Οι υπουργοί Εξωτερικών που συμμετείχαν στη σύνοδο των G7, την Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου, στον Καναδά, συμφώνησαν στην υιοθέτηση σκληρής γραμμής απέναντι στην Κίνα όσον αφορά την πρόθεσή της να ενσωματώσει την Ταϊβάν. Εμφανής η παράλειψη αναφοράς στην πολιτική της «Μίας Κίνας», που απουσίαζε από τη χθεσινή δήλωση των υπουργών, αν και είχε περιληφθεί στη δήλωσή τους του Νοεμβρίου.
Επισημαίνεται ότι η πολιτική της «Μίας Κίνας» αποτελεί έως τώρα τον πυλώνα των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ της Κίνας και άλλων κρατών, η οποία ουσιαστικά συνίσταται στην αναγνώριση των εδαφικών διεκδικήσεων της Κίνας επί της Ταϊβάν, χωρίς όμως να αποδέχεται τις διεκδικήσεις αυτές. Οι χώρες που υιοθετούν αυτήν την πολιτική δεν αναγνωρίζουν επισήμως την Ταϊβάν ως ανεξάρτητο κράτος, ωστόσο διατηρούν διπλωματικές και άλλες σχέσεις μαζί της.
Στην κοινή δήλωσή τους, οι υπουργοί καλούν για εξεύρεση ειρηνικής λύσης των ζητημάτων που απασχολούν τις δύο χώρες, υποστηρίζοντας την επιθυμία της Ταϊβάν να «συμμετέχει ουσιαστικά» σε διεθνείς οργανισμούς.
Παράλληλα, προειδοποιούν την Κίνα να αποφύγει δραστηριότητες που θα μπορούσαν να απειλήσουν τους «δημοκρατικούς θεσμούς» και εκφράζουν την ανησυχία τους για την στρατιωτική και πυρηνική ανάπτυξη του Πεκίνου. Με την Κίνα να επιδιώκει την κυριαρχία σε όλη την περιοχή της Ανατολική και Νότια Θάλασσα της Κίνας, κάθε μονόπλευρη απόπειρα εκ μέρους της να μεταβάλει την υφιστάμενη κατάσταση της περιοχής, περιλαμβάνοντας τους υφάλους και κοραλλιογενείς ζώνες που επικαλύπτονται με τις ΑΟΖ όμορων χωρών, καταδικάζεται:
«Καταδικάζουμε τις παράνομες, προκλητικές, καταναγκαστικές και επικίνδυνες ενέργειες της Κίνας που επιδιώκουν μονομερώς να μεταβάλουν το status quo κατά τρόπο που να κινδυνεύει να υπονομεύσει τη σταθερότητα των περιοχών, μεταξύ άλλων μέσω της διεκδίκησης εδαφών και της οικοδόμησης φυλακίων, καθώς και της χρήσης τους για στρατιωτικούς σκοπούς.»
Στη δήλωση γίνεται επίσης αναφορά στους προκλητικούς ναυτικούς ελιγμούς της Κίνας και τα οπλικά συστήματα που στρέφει κατά φιλιππινέζικων και βιετναμέζικων σκαφών που πλέουν στη Νότια Θάλασσα, καθώς και στις προσπάθειες του κινεζικού καθεστώτος να περιορίσει την ελευθερία πλεύσης και εναέριας κυκλοφορίας στη επίμαχη περιοχή.
Σε ξεχωριστή δήλωση για τη ναυτική ασφάλεια, οι G7 επισημαίνουν ότι η βασική τους πολιτική για την Ταϊβάν «παραμένει ίδια», τονίζοντας ότι «η ειρήνη και η σταθερότητα στο Στενό της Ταϊβάν είναι απαραίτητες για τη διεθνή ασφάλεια και ευημερία».
Στη συνάντηση συμμετείχαν οι υπουργοί Εξωτερικών του Καναδά, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς επίσης και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η απάντηση της Κίνας
Μέσω της πρεσβείας του στο Καναδά, το κινεζικό καθεστώς απέρριψε τη δήλωση των G7 για τη θαλάσσια ασφάλεια ως «αβάσιμες κατηγορίες», δηλώνοντας ότι η κατάσταση στη Νότια και Ανατολική Θάλασσα της Κίνας είναι «γενικά σταθερή».
Για το ζήτημα της Ταϊβάν, δήλωσε ότι αποτελεί «εσωτερικό ζήτημα».
Η αντίδραση της Ταϊβάν
Το υπουργείο Εξωτερικών της Ταϊβάν χαιρέτισε τη δήλωση των G7, δεσμευόμενο ότι θα συσφίξει τη συνεργασία με τα μέλη των G7 και άλλους «φιλικούς συμμάχους», ώστε να διασφαλιστεί η ελευθερία του Ινδο-Ειρηνικού.
Σύμφωνα με αναφορές του υπουργείου Αμύνης της Ταϊβάν, η κινεζική στρατιωτική παρουσία και δραστηριότητα κοντά στην Ταϊβάν παρουσιάζει αύξηση. Στις 12 Μαρτίου συγκεκριμένα, εντοπίστηκαν 20 πολεμικά αεροπλάνα, επτά σκάφη και ένα επίσημο πλοίο να επιχειρούν γύρω από το νησί. Έντεκα από τα κινεζικά αεροσκάφη εισήλθαν στη ζώνη αναγνώρισης της αεράμυνας της Ταϊβάν, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη αεροσκαφών της πολεμικής αεροπορίας της Ταϊβάν για την παρακολούθηση των κινήσεών τους.