Καθώς η ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Καναδά ενέκρινε το 2017 την πώληση δύο καναδικών εταιρειών που δραστηριοποιούνταν σε ευαίσθητους τομείς – όπως η δορυφορική τεχνολογία και τα λέιζερ – σε κινεζικές επιχειρήσεις, Αμερικανοί νομοθέτες προέτρεπαν την Οττάβα να επιδείξει μεγαλύτερη επαγρύπνηση όσον αφορά θέματα εθνικής ασφάλειας που αφορούν το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας.
Το 2019, ενώ οι περισσότερες χώρες της συμμαχίας πληροφοριών Five Eyes είχαν αποκλείσει τη Huawei από τα δίκτυα 5G, ο Καναδάς επέμενε ότι δεν υπήρχε λόγος να προβεί σε αντίστοιχο μέτρο. Τότε, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο είχε προειδοποιήσει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδέχεται να διακόψουν την ανταλλαγή πληροφοριών με όποιον εταίρο διατηρούσε τη Huawei στις κρίσιμες υποδομές του.
Ο Καναδάς τελικά προχώρησε στην απαγόρευση του εξοπλισμού της Huawei το 2022, εναρμονιζόμενος με τους συμμάχους του. Τα τελευταία χρόνια, υπό το φως της ολοένα και πιο επιθετικής στάσης του Πεκίνου στη διεθνή σκηνή και εν μέσω πολλαπλών καταγγελιών για κινεζικές παρεμβάσεις στη Δύση, η Οττάβα έχει εντείνει τις προσπάθειες περιορισμού της δραστηριότητας κινεζικών επιχειρήσεων εντός της χώρας.
Έκθεση της Βουλής των Κοινοτήτων του 2021 αναφέρει ότι οι κίνδυνοι για την εθνική ασφάλεια που σχετίζονται με ξένες επενδύσεις στον Καναδά σχετίζονται συχνά με την Κίνα. Η έκθεση επικαλείται μαρτυρία του Τσαρλς Μπέρτον, ανώτερου ερευνητή του Ινστιτούτου Macdonald-Laurier, ο οποίος υποστήριξε ότι οι κινεζικές εταιρείες λειτουργούν συχνά σε συντονισμό με τον στρατό και τις υπηρεσίες πληροφοριών του κινεζικού καθεστώτος, εξυπηρετώντας τους στρατηγικούς του στόχους.
Ο ίδιος επισήμανε ότι, βάσει του καναδικού νόμου περί επενδύσεων (Investment Canada Act), όλες οι κινεζικές επιχειρήσεις πληρούν τον ορισμό των κρατικά ελεγχόμενων εταιρειών, λόγω των στενών τους δεσμών με το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Οι προσπάθειες του Καναδά για την προστασία της εθνικής ασφάλειας έχουν επεκταθεί και στον τομέα της εκπαίδευσης. Τον Φεβρουάριο του 2023, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση διέκοψε τη χρηματοδότηση ερευνητικών έργων στα οποία συμμετείχε οποιοσδήποτε επιστήμονας συνδεόταν με πανεπιστήμιο, ινστιτούτο ή εργαστήριο που έχει σχέσεις με στρατιωτικές ή κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας ξένων δυνάμεων που θεωρούνται απειλή για την καναδική ασφάλεια.
Η απόφαση αυτή ελήφθη μετά από αναφορές σύμφωνα με τα οποίες ερευνητές από περίπου 50 καναδικά πανεπιστήμια είχαν συνεργαστεί με ένα από τα κυριότερα στρατιωτικά ιδρύματα της Κίνας, σε τομείς όπως η κβαντική κρυπτογραφία, η φωτονική και η διαστημική επιστήμη.
Ακολουθεί επισκόπηση μερικών από τις κινεζικές εταιρείες που έχουν τεθεί υπό περιορισμούς ή αυστηρό έλεγχο στον Καναδά:
Hikvision
Η πρόσφατη απόφαση της Οττάβα να απαγορεύσει τη δραστηριότητα της κινεζικής εταιρείας κατασκευής καμερών παρακολούθησης Hikvision, επικαλούμενη λόγους εθνικής ασφάλειας, αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής της καναδικής κυβέρνησης για την προστασία από απειλές που σχετίζονται με επιχειρήσεις που έχουν δεσμούς με το κινεζικό καθεστώς.
Η Hikvision έχει ήδη αντιμετωπίσει κυρώσεις σε ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο και Αυστραλία, λόγω ανησυχιών για ιδιωτικότητα και ασφάλεια εξαιτίας των σχέσεών της με το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας.

Η Καναδή υπουργός Βιομηχανίας, Μελανί Ζολί, δήλωσε στις 27 Ιουνίου ότι η απόφαση βασίστηκε σε αξιολόγηση εθνικής ασφάλειας, σύμφωνα με την οποία η συνέχιση της παρουσίας της Hikvision στον Καναδά θα έβλαπτε τα εθνικά συμφέροντα. Η εταιρεία, από την πλευρά της, χαρακτήρισε τους ισχυρισμούς αβάσιμους, υποστηρίζοντας ότι τα προϊόντα της συμμορφώνονται με τους καναδικούς νόμους και ότι η απαγόρευση αντανακλά μια αδικαιολόγητη προκατάληψη κατά των κινεζικών επιχειρήσεων. Έχει προσφύγει στη Δικαιοσύνη, ζητώντας ακύρωση της απόφασης.
Η Hikvision ανήκει εν μέρει στο κινεζικό κράτος. Το 2020, το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας την κατέταξε στις εταιρείες με δεσμούς με τον στρατό της Κίνας, κατηγορία την οποία η εταιρεία αρνείται. Το 2022, η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών των ΗΠΑ απαγόρευσε τη χορήγηση αδειών εισαγωγής και πώλησης εξοπλισμού της Hikvision και άλλων κινεζικών εταιρειών, αναφέροντας ως αιτία τον «απαράδεκτο κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια».
Το Ηνωμένο Βασίλειο, το ίδιο έτος, απαγόρευσε στις κυβερνητικές του υπηρεσίες την αγορά νέων κινεζικών καμερών CCTV, μεταξύ των οποίων και της Hikvision, ενώ η Αυστραλία προχώρησε το 2023 στην αφαίρεση παρόμοιου εξοπλισμού από κυβερνητικά κτήρια.
Η Hikvision έχει δεχθεί έντονη διεθνή κριτική για φερόμενη εμπλοκή σε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην κινεζική επαρχία Σιντζιάνγκ, καθώς φέρεται να προμήθευσε εξοπλισμό επιτήρησης για την καταστολή των Ουιγούρων μουσουλμάνων. Οι σχετικές ανησυχίες οδήγησαν το αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου στην ένταξη της εταιρείας σε μαύρη λίστα το 2019.
TikTok
Σε μια κίνηση παρόμοια με εκείνη κατά της Hikvision, η καναδική κυβέρνηση διέταξε τον Νοέμβριο του 2024 το κλείσιμο των γραφείων της κινεζικής εφαρμογής κοινωνικής δικτύωσης TikTok στον Καναδά. Ο τότε υπουργός Βιομηχανίας Φρανσουά-Φιλίπ Σαμπάνι δήλωσε ότι η απόφαση ήταν αποτέλεσμα πολυεπίπεδης αξιολόγησης εθνικής ασφάλειας, η οποία βασίστηκε σε στοιχεία που συνέλεξαν οι καναδικές υπηρεσίες πληροφοριών και άλλοι κυβερνητικοί φορείς.
Η TikTok έχει προσφύγει δικαστικά κατά της απόφασης.

Ήδη από το 2023, η κυβέρνηση είχε απαγορεύσει την εφαρμογή από τις κυβερνητικές συσκευές, επικαλούμενη «απαράδεκτο επίπεδο κινδύνου» για την ιδιωτικότητα και την ασφάλεια. Όπως είχε σημειωθεί, η εφαρμογή είχε τη δυνατότητα να αποκτά σημαντική πρόσβαση στα δεδομένα των συσκευών.
Ο υπουργός διευκρίνισε ότι η κυβέρνηση δεν σχεδιάζει γενική απαγόρευση της εφαρμογής για το ευρύ κοινό, σημειώνοντας πως εναπόκειται στους πολίτες να αποφασίσουν αν θα τη χρησιμοποιούν. Παρ’ όλα αυτά, προέτρεψε το κοινό να είναι προσεκτικό ως προς τον τρόπο με τον οποίο τα προσωπικά τους δεδομένα ενδέχεται να χρησιμοποιούνται ή να διαμοιράζονται από ξένες δυνάμεις.
Ο πρώην διευθυντής του FBI, Κρίστοφερ Ρέι, είχε εκφράσει από το 2022 σοβαρές ανησυχίες για θέματα εθνικής ασφάλειας που σχετίζονται με την TikTok, επισημαίνοντας ότι το Πεκίνο ενδέχεται να χρησιμοποιεί την εφαρμογή για έλεγχο συλλογής δεδομένων, για επιρροή μέσω αλγορίθμων ή ακόμη και για τεχνική υπονόμευση προσωπικών συσκευών.
Huawei και ZTE
Τον Μάιο του 2022, ο Καναδάς ανακοίνωσε την απαγόρευση των κινεζικών τηλεπικοινωνιακών εταιρειών Huawei και ZTE από την υποδομή 5G της χώρας, εκφράζοντας σοβαρές ανησυχίες ότι οι εταιρείες ενδέχεται να συμμορφώνονται με εντολές ξένων κυβερνήσεων εις βάρος των καναδικών συμφερόντων.
Ο τότε υπουργός Δημόσιας Ασφάλειας Μάρκο Μεντιτσίνο είχε επισημάνει την ανάγκη για ενίσχυση των αμυντικών μηχανισμών της χώρας έναντι «εχθρικών παραγόντων» που εκμεταλλεύονται τα κενά ασφαλείας.

Η Huawei έχει κατηγορηθεί για παράνομη συλλογή δεδομένων, βιομηχανική κατασκοπεία και στενές σχέσεις με το κινεζικό καθεστώς. Έκθεση του 2021 από ερευνητικό ινστιτούτο του γαλλικού υπουργείου Άμυνας περιέγραφε την εταιρεία ως βασικό εργαλείο των επιχειρήσεων επιρροής του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Δύση.
Ο ιδρυτής της Huawei, Ρεν Ζενγκφέι, πρώην μέλος του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, έχει απορρίψει κατηγορίες κατασκοπείας, υποστηρίζοντας ότι οι πολιτικές του απόψεις δεν επηρεάζουν τη δραστηριότητα της εταιρείας.
Καταλυτική για τις σινοκαναδικές σχέσεις υπήρξε η σύλληψη της οικονομικής διευθύντριας της Huawei και κόρης του ιδρυτή, Μενγκ Γουαντζού, στο Βανκούβερ τον Δεκέμβριο του 2018, βάσει εντάλματος έκδοσης των ΗΠΑ για τραπεζική απάτη και άλλες κατηγορίες. Ακολούθησε η σύλληψη των Καναδών πολιτών Μάικλ Σπέιβορ και Μάικλ Κόβριγκ στην Κίνα, σε μια κίνηση που θεωρήθηκε ευρέως ως αντίποινα. Οι δύο Καναδοί απελευθερώθηκαν το 2021, λίγο μετά την άρση του κατ’ οίκον περιορισμού της Μενγκ στον Καναδά.
Διάλυση δύο τεχνολογικών εταιρειών
Το 2023, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση διέταξε τη διακοπή της λειτουργίας δύο τεχνολογικών εταιρειών με έδρα τη Βρετανική Κολομβία, επικαλούμενη λόγους εθνικής ασφάλειας. Μία εξ αυτών, η Bluvec Technologies Inc., κρίθηκε από δικαστήριο της επαρχίας ότι είχε προμηθεύσει τεχνολογία που είχε κλαπεί, σε εταιρεία με έδρα την Κίνα.
Ο τότε υπουργός Βιομηχανίας Φρανσουά-Φιλίπ Σαμπάνι δήλωσε ότι η απόφαση διάλυσης βασίστηκε σε «πολυεπίπεδη διαδικασία αξιολόγησης εθνικής ασφάλειας», χωρίς ωστόσο να δώσει λεπτομέρειες για το πώς ακριβώς οι δύο εταιρείες συνιστούσαν απειλή. Τόνισε πως οι αποφάσεις της κυβέρνησης βασίζονται σε δεδομένα, αποδεικτικά στοιχεία και στις εισηγήσεις της κοινότητας πληροφοριών και άλλων κυβερνητικών εταίρων.

Ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Bluvec Technologies, Τζουνφένγκ (Τζακ) Τζια, είχε εργαστεί στη βιομηχανία ερευνών ασφάλειας και ανάπτυξης λογισμικού στην Κίνα προτού μετακομίσει στο Βανκούβερ πριν από περισσότερα από δέκα χρόνια, σύμφωνα με το προφίλ του στο LinkedIn. Ίδρυσε την Bluvec το 2018.
Ο Τζια είχε αποφοιτήσει από το Εθνικό Πανεπιστήμιο Τεχνολογίας Άμυνας της Κίνας, ένα από τα κορυφαία στρατιωτικά ακαδημαϊκά ιδρύματα της χώρας, το οποίο υπάγεται στην Κεντρική Στρατιωτική Επιτροπή του Πεκίνου, σύμφωνα με το Australian Strategic Policy Institute (Αυστραλιανό Ινστιτούτο Στρατηγικής Πολιτικής).
Το 2023, το Ανώτατο Δικαστήριο της Βρετανικής Κολομβίας έκρινε ότι η Bluvec είχε αποκτήσει πηγαίο κώδικα για αντι-drone τεχνολογία από την ανταγωνίστρια εταιρεία Skycope Technologies Inc., επίσης με έδρα την επαρχία, και τον είχε ενσωματώσει στο δικό της σύστημα κατευθυνόμενης εντοπιστικής τεχνολογίας, το οποίο εν συνεχεία πώλησε στην κινεζική Lizheng Technology Co. Inc. Η Bluvec, ο Jia και ακόμη ένας κατηγορούμενος καταδικάστηκαν να καταβάλουν αποζημίωση ύψους 800.000 δολαρίων Καναδά για κακή χρήση εμπιστευτικών επιχειρηματικών πληροφοριών της Skycope.
Η δεύτερη εταιρεία που διατάχθηκε να διακόψει τη λειτουργία της ήταν η Pegauni Technology Inc., μια εταιρεία παροχής υπηρεσιών πληροφορικής, για την οποία υπάρχουν ελάχιστες δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες. Ο ιστότοπός της είναι ανενεργός. Όπως και η Bluvec, ιδρύθηκε το 2018 και είχε έδρα στο Μπέρναμπι, προάστιο του Βανκούβερ. Σύμφωνα με αρχεία του εταιρικού μητρώου της επαρχίας, ο Τζουνφένγκ Τζια φέρεται να είναι και διευθύνων σύμβουλος και μοναδικός διευθυντής της Pegauni.
Αναγκαστικές αποεπενδύσεις από τον τομέα των κρίσιμων ορυκτών
Έπειτα από άλλη μία αξιολόγηση εθνικής ασφάλειας, αυτή τη φορά στον τομέα των ξένων επενδύσεων στις καναδικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στα κρίσιμα ορυκτά, η Οττάβα διέταξε το 2022 τρεις κινεζικές εταιρείες να αποεπενδύσουν από σχετικές επιχειρήσεις.
Η απόφαση ακολούθησε κυβερνητική ανακοίνωση της ίδιας χρονιάς ότι θα περιοριστεί η συμμετοχή κρατικών επιχειρήσεων ξένων χωρών στον στρατηγικό αυτό τομέα. Ο τότε υπουργός Βιομηχανίας υποστήριξε ότι, παρότι ο Καναδάς παραμένει ανοιχτός σε άμεσες ξένες επενδύσεις, θα προχωρά σε αποφασιστικές ενέργειες όταν διαπιστώνει απειλές για την εθνική ασφάλεια και για τις εφοδιαστικές αλυσίδες κρίσιμων ορυκτών εντός και εκτός της χώρας.
Διευκρίνισε ότι όλες οι ξένες επενδύσεις υπόκεινται σε ελέγχους βάσει του νόμου περί επενδύσεων, και ότι όσες αφορούν κρίσιμα ορυκτά — όπως το λίθιο — εξετάζονται με αυξημένη αυστηρότητα.

Η απόφαση ελήφθη σε μια περίοδο κατά την οποία η Κίνα επιδιώκει κυρίαρχη θέση στον τομέα των στρατηγικών μετάλλων και ορυκτών, απαραίτητων για την κατασκευή εξαρτημάτων που χρησιμοποιούνται σε προϊόντα όπως ανεμογεννήτριες, ηλεκτρικά οχήματα, φορητοί υπολογιστές, φωτοβολταϊκά και επαναφορτιζόμενες μπαταρίες.
Ήδη από το 2020, ο Καναδάς είχε μπλοκάρει την εξαγορά χρυσωρυχείου στο Νούναβουτ από κρατική κινεζική εταιρεία, επικαλούμενος και τότε λόγους εθνικής ασφάλειας. Η Shandong Gold Mining Co. Ltd. δεν κατάφερε να εξαγοράσει την TMAC Resources Inc., η οποία τελικώς αγοράστηκε από καναδική εταιρεία εξόρυξης χρυσού.
Στο πλαίσιο της εντολής του 2022, η Οττάβα απαίτησε:
-
Από τη Sinomine (Hong Kong) Rare Metals Resources να αποεπενδύσει από την καναδική Power Metals Corp, η οποία δραστηριοποιείται σε έργα εξόρυξης και ανάπτυξης λιθίου, καισίου και τανταλίου.
-
Από τη Chengze Lithium International Ltd. να αποχωρήσει από τη Lithium Chile Inc., με έδρα το Κάλγκαρι, που έχει δραστηριότητες σε Χιλή και Αργεντινή.
-
Από τη Zangge Mining Investment να αποεπενδύσει από την Ultra Lithium Inc., εταιρεία με έδρα το Βανκούβερ και έργα σε Καναδά, Αργεντινή και Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο υπουργός ανέφερε ότι η απόφαση βασίστηκε σε αποδεικτικά στοιχεία και στις εισηγήσεις ειδικών του τομέα των κρίσιμων ορυκτών, των υπηρεσιών ασφαλείας και άλλων κυβερνητικών εταίρων. Επισήμανε επίσης ότι η κυβέρνηση θα συνεργαστεί με τις καναδικές επιχειρήσεις προκειμένου να προσελκύσει επενδύσεις από χώρες που “μοιράζονται τα συμφέροντα και τις αξίες μας”.
Η διασφάλιση πρόσβασης στα κρίσιμα ορυκτά αποτέλεσε βασική προτεραιότητα και στη φετινή Σύνοδο των G7 που φιλοξενήθηκε στον Καναδά, όπου οι ηγέτες ανακοίνωσαν σχέδιο δράσης για την προστασία των εφοδιαστικών αλυσίδων και την αντιμετώπιση πρακτικών που χαρακτηρίστηκαν «μη αγοραίες».
Ανησυχίες σε πολλαπλούς τομείς
Τα κρίσιμα ορυκτά δεν είναι ο μόνος τομέας όπου ο Καναδάς έχει εκφράσει ανησυχίες για την κινεζική επενδυτική διείσδυση.
Ήδη από το 2018, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είχε μπλοκάρει την πώληση της καναδικής κατασκευαστικής εταιρείας Aecon Group Inc. σε κινεζική κρατική κατασκευαστική, επικαλούμενη λόγους εθνικής ασφάλειας. Αν και δεν διευκρινίστηκαν οι λόγοι, η κυβέρνηση είχε δηλώσει ότι η απόφαση βασίστηκε σε πολυεπίπεδη διαδικασία αξιολόγησης και σε εισηγήσεις των αρμόδιων υπηρεσιών ασφαλείας.
Επιπλέον, πέρυσι ανακοινώθηκαν αυστηρότερες κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση ξένων επενδύσεων στον τομέα των διαδραστικών ψηφιακών μέσων. Η Οττάβα ανέφερε ότι τέτοιου είδους επενδύσεις ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν για διάδοση παραπληροφόρησης ή χειραγώγηση περιεχομένου από «εχθρικά κρατικά ή κρατικά επηρεαζόμενα σχήματα». Αν και η Κίνα δεν κατονομάστηκε, έγινε αναφορά σε «εχθρικά κράτη».
Η καναδική κυβέρνηση συνέστησε σε ξένους επενδυτές και σε καναδικές επιχειρήσεις του συγκεκριμένου τομέα να επανεξετάσουν τα επενδυτικά τους σχέδια για πιθανές διασυνδέσεις με οντότητες που ελέγχονται ή επηρεάζονται από τέτοια κράτη.
Οι προβληματισμοί για την εμπλοκή κινεζικών κρατικών επιχειρήσεων στην καναδική οικονομία επανήλθαν στο προσκήνιο τον Ιούνιο του 2024, όταν η δημόσια εταιρεία ακτοπλοΐας BC Ferries ανακοίνωσε ότι ανέθεσε την κατασκευή τεσσάρων νέων πλοίων σε κινεζικό κρατικό ναυπηγείο.
Η εταιρεία ανέφερε ότι η επιλογή της China Merchants Industry Weihai Shipyard έγινε κατόπιν «αυστηρής παγκόσμιας διαδικασίας προμηθειών». Η απόφαση προκάλεσε αντιδράσεις από πολιτικούς σε ομοσπονδιακό και επαρχιακό επίπεδο, τόσο λόγω της απώλειας ευκαιριών για τη ναυπηγική βιομηχανία του Καναδά όσο και λόγω πιθανών κινδύνων για την εθνική ασφάλεια.
Η μητρική εταιρεία του κινεζικού ναυπηγείου, China Merchants Group Limited, είναι κρατική επιχείρηση «απευθείας διοικούμενη από την κεντρική κυβέρνηση», σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα της.

Η ομοσπονδιακή υπουργός Μεταφορών Κρίστια Φρίλαντ εξέφρασε ανησυχίες για την ανάθεση, επικαλούμενη κινδύνους που συνδέονται με την Κίνα, συμπεριλαμβανομένων απειλών στον κυβερνοχώρο. Σε επιστολή προς τον επαρχιακό της ομόλογο, ζήτησε πληροφορίες για τα μέτρα που θα λάβει η BC Ferries ώστε να μετριαστούν οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι.
Ο τοπικός συντηρητικός βουλευτής και επικριτής των μεταφορών στη Βρετανική Κολομβία, Χάρμαν Μπάνγκου, εξέφρασε επίσης ανησυχία για την ανάθεση σε εταιρεία με άμεσες διασυνδέσεις με το κινεζικό κομμουνιστικό καθεστώς. Σε δηλώσεις του στην εφημερίδα The Epoch Times, υποστήριξε ότι χρηματοδοτείται ένα κρατικό ναυπηγείο που συνδέεται με τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό της Κίνας και εξέφρασε φόβους για τον έλεγχο των δεδομένων που θα αποθηκεύονται στα ηλεκτρονικά συστήματα των πλοίων.