Η κυβέρνηση Τραμπ έχει ήδη αρχίσει να δείχνει τα δόντια της απέναντι στην Ευρώπη σχετικά με τους κανόνες ρύθμισης των μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας.
Σε πολλές διαφωνίες με την Ευρώπη, οι Ηνωμένες Πολιτείες επιλέγουν είτε να καλοπιάσουν είτε να πιέσουν τις εθνικές κυβερνήσεις μεμονωμένα. Στην περίπτωση όμως των δύο κεντρικών νόμων της ΕΕ για τις διαδικτυακές υπηρεσίες—οι οποίοι, σύμφωνα με την Ουάσιγκτον, περιορίζουν την ελευθερία της έκφρασης—ακόμη κι αν ορισμένοι Ευρωπαίοι ηγέτες επιθυμούσαν να περιστείλουν ή να αναιρέσουν τους κανονισμούς, οι δυνατότητές τους είναι εξαιρετικά περιορισμένες.
Όπως τονίζουν ειδικοί, εάν οι ΗΠΑ θέλουν να ανατρέψουν αυτούς τους νόμους, καλούνται να αντιμετωπίσουν απευθείας τον ρυθμιστικό μηχανισμό της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή τα 800 μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τις περίπλοκες πολιτικές ισορροπίες του θεσμού.
Ο Νόμος για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (Digital Services Act – DSA) και ο Νόμος για τις Ψηφιακές Αγορές (Digital Markets Act – DMA) συνθέτουν το πακέτο σύγχρονων κανόνων που εφαρμόζεται ενιαία σε ολόκληρη την ΕΕ.
Τον περασμένο μήνα, ο Μπρένταν Καρ, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών (FCC) στις ΗΠΑ—που διορίστηκε από τον Ντόναλντ Τραμπ—δήλωσε ότι η προσέγγιση του DSA είναι «ασυμβίβαστη τόσο με την αμερικανική παράδοση ελευθερίας λόγου όσο και με τις δεσμεύσεις των τεχνολογικών εταιρειών για σεβασμό στην ποικιλομορφία απόψεων».
Η Αντίνα Πορτάρου, ανώτερη σύμβουλος Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στην ADF International, μια νομική ομάδα με έδρα στις ΗΠΑ, συμμερίζεται τις ανησυχίες της διοίκησης Τραμπ, χαρακτηρίζοντας «λογοκριτικές» τις επιπτώσεις του DSA στην ελευθερία έκφρασης διαδικτυακά.
«Ένα κύμα αντίδρασης κατά του νόμου χτίζεται τόσο εντός όσο και εκτός ΕΕ», δήλωσε η ίδια στους Epoch Times, προσθέτοντας ότι η οργάνωσή της παρακολουθεί στενά την κατάσταση, αναζητώντας τρόπους αντίδρασης ή πιθανής νομικής αμφισβήτησης.
Από την άλλη πλευρά, η ΕΕ απαντά στις κατηγορίες των ΗΠΑ περί λογοκρισίας λέγοντας πως οι συγκεκριμένοι νόμοι φιλοδοξούν να δημιουργήσουν ένα ασφαλέστερο και δικαιότερο διαδικτυακό περιβάλλον, υποχρεώνοντας τους τεχνολογικούς κολοσσούς να πατάξουν το παράνομο και επιβλαβές περιεχόμενο, όπως τη ρητορική μίσους ή την παιδική κακοποίηση.
Ωστόσο, όσοι γνωρίζουν καλά τον τρόπο λειτουργίας της Ένωσης επισημαίνουν ότι η ανατροπή των κανονισμών αυτών είναι πολύ πιο δύσκολη από το να πείσεις μια χώρα να αλλάξει έναν δικό της νόμο.
Η Χριστίν Άντερσον, Γερμανίδα ευρωβουλευτής από το κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), σημειώνει ότι το Ευρωκοινοβούλιο έχει περιορισμένους ρόλους, καθώς δεν μπορεί να προτείνει νέα νομοθεσία – δικαίωμα που ανήκει αποκλειστικά στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η ίδια παρομοίασε τις παρεμβάσεις των ευρωβουλευτών με «γράμμα παρακλήσεων»: «Μπορούμε απλώς να εκφράζουμε προτάσεις. Η Επιτροπή κυβερνά στην πράξη», σημείωσε.
Ο Ροντρίγκο Μπαλεστέρ, πρώην στέλεχος ευρωπαϊκών θεσμών και σήμερα διευθυντής του Κέντρου Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Mathias Corvinus Collegium, δήλωσε ότι το να αλλάξει κατεύθυνση η ΕΕ είναι εφικτό θεωρητικά, αλλά δύσκολο πρακτικά, καθώς μια νέα πρωτοβουλία απαιτεί άλλη μία μακροσκελή γραφειοκρατική διαδικασία.
Ο DSA είναι Κανονισμός, κάτι που σημαίνει ότι έχει άμεση ισχύ σε όλα τα κράτη-μέλη, δίχως περιθώριο διαφοροποίησης από τις εθνικές κυβερνήσεις.
Οι κανόνες επιβάλλουν αυστηρά πρόστιμα, που ανέρχονται στο 10% του ετήσιου παγκόσμιου τζίρου για τις εταιρείες που δεν συμμορφώνονται—ένα ποσό που ανεβαίνει στο 20% για τους κατ’ εξακολούθηση παραβάτες.
Μπαλεστέρ επεσήμανε πως οι μεγάλες εταιρείες, όπως η Meta και η Google, βρίσκονται «υπό την άμεση εποπτεία» της Επιτροπής, που μπορεί να επιβάλει πρόστιμα χωρίς να καταφεύγει στα κράτη-μέλη.
Από την πλευρά τους, οι υποστηρικτές του DSA δηλώνουν ότι η ΕΕ πρέπει να επιμείνει στη νομοθεσία της, παρά τις αμερικανικές απειλές για εμπορικά αντίμετρα και δασμούς.
Όπως σημείωσαν ειδικοί σε άρθρο τους στο TechPolicy.News, αν η ΕΕ υποχωρήσει, θα βρεθεί σε θέση αδυναμίας, ενώ ενδεχόμενη αποχώρηση των εταιρειών τεχνολογίας από την ευρωπαϊκή αγορά μπορεί να προκαλέσει σοβαρές κοινωνικές αντιδράσεις.
Ο Νόρμαν Λιούις από το MCC Βρυξελλών πιστεύει ότι η ΕΕ δύσκολα θα υποχωρήσει δημόσια, διότι διακυβεύεται πλέον το κύρος της. «Μπορεί να γίνουν συμβιβασμοί πίσω από κλειστές πόρτες», σημειώνει, όμως η νομοθεσία δύσκολα θα αποσυρθεί πλήρως. Παρά τη διαφωνία του ωστόσο με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, δεν συμφωνεί και με την αμερικανική χρήση δασμών, κάτι που χαρακτήρισε ως ξένη παρέμβαση σε εσωτερικά ζητήματα.
«Η ελευθερία της έκφρασης δεν προσφέρεται ως δώρο από καμία κυβέρνηση, ούτε καν από τις ΗΠΑ», τόνισε. «Κερδίζεται μόνο μέσα από τη συνεχή μάχη για τη διαφύλαξή της».