Ο υπουργός Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Σκοτ Μπέσσεντ, δήλωσε ότι η Ουάσιγκτον αναμένει από την Ιαπωνία να σταματήσει τις εισαγωγές ρωσικής ενέργειας, επικαλούμενος εν εξελίξει συνομιλίες μεταξύ των δύο κυβερνήσεων.
Ο Μπέσσεντ συναντήθηκε με τον Ιάπωνα υπουργό Οικονομικών, Κατσουνόμπου Κάτο, στις 15 Οκτωβρίου, στο πλαίσιο της ετήσιας συνόδου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα X, ο Μπέσσεντ ανέφερε ότι οι δύο αξιωματούχοι συζήτησαν βασικά ζητήματα των αμερικανοϊαπωνικών οικονομικών σχέσεων, συμπεριλαμβανομένης της στάσης της κυβέρνησης Τραμπ απέναντι στη ρωσική ενέργεια.
«Ο υπουργός Κάτο κι εγώ συζητήσαμε σημαντικά θέματα που αφορούν τη σχέση ΗΠΑ-Ιαπωνίας και την προσδοκία της κυβέρνησης ότι η Ιαπωνία θα σταματήσει να εισάγει ρωσική ενέργεια», δήλωσε ο Μπέσσεντ.
Ο Κάτο απάντησε ότι η Ιαπωνία θα κάνει ό,τι μπορεί, δείχνοντας διάθεση ευελιξίας αλλά χωρίς να δεσμευτεί ρητά.
«Η Ιαπωνία θα κάνει ό,τι μπορεί, με βάση την αρχή του συντονισμού με τις χώρες των G7, ώστε να επιτευχθεί ειρήνη στην Ουκρανία με δίκαιο τρόπο», είπε ο Κάτο.
Για πρώτη φορά από τις αρχές του 2023, η Ιαπωνία εισήγαγε τον Ιούνιο 600.000 βαρέλια αργού πετρελαίου Sakhalin Blend από τη Ρωσία.
Το Sakhalin Blend – ένα μείγμα αργού πετρελαίου και συμπυκνωμένου φυσικού αερίου, παραπροϊόν της παραγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) – έχει τεθεί υπό κυρώσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών είχε χορηγήσει προσωρινή εξαίρεση, επιτρέποντας στην Ιαπωνία, η οποία υπήρξε σημαντικός πελάτης της Ρωσίας, να εισάγει το αργό, ώστε να διασφαλίσει τη σταθερότητα της εθνικής ενεργειακής της τροφοδοσίας.
Η Ιαπωνία είναι ένας από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς ενέργειας παγκοσμίως. Πέρυσι, το Τόκυο εισήγαγε ρωσικά ορυκτά καύσιμα αξίας περίπου 3,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων, συμπεριλαμβανομένων άνθρακα, LNG και διυλισμένων προϊόντων.
Για να ενταθεί η οικονομική πίεση στη Μόσχα, οι G7 συμφώνησαν αυτό τον μήνα να ενισχύσουν τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, λαμβάνοντας μέτρα εναντίον χωρών που εξακολουθούν να εισάγουν ρωσικό πετρέλαιο παρακάμπτοντας τους εμπορικούς περιορισμούς.
Η ρωσική οικονομία βρίσκεται υπό τεράστια πίεση φέτος, με αξιωματούχους να φοβούνται το ενδεχόμενο στασιμοπληθωρισμού – συνδυασμό υψηλού πληθωρισμού, ασθενούς ανάπτυξης και αυξανόμενης ανεργίας. Αυτό οφείλεται εν μέρει στη μείωση των εσόδων από τις εξαγωγές ενέργειας και στις επιθέσεις που δέχονται κρίσιμες υποδομές της.
Οι τιμές του αργού πετρελαίου έχουν πέσει κατά 18% φέτος, με το αμερικανικό σημείο αναφοράς να υποχωρεί κάτω από τα 59 δολάρια το βαρέλι στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης (NYMEX).
Ινδία, Κίνα και Τουρκία
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πιέζουν όλο και περισσότερες χώρες να περιορίσουν ή να σταματήσουν τις αγορές ρωσικής ενέργειας, με στόχο την ελαχιστοποίηση των εσόδων του Κρεμλίνου και τη συνεπακόλουθη αδυναμία συντήρησης του πολέμου στην Ουκρανία.
Στις 15 Οκτωβρίου, ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε σε δημοσιογράφους ότι η Ινδία δεν θα αγοράζει πλέον ρωσικό πετρέλαιο.
«Δεν ήμουν καθόλου ευχαριστημένος που η Ινδία αγόραζε πετρέλαιο, και ο [πρωθυπουργός της Ινδίας] Ναρέντρα Μόντι με διαβεβαίωσε σήμερα ότι δεν θα αγοράζουν πλέον πετρέλαιο από τη Ρωσία», είπε ο Τραμπ. «Είναι ένα μεγάλο βήμα».
Ο Αμερικανός πρόεδρος προσέθεσε ότι αυτή θα είναι μία σταδιακή διαδικασία, η οποία όμως δεν θα αργήσει να ολοκληρωθεί. «Ο Μόντι είναι σπουδαίος άνθρωπος· αγαπά τον Τραμπ», συμπλήρωσε.
Ο Τραμπ επέβαλε σημαντικούς δασμούς στην Ινδία το περασμένο καλοκαίρι – αρχικά 25% στις εισαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, λόγω αποτυχίας συμφωνίας, και στη συνέχεια, επιπλέον 25% επειδή η Ινδία συνέχιζε να αγοράζει ρωσικό αργό.
Ωστόσο, ο μεγαλύτερος πελάτης της Ρωσίας παραμένει η Κίνα, που αγοράζει περίπου 2 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως. Ανώτεροι αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης έχουν καλέσει το Πεκίνο να σταματήσει τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου, υποστηρίζοντας ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο συμβάλλουν στη χρηματοδότηση του πολέμου.
«Η Κίνα αγοράζει το 66% της ρωσικής ενέργειας. Αγοράζει το 90% της ιρανικής. Ποιος λοιπόν τροφοδοτεί τη ρωσική πολεμική μηχανή;» παρατήρησε ο Μπέσσεντ σε συνέντευξη Τύπου στις 15 Οκτωβρίου.
Συνεχίζοντας, αποκάλυψε ότι 85 γερουσιαστές είναι έτοιμοι να δώσουν στον Τραμπ την εξουσία να επιβάλει δασμούς έως και 500% στην Κίνα για τις αγορές ρωσικού πετρελαίου.
Η Τουρκία, επίσης σημαντικός πελάτης ρωσικού πετρελαίου, έχει δεχθεί παρόμοιες πιέσεις από τον Λευκό Οίκο.
Κατά τη συνάντησή του με τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο Οβάλ Γραφείο τον περασμένο μήνα, ο Τραμπ τον κάλεσε να σταματήσει τις ενεργειακές εισαγωγές από τη Μόσχα.
«Αν το έκανε, θα ήταν το καλύτερο πράγμα», δήλωσε ο Τραμπ στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε τη συνάντησή τους.
Με τη συμβολή της Emel Akan και πληροφορίες από το Reuters