμό παραστάσεων, ο Βέρντι και ο Μότσαρτ βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο, όχι μόνο όσον αφορά τα μεμονωμένα έργα, αλλά συνολικά. Ακολουθά ο Τζάκομο Πουτσίνι.
Πουτσίνι
Ο Πουτσίνι (1858-1924) ενδέχεται να είναι ο τελευταίος μεγάλος συνθέτης όπερας. Αν και γράφτηκαν πολλές όπερες μετά το θάνατό του, το είδος έχασε σταδιακά την απήχηση που είχε στον κόσμο. Ένας λόγος γι’ αυτό είναι ότι οι κατοπινοί συνθέτες στράφηκαν σε πειραματισμούς που απευθύνονταν σε ένα εξειδικευμένο και μορφωμένο κοινό και δεν γράφονταν πλέον αξιομνημόνευτες μελωδίες.
Οι όπερες του Πουτσίνι είναι γεμάτες άριες με εξαίσιες, όμορφες μελωδίες που μένουν στο αυτί πολύ μετά το τέλος της παράστασης. Παρά την πληθωρικότητά τους, όμως, ο ακροατής δεν αισθάνεται ποτέ κορεσμένος.
Οι δημοφιλέστερες όπερές του, από τις δέκα που συνέθεσε, είναι τρεις: «Λα Μποέμ», «Τόσκα» και «Μαντάμα Μπατερφλάι» («Madama Butterfly»).
