Ο Λευκός Οίκος δημοσίευσε στις 13 Νοεμβρίου δήλωση με τις λεπτομέρειες της συμφωνίας που συνήψαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Νότιος Κορέα στις συνόδους κορυφής του Αυγούστου και του Οκτωβρίου, σχετικά με τη συνεργασία τους στην κατασκευή εμπορικών και πολεμικών πλοίων, συμπεριλαμβανομένων πυρηνοκίνητων υποβρυχίων — ένα θέμα για το οποίο η Κίνα εξέφρασε ανησυχία.
Στο κοινό ενημερωτικό σημείωμα που εξέδωσε ο Λευκός Οίκος αναφέρεται πως οι Ηνωμένες Πολιτείες υποδέχθηκαν θετικά τη δέσμευση της Δημοκρατίας της Κορέας (ROK — η επίσημη ονομασία της Νότιας Κορέας) να συμβάλει στον εκσυγχρονισμό και τη διεύρυνση της δυναμικότητας της αμερικανικής ναυπηγικής βιομηχανίας, μεταξύ άλλων μέσω επενδύσεων σε αμερικανικά ναυπηγεία και στο αμερικανικό εργατικό δυναμικό.
Το έγγραφο συνέχιζε ότι οι δύο χώρες θα προχωρήσουν «σε περαιτέρω συνεργασία μέσω μιας ομάδας εργασίας για τη ναυπηγική βιομηχανία» και θα επιδιώξουν «την αύξηση του αριθμού των αμερικανικών εμπορικών πλοίων και των στρατιωτικών πλοίων σε πλήρη επιχειρησιακή ετοιμότητα το συντομότερο δυνατό, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής ναυπήγησης αμερικανικών πλοίων στη Νότια Κορέα».
Αναφέρεται επιπλέον επίσης ότι οι ΗΠΑ «έχουν δώσει έγκριση στη Δημοκρατία της Κορέας να κατασκευάσει πυρηνοκίνητα υποβρύχια κρούσης» και ότι θα συνεργαστούν στενά με τη Σεούλ για τις απαιτήσεις του προγράμματος ναυπήγησης, «συμπεριλαμβανομένων των επιλογών προμήθειας καυσίμων».
Κατά τη δεύτερη σύνοδο κορυφής τους, που πραγματοποιήθηκε στις 29 Οκτωβρίου στην πόλη Γκιονγκτζού, ο Νοτιοκορεάτης πρόεδρος Λι Τζε-μγιονγκ ζήτησε από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ τη συνδρομή των ΗΠΑ για να ναυπηγήσουν οι νοτιοκορεατικές δυνάμεις πυρηνοκίνητα υποβρύχια, τα οποία όπως υπογράμμισε θα βοηθήσουν τη Νότιο Κορέα να «παρακολουθεί κινεζικά και βορειοκορεατικά υποβρύχια» και ταυτόχρονα θα ενισχύσουν την αμερικανική παρουσία στην περιοχή. Την επομένη της συνόδου, ο Τραμπ ανακοίνωσε μέσω της πλατφόρμας Truth Social ότι ενέκρινε τη ναυπήγηση πυρηνοκίνητων υποβρυχίων στη Φιλαδέλφεια.
Η νοτιοκορεατική ναυπηγική εταιρεία Hanwha Ocean είχε αγοράσει το Philly Shipyard το 2024 και, τον Αύγουστο, ο όμιλος Hanwha ανακοίνωσε επένδυση ύψους 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την αναβάθμιση των υποδομών του ναυπηγείου, με στόχο την αύξηση της παραγωγικής ικανότητάς του. Η ανακοίνωση έγινε την περίοδο που ο Λι επισκεπτόταν το ναυπηγείο, μετά από την πρώτη σύνοδο κορυφής με τον Τραμπ στην Ουάσιγκτον.
Το κοινό σημείωμα επιβεβαίωνε επίσης ότι ο Τραμπ και ο Λι ανανέωσαν μια δέσμευση της Νότιας Κορέας, η οποία είχε διατυπωθεί τον Ιούλιο, για επένδυση 150 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην αμερικανική ναυπηγική βιομηχανία — μια πρωτοβουλία που η Σεούλ χαρακτηρίζει «Make American Shipbuilding Great Again» (MASGA) («Να ξανακάνουμε τη ναυπηγική βιομηχανία των ΗΠΑ μεγάλη»).
Ποιον στοχεύουν τα υποβρύχια
Ο Μπρους Κλίνγκνερ (Bruce Klinger), ανώτερος συνεργάτης του Mansfield Foundation, εξήγησε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι τα πυρηνοκίνητα υποβρύχια της Νότιας Κορέας θα παρακολουθούν πρωτίστως την Κίνα και όχι τη Βόρεια Κορέα.
Σύμφωνα με την ανάλυσή του, η Νότιος Κορέα «δεν χρειάζεται πυρηνοκίνητα υποβρύχια» για να αντιμετωπίσει τις ναυτικές ή υποβρύχιες δυνατότητες της Βορείου Κορέας. Αντίθετα, τόνισε ότι το πλεονέκτημά τους έγκειται στις αποστολές μεγάλης εμβέλειας, «μακριά από την Κορεατική Χερσόνησο», γεγονός που τα καθιστά ιδιαίτερα χρήσιμα για «περιφερειακά ενδεχόμενα, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης κινεζικών υποβρυχίων».
Ο Κλίνγκνερ αξιολόγησε επίσης ότι η απόφαση του Τραμπ ήταν «απρόσμενη», καθώς αντιστρέφει χρόνια αμερικανικής διστακτικότητας σχετικά με την έγκριση πυρηνοκίνητων υποβρυχίων στη Νότια Κορέα και την επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας για την ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας. Υπέθεσε ότι η απόφαση ενδέχεται να οφείλεται στο ότι ο Τραμπ φαίνεται να έχει αναπτύξει θετικό κλίμα με τον Λι κατά τις δύο συναντήσεις τους, με αποτέλεσμα να αποδεχθεί το αίτημα του Λι.
Το κοινό ενημερωτικό σημείωμα ανέφερε ότι, «σε συνάρτηση με τη διμερή συμφωνία 123 και υπό την προϋπόθεση ότι θα τηρηθούν οι νομικές απαιτήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, η Ουάσιγκτον στηρίζει τη διαδικασία που θα οδηγήσει τη Δημοκρατία της Κορέας στον πολιτικό εμπλουτισμό ουρανίου και την επανεπεξεργασία χρησιμοποιημένου καυσίμου για ειρηνικές χρήσεις».
Οι Συμφωνίες Ειρηνικής Πυρηνικής Συνεργασίας, γνωστές ως «συμφωνία 123», οι οποίες προβλέπονται από το Άρθρο 123 του Νόμου περί Ατομικής Ενέργειας του 1954, καθιέρωσαν ένα πλαίσιο που επιτρέπει την ειρηνική πυρηνική συνεργασία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων χωρών.
Τα πυρηνοκίνητα υποβρύχια χρησιμοποιούν ως καύσιμο εμπλουτισμένο ουράνιο, γεγονός που τους επιτρέπει να επιχειρούν έως και 30 χρόνια χωρίς ανεφοδιασμό.
Ανησυχίες για τη διαρροή τεχνολογίας
Ο Γκόρντον Τσανγκ (Gordon Chang), ανώτερος συνεργάτης του Gatestone Institute, δήλωσε στην Epoch Times ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να είναι προσεκτικές στη διαμοίραση τόσο ευαίσθητης τεχνολογίας με την κυβέρνηση του Λι.
Ο Τσανγκ υποστήριξε ότι ο Λι διατηρεί «φιλοκινεζική, φιλοβορειοκορεατική και αντιαμερικανική» στάση και προειδοποίησε ότι η Ουάσιγκτον «δεν πρέπει να μοιραστεί τίποτα ευαίσθητο μαζί του», καθώς «οτιδήποτε έχει θα μπορούσε να μεταφερθεί στους εχθρούς των ΗΠΑ».
Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Λι τον είχαν επικρίνει όταν, τον Μάρτιο του 2024, πριν εκλεγεί πρόεδρος, εμφανίστηκε με αυτό που οι επικριτές του χαρακτήρισαν «δουλοπρεπή στάση» προς την Κίνα κατά τη συνάντησή του με τον τότε Κινέζο πρέσβη στη Σεούλ, Σινγκ Χάιμινγκ. Επικρίθηκε εκ νέου τον Μάιο, όταν υποβάθμισε το ζήτημα της Ταϊβάν, λέγοντας πως «δεν υπάρχει λόγος να αναμιγνύεται κανείς στα θέματα της Κίνας» και πως θα αρκούσε να πει κανείς ένα «xiexie» —δηλαδή «ευχαριστώ» στα κινεζικά— τόσο στην Κίνα όσο και στην Ταϊβάν.
Σε συνέντευξη Τύπου που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη στην κινεζική πρεσβεία στη Σεούλ, ο Κινέζος πρέσβης Ντάι Μπινγκ εξέφρασε ανησυχία για το σχέδιο ΗΠΑ-Νότιας Κορέας.
Τόνισε ότι το Πεκίνο ελπίζει πως η Νότιος Κορέα «θα χειριστεί το ζήτημα με προσοχή, λαμβάνοντας υπόψη τις ανησυχίες πολλών χωρών». Υπογράμμισε επίσης πως η συνεργασία για πυρηνοκίνητα υποβρύχια «υπερβαίνει τις εμπορικές διαστάσεις και συνδέεται άμεσα με το διεθνές καθεστώς ‘μη διάδοσης’ και την περιφερειακή ειρήνη και σταθερότητα».
Η αυξανόμενη ναυτική ισχύς της Κίνας
Οι συζητήσεις Ουάσιγκτον-Σεούλ έγιναν εν μέσω αυξανόμενης ανησυχίας για τον ραγδαία ενισχυμένο κινεζικό στόλο.
Η ετήσια έκθεση του Πενταγώνου για τον κινεζικό στρατό το 2024 ανέφερε ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας διαθέτει «τον μεγαλύτερο ναυτικό στόλο στον κόσμο», με πάνω από 370 πλοία και υποβρύχια, συμπεριλαμβανομένων περισσότερων από 140 μεγάλων πολεμικών σκαφών. Η έκθεση προβλέπει ότι ο αριθμός αυτός θα αυξηθεί σε 395 το 2025 και 435 το 2030.
Η Κίνα έχει επικρίνει ανοιχτά τη συνεργασία μεταξύ ΗΠΑ και Νότιας Κορέας. Τον Ιούλιο, η κρατική εφημερίδα Global Times δημοσίευσε άρθρο όπου προειδοποιούσε ότι η συνεργασία με τις ΗΠΑ θα μπορούσε να οδηγήσει σε «επισφαλή κατάσταση» και να καταστήσει τη Νότια Κορέα «όλο και πιο εξαρτημένη ή ακόμη και υποδεέστερη των αμερικανικών συμφερόντων». Τον Αύγουστο, νέο άρθρο της ίδιας εφημερίδας υποστήριζε ότι οι επενδύσεις στη ναυπηγική βιομηχανία των ΗΠΑ «ενδέχεται να μην αποδειχθούν προσοδοφόρες» για τη Σεούλ.
Τον Οκτώβριο, η Κίνα επέβαλε κυρώσεις σε πέντε αμερικανικές θυγατρικές της Hanwha Ocean, απαγορεύοντας σε κινεζικές οντότητες και ιδιώτες να συναλλάσσονται με αυτές. Τη Δευτέρα, το Πεκίνο ανέστειλε τις κυρώσεις για έναν χρόνο, με το κινεζικό υπουργείο Εμπορίου να εξηγεί ότι η άρση έγινε ως απάντηση στην αμερικανική απόφαση για αναστολή των λιμενικών τελών που επιβάλλονταν σε κινεζικά πλοία.
Η ανακοίνωση αυτή ήρθε μετά τη συνάντηση του Τραμπ με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ στις 30 Οκτωβρίου στην πόλη Μπουσάν της Νότιας Κορέας, όπου συμφώνησαν να αναστείλουν για έναν χρόνο τα αμοιβαία τιμωρητικά εμπορικά μέτρα.
Σύμφωνα με το κοινό σημείωμα, ο Τραμπ και ο Λι επιβεβαίωσαν επίσης τις προσπάθειές τους «για τη διασφάλιση της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας και των πτήσεων καθώς και άλλων νόμιμων χρήσεων της θάλασσας» στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού.
Τόνισαν «τη σημασία της διατήρησης της ειρήνης και της σταθερότητας στα στενά της Ταϊβάν» και ενθάρρυναν «την ειρηνική επίλυση των ζητημάτων μεταξύ των δύο πλευρών» και «την αντίθεση σε μονομερείς αλλαγές του status quo».
Ο Ντάι δήλωσε στη συνέντευξη Τύπου ότι το Πεκίνο ελπίζει πως «η συμμαχία ΗΠΑ-Νοτίου Κορέας δεν θα προκαλέσει ανάφλεξη στο ζήτημα της Ταϊβάν».
Της Christy Lee








