Καθώς ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) γιόρταζε τον Μάιο την υιοθέτηση μιας ιστορικής συνθήκης για την αντιμετώπιση πανδημιών, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενίσχυαν τη δημόσια κριτική τους προς τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών, τον οποίο χαρακτηρίζουν διεφθαρμένο, ελεγχόμενο από ειδικά συμφέροντα και αποπροσανατολισμένο από την αρχική του αποστολή.
Η αντιπροσωπεία των ΗΠΑ απουσίαζε από την 78η Παγκόσμια Συνέλευση Υγείας στη Γενεύη, όπου τα κράτη-μέλη ενέκριναν την πρώτη παγκόσμια συμφωνία για τις πανδημίες με 124 ψήφους υπέρ, 11 αποχές και καμία αντίρρηση.
Ο Αμερικανός υπουργός Υγείας Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζ. απηύθυνε ωστόσο βιντεοσκοπημένο μήνυμα, καλώντας τους υπουργούς Υγείας και τον ΠΟΥ να εκλάβουν την αποχώρηση των ΗΠΑ ως «καμπανάκι κινδύνου». Σύμφωνα με τον ίδιο, η αποχώρηση δεν σηματοδοτεί απώλεια ενδιαφέροντος για τη διεθνή συνεργασία, αλλά πρόθεση δημιουργίας ενός εναλλακτικού συστήματος παγκόσμιας υγείας, εκτός των ορίων ενός «παρηκμασμένου» ΠΟΥ.
Όπως ανέφερε, έχουν ήδη ξεκινήσει επαφές με άλλες «ομοϊδεάτισσες» χώρες.
Η κυβέρνηση Τραμπ είχε ξεκινήσει τη διαδικασία αποχώρησης από τον Οργανισμό ήδη από τον Ιανουάριο, μια διαδικασία που είχε επίσης δρομολογηθεί το 2020 κατά την πρώτη του προεδρική θητεία, αλλά ανετράπη από τον πρόεδρο Μπάιντεν.
Σε ανακοίνωσή του, ο ΠΟΥ εξέφρασε την ελπίδα να επανεξετάσουν οι ΗΠΑ τη στάση τους, επισημαίνοντας μια μακρά και επιτυχημένη συνεργασία από το 1948 που, όπως ανέφερε, «έσωσε αμέτρητες ζωές και προστάτευσε τον αμερικανικό και παγκόσμιο πληθυσμό από απειλές για τη δημόσια υγεία». Υπενθύμισε επίσης ότι βρίσκονται σε εξέλιξη μεταρρυθμίσεις.
Παρότι η πρόταση του Κέννεντυ για εναλλακτικό σύστημα στερείται συγκεκριμένου σχεδίου και δύσκολα αναμένεται να προσελκύσει πολλές χώρες –πέραν της Αργεντινής, που έχει επίσης αποχωρήσει από τον ΠΟΥ– η σφοδρή κριτική του αντανακλά μια βαθύτερη συζήτηση για το μέλλον της παγκόσμιας δημόσιας υγείας.
Μετά την εμπειρία της COVID-19, ενισχύεται διεθνώς η τάση για έμφαση στην πρόληψη πανδημιών: δισεκατομμύρια δολάρια επενδύονται σε εμβόλια, συστήματα επιτήρησης και τεχνολογίες για τον εντοπισμό και την καταπολέμηση γνωστών ή άγνωστων ασθενειών.
Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή συγκρούεται συχνά με μια διαφορετική αντίληψη, η οποία δίνει προτεραιότητα στην ενίσχυση τοπικών συστημάτων υγείας και στην αντιμετώπιση κοινωνικών παραγόντων όπως η διατροφή, η υγιεινή και η οικονομική ανάπτυξη.
Η ατζέντα «Κάντε την Αμερική υγιή ξανά» (Make America Healthy Again – MAHA) της κυβέρνησης Τραμπ, που επικεντρώνεται στην ολιστική προαγωγή υγείας και τις ρίζες των χρόνιων ασθενειών, ταυτίζεται περισσότερο με αυτή τη δεύτερη προσέγγιση.
Την ίδια στιγμή όμως, η αποχώρηση από τον ΠΟΥ και οι περικοπές στην εξωτερική βοήθεια, περιλαμβανομένης της διάλυσης της USAID, προκαλούν σοβαρές αναταράξεις στο παγκόσμιο σύστημα υγείας.

Η αποχώρηση των ΗΠΑ έχει πυροδοτήσει ανησυχίες για ενδεχόμενο κενό εξουσίας, το οποίο ενδέχεται να καλύψουν αυταρχικά καθεστώτα, όπως η Κίνα, ή ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, όπως οι φαρμακευτικές εταιρείες.
Ορισμένοι ειδικοί εκτιμούν πάντως ότι η κίνηση αυτή ίσως επιφέρει έναν αναγκαίο επαναπροσδιορισμό των χρόνιων δυσλειτουργιών που ανέδειξε η πανδημία, καθώς και του μοντέλου χρηματοδότησης που -όπως υποστηρίζεται- επιτρέπει στα ειδικά συμφέροντα να καθορίζουν την παγκόσμια υγειονομική ατζέντα.
Η επόμενη πανδημία
Σε σχετική συνέντευξή του τον Απρίλιο, ο ιολόγος Τούλιο ντε Ολιβέιρα, διευθυντής του Κέντρου Αντιμετώπισης και Καινοτομίας Επιδημιών (Centre for Epidemic Response and Innovation – CERI) του Πανεπιστημίου Stellenbosch στη Νότια Αφρική, υποστήριξε ότι η αποχώρηση των ΗΠΑ από τον ΠΟΥ ήταν λανθασμένη επιλογή.
Ο Ολιβέιρα, που συμμετείχε στον εντοπισμό των παραλλαγών Beta και Omicron του SARS-CoV-2, επεσήμανε ότι το οικονομικό κόστος μιας πανδημίας ξεπερνά κατά πολύ τη συμβολή των ΗΠΑ στη διεθνή υγεία –η οποία δεν υπερβαίνει το 1% του ΑΕΠ– και ανέφερε πως η εξάπλωση της γρίπης των πτηνών έχει ήδη αυξήσει το κόστος βασικών αγαθών όπως τα αυγά και το κοτόπουλο.
Τον Μάιο, η κυβέρνηση Τραμπ ακύρωσε σύμβαση με τη Moderna ύψους άνω των 700 εκατομμυρίων δολαρίων για την ανάπτυξη και δοκιμή εμβολίων έναντι υποτύπων γρίπης, περιλαμβανομένου του ιού H5N1. Το υποψήφιο εμβόλιο της Moderna βασίζεται στην τεχνολογία mRNA, που χρησιμοποιήθηκε επίσης στα εμβόλια για την COVID-19.
Ο εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Υγείας, Άντριου Νίξον, δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι η τεχνολογία mRNA παραμένει ανεπαρκώς δοκιμασμένη και ότι δεν πρόκειται να επαναληφθούν τα λάθη της προηγούμενης κυβέρνησης, η οποία –κατά τον ίδιο– απέκρυψε εύλογες ανησυχίες για την ασφάλεια από το κοινό.
Το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (Centers for Disease Control and Prevention – CDC) των ΗΠΑ εκτιμά ότι ο κίνδυνος για τη δημόσια υγεία από τον H5N1 παραμένει χαμηλός, χωρίς καταγεγραμμένες μεταδόσεις από άνθρωπο σε άνθρωπο και συνεχίζεται η παρακολούθηση εστιών σε πουλερικά και αγελάδες.

Ο Ολιβέιρα εξέφρασε την ελπίδα του ότι τόσο οι ΗΠΑ όσο και άλλες χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο -το οποίο έχει ανακοινώσει μείωση της εξωτερικής του βοήθειας κατά περίπου 40%- θα επανεξετάσουν τη στάση τους. Υποστήριξε ότι οι επενδύσεις στην πρόληψη επιδημιών προσφέρουν σημαντικά μεγαλύτερο όφελος σε σχέση με το κόστος που συνεπάγονται τα διαδοχικά κύματα νέων παθογόνων.
Υπερβολική δραματοποίηση
Ο κλινικός και επιδημιολόγος Δρ Ντέβιντ Μπελ, πρώην στέλεχος του ΠΟΥ, υποστήριξε ότι η εικόνα που προβάλλεται για τον κίνδυνο πανδημιών είναι υπερβολική και συχνά βασίζεται σε ασθενή ή παραποιημένα δεδομένα.
Με τη βοήθεια συνεργατών του από το Πανεπιστήμιο του Λιντς, ανέλυσε τα επιστημονικά τεκμήρια που επικαλούνται οργανισμοί όπως ο ΠΟΥ και η G20, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι κίνδυνοι παρουσιάζονται υπερδιογκωμένοι, είτε πρόκειται για υποθετικά παθογόνα που δεν υπάρχουν ακόμη (όπως η «Νόσος Χ»), είτε για ήδη υπάρχουσες ασθένειες με αποδεδειγμένα μέσα ελέγχου.
Η ερευνητική του ομάδα REPPARE (Re-Evaluating the Pandemic Preparedness and REsponse Agenda – Επαναξιολόγηση της Ατζέντας Ετοιμότητας και Αντίδρασης σε Πανδημίες), χρηματοδοτούμενη από το Brownstone Institute, υποστηρίζει ότι η επένδυση στην πρόληψη πανδημιών βασίζεται σε δεδομένα που δεν τεκμηριώνουν αυξημένο ρίσκο.
Από τις εννέα νόσους που έχει θέσει ο ΠΟΥ υπό προτεραιότητα για έρευνα, μόνο η COVID-19 και ο Έμπολα έχουν προκαλέσει εκτεταμένες απώλειες, ενώ η «Νόσος Χ» παραμένει θεωρητική.
Μια έκθεση των G20 για το 2021 χαρακτηρίζει τις πανδημίες και την κλιματική αλλαγή ως τα πρωταρχικά ζητήματα ανθρώπινης ασφάλειας της εποχής μας και σημειώνει ότι τις τελευταίες δύο δεκαετίες παρατηρήθηκαν μεγάλες παγκόσμιες επιδημίες μολυσματικών ασθενειών κάθε τέσσερα έως πέντε χρόνια.
Ο Μπελ σημείωσε ότι, αν αφαιρεθούν η COVID-19 και η γρίπη των χοίρων του 2009 (H1N1), οι λοιπές επιδημίες από το 2000 ως το 2020 προκάλεσαν λιγότερους από 26.000 θανάτους συνολικά. Επεσήμανε μάλιστα ότι η γρίπη των χοίρων προκάλεσε λιγότερους θανάτους από την εποχική γρίπη και ότι υπάρχουν ήδη αποτελεσματικά συστήματα επιτήρησης.

Ενώ η G20 ζητά ετήσιες επενδύσεις τουλάχιστον 15 δισ. δολαρίων για πρόληψη πανδημιών, ο Μπελ εκτιμά ότι το πραγματικό αίτημα αγγίζει τα 34 δισ. δολάρια ετησίως -δηλαδή 171 δισ. σε βάθος πενταετίας. Προειδοποίησε ότι το 55% της διεθνούς χρηματοδότησης για την υγεία κινδυνεύει να διοχετευθεί σε χαμηλής απόδοσης παρεμβάσεις, εις βάρος επενδύσεων με μεγαλύτερο κοινωνικό και επιδημιολογικό αντίκτυπο.
Ούτε ο Ολιβέιρα ούτε ο ΠΟΥ απάντησαν σε σχετικά ερωτήματα της Epoch Times για την ανάλυση του Μπελ και τα συμπεράσματά του.
Αποστολή υπό αμφισβήτηση
Την ώρα που δισεκατομμύρια δολάρια επενδύονται σε σχεδιασμό πρόληψης υποθετικών μελλοντικών πανδημιών, οι μεγαλύτερες απειλές για την παγκόσμια υγεία το 2025 δεν προέρχονται από άγνωστους ιούς, αλλά από τις λεγόμενες «χρόνιες πανδημίες» που ο ΠΟΥ αντιμετωπίζει εδώ και δεκαετίες — τη φυματίωση, τον ιό HIV και την ελονοσία.
Αυτή η επισήμανση έγινε από την GAVI, η συμμαχία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για τα εμβόλια, της οποίας ιδρυτικό μέλος είναι και ο ΠΟΥ.
Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, πρόκειται για «ασθένειες της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού» που εξακολουθούν να προκαλούν πάνω από 2 εκατομμύρια θανάτους ετησίως. Το 2023, η φυματίωση αναδείχθηκε ως η πιο θανατηφόρα λοιμώδης ασθένεια παγκοσμίως, ξεπερνώντας ακόμη και την COVID-19.
Ο Μπελ υποστήριξε ότι η κακή διατροφή και η έλλειψη μικροθρεπτικών συστατικών αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο θανάτου από φυματίωση, ελονοσία ή διάρροια, επισημαίνοντας πως στο παρελθόν η διατροφή αποτελούσε βασική προτεραιότητα του ΠΟΥ, αλλά πλέον η σχετική χρηματοδότηση έχει μειωθεί αισθητά.
Σύμφωνα με τον Μπελ, η οικοδόμηση ανθεκτικότητας έναντι των πανδημιών και άλλων ασθενειών ξεκινά με τη διατροφή. Προειδοποίησε δε ότι δεν καταγράφεται ουσιαστική πρόοδος απέναντι σε αυτές τις θανατηφόρες ασθένειες.
Ο Μπελ τόνισε ότι η ελονοσία πλήττει κυρίως παιδιά κάτω των πέντε ετών, ενώ η φυματίωση και ο HIV επηρεάζουν κυρίως παιδιά, εφήβους και ενήλικες παραγωγικής ηλικίας, σε αντίθεση με την COVID-19, που έπληξε κατά βάση ηλικιωμένους. Σχολιάζοντας την προτεραιότητα που δόθηκε στην πανδημία της COVID-19, ανέφερε ότι οι πόροι διοχετεύτηκαν σε εμβολιασμούς όχι για επιδημιολογικούς, αλλά για οικονομικούς λόγους.
Πρόσφατη ανάλυση της εταιρείας Precedence Research προβλέπει ότι η παγκόσμια αγορά εμβολίων θα αυξηθεί από 91,97 δισ. δολάρια το 2025 σε 161,4 δισ. έως το 2034.
Ο Μπελ σημείωσε ότι οι αιτήσεις για βοήθεια προς πανδημίες στο πλαίσιο της αναπτυξιακής συνεργασίας ξεπερνούν υπερτριπλάσια τις συνολικές δαπάνες για την ελονοσία. Την ίδια ώρα, οργανισμοί όπως η GAVI και η CEPI (Coalition for Epidemic Preparedness Innovations – Συμμαχία για την Καινοτομία στην Προετοιμασία Επιδημιών) επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά σε πανδημίες και εμβόλια.

Επισήμανε ακόμη ότι πόροι του Παγκόσμιου Ταμείου για την Καταπολέμηση του AIDS, της φυματίωσης και της ελονοσίας μετατοπίζονται πλέον υπέρ των πανδημιών.
Σε βίντεο που ανήρτησε στις 26 Ιουνίου στην πλατφόρμα X, ο Ρόμπερτ Κέννεντυ επέκρινε την GAVI για αδιαφορία ως προς την ασφάλεια των εμβολίων και συνεργασία με τον ΠΟΥ στη λογοκρισία αντίθετων απόψεων κατά την πανδημία. Δήλωσε, επίσης, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρόκειται να συνεχίσουν τη χρηματοδότηση του οργανισμού αν δεν υπάρξει λογοδοσία για τα 8 δισεκατομμύρια δολάρια που έχουν δοθεί από το 2001.
Χρηματοδότηση και επιρροή
Σε ευρύτερο επίπεδο, η αλλαγή προτεραιοτήτων στον ΠΟΥ συνδέεται με τον τρόπο χρηματοδότησης του Οργανισμού. Όπως επισημαίνεται, η αυξανόμενη εξάρτηση του ΠΟΥ από «στοχευμένες» εθελοντικές συνεισφορές -προερχόμενες από ιδιωτικούς φορείς, κυβερνήσεις και συνεργασίες δημόσιου-ιδιωτικού- έχει ως αποτέλεσμα αυτές οι συγκεκριμένες χρηματοδοτήσεις να ξεπερνούν πλέον σε ποσοστό τον βασικό προϋπολογισμό που καταβάλλουν τα κράτη-μέλη.
Για την περίοδο 2024–2025, το Ίδρυμα Gates αναδείχθηκε ως ο μεγαλύτερος δωρητής στοχευμένων συνεισφορών, ακολουθούμενο από τη συμμαχία GAVI και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Συνολικά, το Ίδρυμα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος χορηγός του ΠΟΥ μετά τις ΗΠΑ.

Ο Μπελ παρατήρησε ότι τις προηγούμενες δεκαετίες η δημόσια υγεία στηριζόταν κυρίως σε οριζόντιες προσεγγίσεις, με έμφαση στον έλεγχο από τις τοπικές κοινότητες και στις βασικές παραμέτρους υγείας όπως η διατροφή, η υγιεινή και οι συνθήκες διαβίωσης. Αντίθετα, σήμερα, όπως ανέφερε, η έμφαση δίνεται σε λύσεις που βασίζονται σε προϊόντα, όπως τα εμβόλια, και εφαρμόζονται μέσα από κάθετες και συγκεντρωτικές δομές.
Κατά την άποψή του, δεν είναι ο ΠΟΥ που καθορίζει την αλλαγή αυτή, αλλά οι χρηματοδότες.
Η Ελίζαμπεθ Πολ, ειδικός σε παγκόσμια συστήματα υγείας με εμπειρία δεκαετιών σε αναπτυσσόμενες χώρες, εκτίμησε ότι η σημερινή λειτουργία του ΠΟΥ απέχει από την αρχική του αποστολή. Όπως είπε, ο Οργανισμός μετατρέπεται από καθοδηγητικό και υποστηρικτικό θεσμό σε εκτελεστικό βραχίονα των προτεραιοτήτων των δωρητών.
Τόνισε επίσης ότι η αυξημένη επιρροή των εταιρειών, και κυρίως της φαρμακοβιομηχανίας, ενέχει κινδύνους σύγκρουσης συμφερόντων.
Αναφερόμενη ειδικά στην πανδημική προετοιμασία, σημείωσε ότι τα εμβόλια τείνουν να αντιμετωπίζονται ως η μόνη λύση. Επισήμανε ότι στην περίπτωση της COVID-19, υπήρξε τεράστιος προϋπολογισμός για την ανάπτυξη εμβολίων, ενώ ελάχιστα διατέθηκαν για την ενίσχυση των υγειονομικών συστημάτων ή για θεραπείες. Κατά την Πολ, επικρατεί η εσφαλμένη αντίληψη πως τα εμβόλια είναι αποδοτικά, οικονομικά και αρκούν από μόνα τους.
Η Πολ προειδοποίησε ότι η συνοχή των υπηρεσιών υγείας συχνά παραβλέπεται.
Επιδημιολόγοι έναντι ειδικών πρόληψης
Πίσω από τις αντιφατικές προσεγγίσεις στην παγκόσμια υγεία, η Πολ εντοπίζει μια βαθιά ιδεολογική διάκριση. Όπως ανέφερε, υπάρχουν δύο τύποι επαγγελματιών: όσοι πολεμούν ασθένειες και όσοι προάγουν την υγεία. Υποστήριξε ότι οι πρώτοι προσελκύουν συχνότερα χρηματοδότηση, καθώς είναι πιο «ελκυστικοί» για το κοινό και τους δωρητές. Όπως είπε, πολλοί εστιάζουν στην εξάλειψη μιας συγκεκριμένης ασθένειας, αγνοώντας άλλες παθήσεις και τα βαθύτερα αίτια της νοσηρότητας.
Κατά την ίδια, ο διαχωρισμός των νοσημάτων σε μεμονωμένα πεδία δράσης οδηγεί συχνά σε παραγνώριση των συνθηκών που προστατεύουν τον πληθυσμό από όλους τους παθογόνους παράγοντες. Επισήμανε ότι η πρόληψη πανδημιών θα έπρεπε να βασίζεται στην ενίσχυση των συστημάτων υγείας και στη διατήρηση μιας υγιούς κοινωνίας, όπως προβλέπει η ατζέντα MAHA.
Η Πολ υποστήριξε επίσης ότι τα μέσα μέτρησης της «επιτυχίας» μπορεί να είναι παραπλανητικά. Έδωσε το παράδειγμα ανάλυσης κόστους-οφέλους όπου, εάν μια παρέμβαση κοστίζει 1.000 δολάρια για να σωθεί μία ζωή, η χορήγηση 10 εμβολίων σε ένα παιδί ενδέχεται να μετρηθεί ως 10 ζωές «σωσμένες», ενώ το παιδί μπορεί να πεθάνει την επόμενη μέρα από υποσιτισμό.
Αντίθετα, η ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού, όπως η πρόσληψη νοσηλευτών, δεν αποτυπώνεται με τον ίδιο τρόπο.
Ο Δρ Μοχάμεντ Λαμίν Ντραμέ, ειδικός σε συστήματα και πολιτικές υγείας που έχει συνεργαστεί με τον ΠΟΥ και ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στην Αφρική, περιέγραψε παρόμοια φαινόμενα σε προγράμματα της Παγκόσμιας Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων οργανισμών.
Ανέφερε ότι τα προγράμματα αυτά δεν σχεδιάζονται πάντοτε με συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών και βασίζονται συχνά σε γενικές λύσεις ενιαίου τύπου, χωρίς προσαρμογή. Όπως είπε, μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος εμβολιασμού του 90% των παιδιών, αλλά παράλληλα να μην υπάρχουν διαθέσιμες υπηρεσίες για την αντιμετώπιση της ελονοσίας, της διάρροιας ή των λοιμώξεων του αναπνευστικού — ασθένειες από τις οποίες τελικά πεθαίνουν τα παιδιά.

Ο Ντραμέ, μέλος και της ανεξάρτητης επιτροπής αξιολόγησης της GAVI, εκτίμησε ότι η έμφαση έχει δοθεί υπέρμετρα στην επείγουσα αντιμετώπιση.
Η Πολ κατέληξε λέγοντας ότι οι περισσότεροι παγκόσμιοι υγειονομικοί κίνδυνοι οφείλονται σε κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες. Τόνισε ότι πρόκειται για πολιτικό και όχι τεχνολογικό πρόβλημα, εκφράζοντας σκεπτικισμό για την αυξανόμενη εξάρτηση από τεχνολογικές λύσεις και εμβόλια στο πλαίσιο της πανδημικής πρόληψης.
Κατάρρευση ή μεταρρύθμιση;
Η απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτειών από τον ΠΟΥ, σε συνδυασμό με τις περικοπές στην αμερικανική αναπτυξιακή βοήθεια, αναμένεται να πλήξει βραχυπρόθεσμα πλήθος υγειονομικών προγραμμάτων παγκοσμίως. Ωστόσο, κατά την άποψη ορισμένων ειδικών, αυτές οι εξελίξεις ενδέχεται μακροπρόθεσμα να αποβούν ωφέλιμες.
Όπως κατατέθηκε σε ακρόαση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας τον Μάιο, η διακοπή της αμερικανικής βοήθειας είχε ως αποτέλεσμα να εξαφανιστούν εντελώς ορισμένα προγράμματα κατά του HIV, ενώ τα κονδύλια για τη φυματίωση μειώθηκαν σχεδόν στο μισό.
Άλλες αναλύσεις προειδοποιούν ότι το αναμενόμενο έλλειμμα στον προϋπολογισμό του ΠΟΥ θα μπορούσε να διαταράξει κρίσιμα προγράμματα εμβολιασμών, υγείας μητέρας και παιδιού, καθώς και έκτακτης προετοιμασίας στις αναπτυσσόμενες χώρες. Παράλληλα, οι ΗΠΑ ενδέχεται να χάσουν την πρόσβαση σε κρίσιμα δίκτυα επιδημιολογικής επιτήρησης, σύμφωνα με κύριο άρθρο που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο στο International Journal of Health Policy and Management.
Πολλοί παρατηρητές σημειώνουν πάντως ότι τα προβλήματα του ΠΟΥ προϋπήρχαν της αμερικανικής αποχώρησης. Ακόμα και με τη στήριξη των ΗΠΑ, πολλές κρίσιμες πρωτοβουλίες του Οργανισμού υπήρξαν διαχρονικά υποχρηματοδοτούμενες.
Το 2023, το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα κατέγραψε ιστορικό ρεκόρ ελλείμματος 64%, εν μέσω αυξανόμενης επισιτιστικής κρίσης. Το Παγκόσμιο Ταμείο για την Καταπολέμηση του AIDS, της φυματίωσης και της ελονοσίας —στο οποίο οι ΗΠΑ συνεισφέρουν δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως και με το οποίο συνεργάζεται ο ΠΟΥ— έχει επίσης δεχθεί επικρίσεις για κακοδιαχείριση και υπόνοιες απάτης.
Παρόμοιες κατηγορίες σπατάλης, κακοδιαχείρισης και απάτης έχουν διατυπωθεί και κατά της USAID, βάσει δηλώσεων του Λευκού Οίκου και διώξεων του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ.

Η Πολ σημείωσε ότι, αν και η αποχώρηση των ΗΠΑ θα έχει αρνητικές συνέπειες για τις χώρες που βασίζονται σε προγράμματα του ΠΟΥ, ενδέχεται να αναγκάσει τον Οργανισμό να περιορίσει την επικάλυψη λειτουργιών, ιδίως όσον αφορά το προσωπικό στα κεντρικά γραφεία της Γενεύης και σε περιφερειακές υπηρεσίες. Σύμφωνα με την Πολ, πρόσφατες περικοπές έχουν ήδη φέρει βελτιώσεις, επισημαίνοντας ότι το νέο πρόγραμμα «δεν είναι τέλειο, αλλά πολύ καλύτερο από πριν».
Η Πολ παρατήρησε επίσης ότι πολλά από τα προγράμματα που διακόπτονται δεν ήταν ιδιαίτερα αποδοτικά ή αποτελεσματικά, καθώς είχαν προκύψει από την κατακερματισμένη φύση της χρηματοδότησης -με πόρους κατανεμημένους κατά νόσο, θέμα ή παρέμβαση.
Χωρίς τη συμβολή των ΗΠΑ, οι οποίες διέθεσαν 1,28 δισ. δολάρια στον ΠΟΥ κατά την περίοδο 2022–2023, ο Οργανισμός υποχρεώθηκε να προχωρήσει σε περικοπές και να αυξήσει τις υποχρεωτικές εισφορές των κρατών-μελών, οι οποίες πλέον θα καλύπτουν το 40% του συνολικού προϋπολογισμού.
Θα καλύψει η Κίνα το κενό;
Ορισμένοι εκφράζουν ανησυχίες ότι το κενό που αφήνει η αμερικανική αποχώρηση μπορεί να καλυφθεί από αυταρχικά καθεστώτα. Ο Κένεθ Μπέρναρντ, συνεργάτης του Hoover Institution στο Πανεπιστήμιο Stanford, δήλωσε τον Ιανουάριο στο KFF Health News ότι η απόφαση των ΗΠΑ είναι «απλώς ανόητη», καθώς αφήνει κενό ηγεσίας στην παγκόσμια υγεία, το οποίο, όπως είπε, θα καλυφθεί από την Κίνα — εξέλιξη που χαρακτήρισε αντίθετη προς τα αμερικανικά συμφέροντα.
Η κυβέρνηση Τραμπ έχει ασκήσει επανειλημμένα κριτική στο γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεισφέρουν το μεγαλύτερο μερίδιο της χρηματοδότησης του ΠΟΥ, την ώρα που χώρες όπως η Κίνα φέρονται να ασκούν «δυσανάλογη επιρροή» στις αποφάσεις του.
Αν και η Κίνα έχει συνεισφέρει ιστορικά λιγότερα από τις ΗΠΑ σε απόλυτα μεγέθη και αναλογικά με τον πληθυσμό της —για την περίοδο 2024–2025 προβλέπεται να καταβάλει 175 εκατ. δολάρια σε υποχρεωτικές εισφορές, έναντι 261 εκατ. των ΗΠΑ— έχει δεσμευθεί για 500 εκατ. δολάρια σε εθελοντικές συνεισφορές τα επόμενα πέντε έτη.
Ο Μπελ ανέφερε ότι, θεωρητικά, είναι θεμιτό η Κίνα να αποκτήσει μεγαλύτερη επιρροή στον ΠΟΥ, αναλογικά με το μέγεθος του πληθυσμού της, αρκεί ο Οργανισμός να λειτουργεί συμβουλευτικά και όχι επιτακτικά, χωρίς να υπαγορεύει εθνικές πολιτικές υγείας.
Αν και πολλές χώρες —συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ— επικαλέστηκαν ζητήματα εθνικής κυριαρχίας κατά την έγκριση του τελικού σχεδίου της νέας συνθήκης για πανδημίες, ο ΠΟΥ έχει δηλώσει ότι δεν διαθέτει εξουσία να επιβάλλει εθνικές ρυθμίσεις. Σύμφωνα με τον Οργανισμό, δεν μπορεί να επιβάλει μέτρα όπως ταξιδιωτικές απαγορεύσεις, υποχρεωτικούς εμβολιασμούς, διαγνωστικά ή θεραπευτικά πρωτόκολλα, ή περιοριστικά μέτρα τύπου απαγόρευσης κυκλοφορίας.
Η αποχώρηση των ΗΠΑ, αν και ερμηνεύεται από πολλούς στον τομέα της παγκόσμιας υγείας ως απογοητευτική και καθαρά συμβολική κίνηση, εκτιμάται ότι δύσκολα θα προκαλέσει ουσιαστική αλλαγή.
Οικονομική και εταιρική επιρροή
Ο Μπελ υποστήριξε ότι το πρόβλημα ξεπερνά τόσο τη συνθήκη όσο και τον ίδιο τον ΠΟΥ. Κατά την άποψή του, ο Οργανισμός δεν χρειάζεται «αστυνομικό ρόλο», αλλά το ζήτημα αφορά τις ισχυρές οικονομικές και εταιρικές δυνάμεις που προωθούν την ιδέα πως η πρόληψη πανδημιών πρέπει να αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα, διοχετεύοντας δημόσιους πόρους προς τομείς από τους οποίους μπορούν να επωφεληθούν ιδιωτικές εταιρείες.
Ιδιαίτερα για τις μικρότερες χώρες, πρόσθεσε, καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο να αντισταθούν, ιδίως όταν χρηματοπιστωτικοί θεσμοί αρχίσουν να συνδέουν την πρόσβαση σε δάνεια ή αναπτυξιακή στήριξη με την υιοθέτηση μέτρων όπως υγειονομικές επιτηρήσεις ή υποχρεωτικούς εμβολιασμούς.
Αναφερόμενη στην πρόταση Κέννεντυ και τις αρχές της ατζέντας MAHA, η Πολ εκτίμησε ότι πράγματι υπάρχει περιθώριο για αναμόρφωση του συστήματος παγκόσμιας υγείας, αλλά τάχθηκε υπέρ της μεταρρύθμισης του υφιστάμενου πλαισίου, σε αντίθεση με τον Μπελ, που στηρίζει τη δημιουργία εναλλακτικού μηχανισμού.

Ο Ντραμέ, από την πλευρά του, εξέφρασε την άποψη ότι η αποχώρηση των ΗΠΑ θα μπορούσε να αποτελέσει ευκαιρία για τις αφρικανικές χώρες να αυξήσουν τη χρηματοδότηση των εθνικών συστημάτων υγείας, να ενισχύσουν τη διπλωματία τους και να προσελκύσουν επενδύσεις.
Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «καλωσορίζουμε τη συμβολή του Μπιλ Γκέιτς, αλλά έχουμε και δικούς μας Γκέιτς στην Αφρική», αναφερόμενος στους Αφρικανούς δισεκατομμυριούχους.
Υπενθύμισε ότι οι Αφρικανοί που ζουν εκτός ηπείρου στέλνουν ετησίως 95 δισ. δολάρια σε εμβάσματα προς τις πατρίδες τους, σημειώνοντας ότι μόλις το 1–2% αυτού του ποσού θα μπορούσε να επιφέρει τεράστιες αλλαγές στα συστήματα υγείας της περιοχής.
Αναφερόμενος στο παρελθόν, υπενθύμισε πως το Κοινό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για τον HIV (UNAIDS) δημιουργήθηκε το 1996, αφότου ο ΠΟΥ καθυστέρησε να ανταποκριθεί στην τότε εξελισσόμενη κρίση.
Ο Ντραμέ κατέληξε λέγοντας πως «ο ΠΟΥ πρέπει να επαναξιολογήσει τη δομή και τον ρόλο του. Δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί όπως παλιά».