Λίγο μετά τη δημόσια δολοφονία του συντηρητικού σχολιαστή Τσάρλι Κερκ, οι αρχές αποκάλυψαν ότι ο φερόμενος ως δράστης άφησε πίσω του κάλυκες από σφαίρες, χαραγμένους με φράσεις όπως «Έι, φασίστα! Πιάσε!». Οι αστυνομικές αρχές ανέφεραν τον περασμένο μήνα ότι θεωρούν μεν πως ο 22χρονος ύποπτος ενήργησε μόνος του, αλλά διερευνούν το ενδεχόμενο να συμμετείχε και κάποιο άλλο άτομο στον σχεδιασμό της δολοφονίας.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, απέδωσε την ευθύνη για την υποκίνηση τέτοιων επιθέσεων κατά πολιτικών προσώπων, όπως του Κερκ, στη «ριζοσπαστική αριστερά». Στις 22 Σεπτεμβρίου, δώδεκα ημέρες μετά τη δολοφονία, ο Τραμπ υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα στο οποίο έγραφε ότι το εξτρεμιστικό κίνημα της άκρας αριστεράς γνωστό ως Αντίφα έχει συνδεθεί με «εκστρατεία βίας και τρομοκρατίας».
Ο Τραμπ χαρακτήρισε την Αντίφα «εγχώρια τρομοκρατική οργάνωση» και διέταξε τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες να εξαρθρώσουν «κάθε παράνομη δραστηριότητα» που συνδέεται με αυτήν και να διώξουν ποινικά τόσο τους δράστες όσο και τους χρηματοδότες τους. Σε σχετικό υπόμνημα, ο πρόεδρος επεσήμανε επίσης τη χρήση της «λεγόμενης ‘αντιφασιστικής’ ρητορικής» πάνω στα αχρησιμοποίητα φυσίγγια του φερόμενου δολοφόνου του Κερκ.
Οι εκτελεστικές ενέργειες του Τραμπ και οι συγκρούσεις της Αντίφα με την Υπηρεσία Μετανάστευσης και Τελωνείων (ICE) σε μεγάλες πόλεις προσελκύουν εκ νέου το δημόσιο ενδιαφέρον γύρω από ένα κίνημα που μέχρι πρότινος παρέμενε σχετικά άγνωστο και δύσκολο να οριστεί. Ο Τραμπ υποστήριξε ότι η Αντίφα στρατολογεί νέους για να προκαλούν ταραχές, να επιτίθενται στην αστυνομία και να παρεμποδίζουν ομοσπονδιακούς πράκτορες, ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί να φιμώσει τη νόμιμη πολιτική έκφραση.
Τα μέλη της Αντίφα θεωρούν ότι όσοι χαρακτηρίζονται από αυτούς «φασίστες» ή «καταπιεστές» δεν αξίζουν δημόσιο βήμα και πως η βία δικαιολογείται όταν έχουν αποτύχει οι άλλες μέθοδοι αποσιώπησης. Οι ηγετικές μορφές του κινήματος υποστηρίζουν ότι οι «φασίστες» πρέπει να σταματηθούν «με κάθε αναγκαίο μέσο», μια φράση που έχει γίνει συνώνυμη με την Αντίφα. Ο συγγραφέας του The Anti-Fascist Handbook («Το Εγχειρίδιο του Αντιφασίστα») Μαρκ Μπρέυ (Mark Bray) ανήρτησε στο κοινωνικό δίκτυο Bluesky στις 4 Οκτωβρίου ότι «μόνο ο μαζικός αντιφασισμός, νόμιμος ή όχι, μπορεί να μας σώσει».
Ο Τραμπ και άλλοι προειδοποιούν ότι ο απώτερος στόχος της Αντίφα είναι λιγότερο σαφής και πολύ πιο απειλητικός. Στο διάταγμα της 22ας Σεπτεμβρίου, ο πρόεδρος δήλωσε ότι «η Αντίφα αποτελεί μια μιλιταριστική, αναρχική επιχείρηση που καλεί ανοιχτά στην ανατροπή της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών, των αρχών επιβολής του νόμου και του ίδιου του νομικού μας συστήματος».
Τρεις βουλευτές του Δημοκρατικού Κόμματος και άλλοι επικριτές κατήγγειλαν το διάταγμα του Ρεπουμπλικανού προέδρου ως ανεφάρμοστη και αντισυνταγματική προσπάθεια ποινικοποίησης της πολιτικής αντιπολίτευσης. Κάποιοι επίσης απέρριψαν τον χαρακτηρισμό της Αντίφα ως «ομάδας» και υποστήριξαν ότι πρόκειται περισσότερο για ιδεολογία.
Αντίθετα, όσοι υπήρξαν θύματα της Αντίφα, περιλαμβανομένων δημοσιογράφων, επαίνεσαν τον Τραμπ για τη δράση του ενάντια σε ένα σκοτεινό κίνημα κομμουνιστικές ρίζες, που σταδιακά έγινε πιο οργανωμένο και επικίνδυνο, αυξάνοντας την επιρροή του.
Πώς ξεκίνησε η Αντίφα
Ο αντιφασισμός εμφανίστηκε ως αντίδραση στη δικτατορία του Μπενίτο Μουσσολίνι στην Ιταλία τη δεκαετία του 1920. Το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα του Μουσσολίνι πήρε το όνομά του από ένα αρχαίο ρωμαϊκό σύμβολο εξουσίας, τις «fasces», δηλαδή δέσμες ράβδων με ένα πέλεκυ. Σύμφωνα με τη Britannica, οι φασίστες ενστερνίστηκαν «ακραίο μιλιταριστικό εθνικισμό και περιφρόνηση για τη δημοκρατία, τον φιλελευθερισμό και τις πολιτιστικές ελευθερίες».
Το 1932, η Antifaschistische Aktion («Αντιφασιστική Δράση»), μια κομμουνιστικά καθοδηγούμενη μαχητική ομάδα που συγκρούστηκε με τα τάγματα εφόδου των Ναζί στη Γερμανία, έδωσε στο σύγχρονο κίνημα Αντίφα το όνομα και τα σύμβολά του – όπως τον χαιρετισμό με υψωμένη γροθιά – που χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα.

Το κίνημα της Αντίφα συνέχισε να υπάρχει επί δεκαετίες στην Ευρώπη πριν εξαπλωθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω της πανκ ροκ κουλτούρας. Τη δεκαετία του 1980, μια ομάδα με το όνομα Anti-Racist Action απέκτησε επιρροή στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά αργότερα διαλύθηκε σε μικρότερες, αποκεντρωμένες ομάδες.
Από τη δεκαετία του 2000 και μετά, οι οργανώσεις Αντίφα αναπτύχθηκαν παγκοσμίως, κυρίως χάρη στην ψηφιακή εποχή. Τα κρυπτογραφημένα δίκτυα μηνυμάτων τους επιτρέπουν να επικοινωνούν μυστικά και να αποφεύγουν την ανίχνευση.
Τι είναι η Αντίφα
Η Αντίφα, σε μεγάλο βαθμό, αψηφά κάθε περιγραφή – κάτι που, σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Άντυ Νγκο (Andy Ngo) και άλλους, είναι σκόπιμο.
Ο Νγκο, συγγραφέας του βιβλίου Unmasked: Inside Antifa’s Radical Plan to Destroy Democracy («Πίσω από τη μάσκα: Το ριζοσπαστικό σχέδιο της Αντίφα για την καταστροφή της δημοκρατίας», 2021), εξήγησε ότι το κίνημα «είναι σχεδιασμένο ώστε να φαίνεται ανοργάνωτο, αλλά στην πραγματικότητα είναι οργανωμένο».
Ο Νγκο, γιος Βιετναμέζων μεταναστών που διέφυγαν από τον κομμουνισμό, ασχολήθηκε για χρόνια με την αποκάλυψη της δράσης της Αντίφα στο Πόρτλαντ του Όρεγκον. Μετά από επανειλημμένες παρενοχλήσεις, απειλές και ξυλοδαρμούς – ένας εκ των οποίων του προκάλεσε επικίνδυνη εγκεφαλική αιμορραγία – αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Όταν ο διευθυντής του FBI Κρίστοφερ Ρέι και άλλοι αξιωματούχοι χαρακτήρισαν την Αντίφα «ιδεολογία» και όχι «οργάνωση», ο Νγκο θεώρησε τον χαρακτηρισμό μεν ορθό, αλλά «ελλιπή», καθώς αυτό που έχει σημασία είναι ο τρόπος που οι άνθρωποι οργανώνονται γύρω από την ιδεολογία αυτή.
Ο Νγκο υποστήριζει ότι «η Αντίφα είναι ένα αποκεντρωμένο δίκτυο αυτόνομων ομάδων, πυρήνων και ατόμων που ακολουθούν μια ιδεολογία βίαιου αναρχισμού και κομμουνισμού», ενώ πρόσθεσε ότι οι υποστηρικτές της ενώνονται στον κοινό στόχο «να καταστρέψουν τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους θεσμούς τους». Σύμφωνα με τον ίδιο, η Αντίφα διαπράττει συχνά «βία για χάρη της βίας» και μπορεί να καταστρέψει ένα τοπικό κατάστημα απλώς ως «επίθεση ενάντια στον καπιταλισμό».
Παρότι το δίκτυο Antifa Torch εμφανίζει επτά ενεργά παραρτήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν υπάρχει εθνική οργάνωση Αντίφα. Όπως ανέφερε έκθεση του Σεπτεμβρίου από το ερευνητικό ινστιτούτο Armed Conflict Location and Event Data Project με έδρα το Ουισκόνσιν, «δεν υπάρχει απαραίτητα κοινή ιδεολογία μεταξύ εκείνων που αυτοπροσδιορίζονται ως αντιφασίστες». Η έκθεση ανέφερε επίσης ότι η Αντίφα προσελκύει σοσιαλιστές, κομμουνιστές και αναρχικούς, αν και κάποιοι υποστηρικτές της μπορεί να μην ταυτίζονται πλήρως με αυτές τις ιδεολογίες.

Τα μέλη της Αντίφα συχνά κρατούν μαυροκόκκινες σημαίες και συγκεντρώνονται ντυμένοι ομοιόμορφα στα μαύρα, σχηματίζοντας το λεγόμενο «μαύρο μπλοκ» (black bloc), τακτική που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από την Αντίφα στη Γερμανία για να δυσκολεύεται η αναγνώριση των μελών, καθώς αυτά τα οπτικά στοιχεία δεν αρκούν για να ταυτοποιηθεί κάποιος ως μέλος της Αντίφα.
Ο Τέρρυ Νιούσομ, ακτιβιστής από την περιοχή του Σικάγο υπέρ των γονικών δικαιωμάτων, ο οποίος έγινε στόχος απειλών θανάτου και δημοσιοποίησης προσωπικών στοιχείων από την Αντίφα μετά την αντίθεσή του στα περιοριστικά μέτρα για τον COVID-19 το 2020, εξήγησε ότι υπάρχουν πολλοί «που το παίζουν Αντίφα», νέοι που θεωρούν «πως αποκτούν γόητρο» αν σχετίζονται με αυτήν. Ο ίδιος πιστεύει επίσης ότι υπάρχουν «πληρωμένοι, επαγγελματίες ταραχοποιοί», κρίνοντας από το γεγονός ότι τα ίδια άτομα εμφανίζονται επανειλημμένα σε διάφορες διαδηλώσεις.
Ο Νιούσομ πρόσθεσε ότι θα ήταν παράλογο να έχει η Αντίφα ένα «οργανόγραμμα» με ηγετικά στελέχη, καθώς καμία οργάνωση που εμπλέκεται σε παράνομες δραστηριότητες, όπως π.χ. τα ναρκοκαρτέλ, δεν διατηρεί τέτοια έγγραφα ούτε δίνει στα μέλη της κάρτες – το ίδιο ισχύει για την Αντίφα.
Μια εσωτερική μαρτυρία
Ο Γκαμπριέλ Ναντάλες (Gabriel Nadales), που δηλώνει πρώην μέλος της Αντίφα, γράφει στο βιβλίο του Behind the Black Mask: My Time as an Antifa Activist («Πίσω από τη μαύρη μάσκα: Όταν ήμουν ακτιβιστής της Αντίφα», 2020) ότι, αν και η Αντίφα δηλώνει πως «σημαίνει αντιφασισμός», η ονομασία είναι παραπλανητική, καθώς «φασίστας χαρακτηρίζεται οποιοσδήποτε ολμήσει να ασκήσει κριτική στην ομάδα ή στις τακτικές της».
Ο Ναντάλες σημειώνει ότι πολλά δημοσιεύματα «απλουστεύουν υπερβολικά αυτό το ριζοσπαστικό κίνημα» και υποστήριξε ότι το βασικό κίνητρο της Αντίφα δεν είναι τόσο η αντίθεση στον φασισμό όσο ο αντιαμερικανισμός. Την περίοδο 2011-2012, όταν ο ίδιος συμμετείχε ενεργά, ανέφερε ότι τα μέσα ενημέρωσης απέδιδαν εσφαλμένα διάφορα επεισόδια σε αναρχικούς, ενώ στην πραγματικότητα τα είχε οργανώσει η Αντίφα.
Η ομάδα Rose City Antifa στο Πόρτλαντ του Όρεγκον – η παλαιότερη αδιάλειπτα ενεργή οργάνωση που χρησιμοποιεί το όνομα Αντίφα στις Ηνωμένες Πολιτείες – ιδρύθηκε το 2007 με σκοπό, όπως αναφέρει στην ιστοσελίδα της, «να σταματήσει ένα φεστιβάλ νεοναζί». Στην περιγραφή των ιδεολογιών που αντιμάχεται, η ομάδα εξηγεί ότι «ο φασισμός μπορεί να είναι δύσκολο να οριστεί», και ότι ο όρος χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγράψει «κάθε ιδέα που είναι αυταρχική, δεξιά ή απλώς αντιπαθής».

Η Rose City Antifa παραθέτει πολλές θέσεις που θεωρεί «φασιστικές», από τη λευκή υπεροχή έως την αντίθεση προς τα εργατικά συνδικάτα, και χαρακτηρίζει ένα κίνημα ως «φασιστικό» αν υιοθετεί «την πλειονότητα» αυτών των χαρακτηριστικών. Όπως αναφέρει, «η μαχητική αντίσταση στον φασισμό δημιουργεί κοινωνικές συνέπειες που καθιστούν την επιλογή του φασισμού πολύ λιγότερο ελκυστική».
Η ομάδα δηλώνει επίσης ότι δεν συνεργάζεται με την αστυνομία ούτε με τα δικαστήρια, καθώς «δεν μπορούμε να βασιστούμε στους κρατικούς φορείς για να προωθήσουν τη δικαιοσύνη, την ισότητα και την ασφάλεια της κοινότητας».
Ο Ναντάλες τόνισε ότι και άλλες αριστερές ομάδες ασκούν βία, αλλά «η Αντίφα ενσαρκώνει το χειρότερο αυτής της επικίνδυνης ιδεολογίας, η οποία γίνεται ολοένα πιο τολμηρή και διαδεδομένη στην αμερικανική κοινωνία. Πολλοί πολιτικοί αρνούνται να αναγνωρίσουν την Αντίφα ως βίαιο κίνημα, επειδή την αντιλαμβάνονται ως σύμμαχο, καθώς αντιτίθεται στον πρόεδρο Τραμπ, ενώ – κατά τον Ναντάλες – «φοβούνται πως αν την καταδικάσουν, η Αντίφα θα στραφεί εναντίον τους».
Κλιμάκωση κατά την περίοδο Τραμπ
Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ ορκίστηκε ως ο 45ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, εκατοντάδες διαδηλωτές προκάλεσαν εκτεταμένες καταστροφές στην Ουάσιγκτον, σπάζοντας βιτρίνες, παρεμπδίζοντας την κυκλοφορία και συγκρουόμενοι με την αστυνομία. Σύμφωνα με το βιβλίο The Anti-Fascist Handbook, ορισμένοι από τους κουκουλοφόρους βανδάλους φέρονται να ήταν μέλη ή υποστηρικτές της Αντίφα.
Ο συγγραφέας Μαρκ Μπρέυ ανέφερε ότι έσπευσε να εκδώσει το βιβλίο του το 2017, λίγο μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Τραμπ, νιώθοντας την επείγουσα ανάγκη να αντιμετωπίσει «την αναβίωση της βίας όσων πιστεύουν στην υπεροχή των λευκών και των φασιστών» και το «τεταμένο πολιτικό κλίμα της εποχής Τραμπ».
Το όνομα του Τραμπ αναφέρεται τουλάχιστον 85 φορές στο βιβλίο. Προς το τέλος, ο Μπρέυ έγραψε ότι «στόχος μας θα πρέπει να είναι, σε είκοσι χρόνια από τώρα, όσοι ψήφισαν τον Τραμπ να νιώθουν υπερβολικά άβολα για να το πουν δημόσια». Ο ίδιος χαρακτήρισε το βιβλίο του «μια απροκάλυπτα κομματική έκκληση για δράση».
Βασισμένο σε συνεντεύξεις με 61 εν ενεργεία και πρώην αντιφασίστες από 17 χώρες, το έργο του Μπρέυ υποστήριξε ότι «ο μαχητικός αντιφασισμός αποτελεί μια λογική, ιστορικά τεκμηριωμένη απάντηση στην απειλή του φασισμού», η οποία συνέχισε να υπάρχει μετά το 1945 και έγινε ακόμη πιο «απειλητική» πριν από την πρώτη προεδρική θητεία του Τραμπ.
Ο Μπρέυ καταγγέλει «μια ανησυχητική στροφή προς τα δεξιά» στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά την οικονομική κρίση του 2008.
Το 2016, όταν ο Τραμπ ήταν ακόμη υποψήφιος, το FBI και το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας υπό την κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα άρχισαν να παρακολουθούν την Αντίφα ως εγχώρια τρομοκρατική οργάνωση, λόγω βίαιων επεισοδίων που είχαν ξεσπάσει σε προεκλογικές συγκεντρώσεις του Τραμπ, από τον Απρίλιο.
Το 2019, μετά την επίθεση ακτιβιστών της Αντίφα εναντίον του δημοσιογράφου Άντυ Νγκο και άλλων στο Πόρτλαντ, οι γερουσιαστές Τεντ Κρουζ (R-Texas) και Μπιλ Κάσσιντυ (R-La.) πρότειναν την επίσημη αναγνώριση της Αντίφα ως εγχώριας τρομοκρατικής οργάνωσης· ωστόσο, η πρόταση δεν προχώρησε.
Η άνοδος της Αντίφα στη δημοσιότητα
Η δημόσια προσοχή στην Αντίφα κορυφώθηκε το καλοκαίρι του 2020. Τα μέλη της συμπορεύτηκαν με το κίνημα Black Lives Matter στις διαδηλώσεις κατά της αστυνομίας και της φερόμενης «συστημικής ρατσιστικής καταπίεσης», μετά τον θάνατο του Τζορτζ Φλόυντ, ενός μαύρου άνδρα από τη Μινεάπολη, ενώ βρισκόταν υπό κράτηση. Κατά τη διάρκεια των επεισοδίων, καταστήματα καταστράφηκαν, κτήρια και οχήματα πυρπολήθηκαν και ξέσπασαν συγκρούσεις με την αστυνομία σε όλη τη χώρα.
Ο Γκαμπριέλ Ναντάλες έγραψε ότι η Αντίφα εκμεταλλεύτηκε «τη δικαιολογημένη αγανάκτηση» που προκάλεσε ο θάνατος του Φλόυντ και «τη χρησιμοποίησε ως εφαλτήριο για να προωθήσει τη ριζοσπαστική αριστερή της ατζέντα». Το βασικό κίνητρο δεν ήταν η μεταρρύθμιση της αστυνομίας ή η αποτροπή παρόμοιων περιστατικών, αλλά το γεγονός ότι «η βία είχε ως στόχο την καταστροφή της ιδιωτικής περιουσίας αθώων Αμερικανών, επειδή η Αντίφα μισεί τον καπιταλισμό και όλα όσα αντιπροσωπεύει η Αμερική».

Όπως είχε επισημάνει και ο Μπρέυ στο βιβλίο του, παρότι οι εποχές αλλάζουν, η αφοσίωση της Αντίφα «στην εξάλειψη του φασισμού με κάθε αναγκαίο μέσο» παραμένει αναλλοίωτη και συνδέει το σημερινό κίνημα με τις απαρχές του. Μετά τον πρόσφατο χαρακτηρισμό της Αντίφα ως εγχώριας τρομοκρατικής οργάνωσης από τον Τραμπ, ο Μπρέυ και τουλάχιστον ακόμη ένας γνωστός υποστηρικτής της Αντίφα διέφυγαν στην Ευρώπη. Ο Μπρέυ δήλωσε ότι ο ίδιος και η οικογένειά του δεν αισθάνονται πλέον ασφαλείς στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οργανισμός της Αντίφα που είχε ωφεληθεί οικονομικά από τα έσοδα του βιβλίου του Μπρέυ ανακοίνωσε ότι ανέστειλε τις δραστηριότητες επεξεργασίας δωρεών λόγω του προεδρικού διατάγματος. Όπως αναφέρει η ιστοσελίδα του International Anti-Fascist Defence Fund, η απόφαση ελήφθη «για την προστασία των δωρητών και των αποδεκτών» και η οργάνωση σκοπεύει να επαναλάβει τις δραστηριότητές της «σε χώρα που δεν κυβερνάται επί του παρόντος από φασίστες».
Τι έπεται
Ο Τραμπ δήλωσε ότι η κυβέρνησή του, υπό την ηγεσία του υπουργού Οικονομικών Σκοτ Μπέσσεντ, διερευνά ποιοι χρηματοδοτούν δραστηριότητες που σχετίζονται με την Αντίφα, όπως την εκτύπωση πανό και πινακίδων. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ υπογράμμισε ότι όσοι υποστηρίζουν οικονομικά την Αντίφα «θα λογίζονται εξίσου ένοχοι με εκείνους που χτυπούν ανθρώπους στο κεφάλι με ρόπαλο του μπέιζμπολ».
Ο Άντυ Νγκο ανέφερε ότι μέρος των χρημάτων που παρέχουν φιλανθρωπικά ιδρύματα καταλήγει τελικά στην Αντίφα, η οποία επωφελείται επίσης από διαδικτυακές χρηματοδοτήσεις και δωρεές από όλο τον κόσμο. Επεσήμανε ότι ορισμένες πτυχές του μηχανισμού της Αντίφα έχουν περάσει στην παρανομία και προέβλεψε πως η οργάνωση θα «προσπαθήσει να παραμείνει στην αφάνεια, να βασιστεί στα μέσα ενημέρωσης για κάλυψη και να ελπίζει ότι θα εκλεγεί ξανά Δημοκρατικός πρόεδρος, ο οποίος θα ανακαλέσει τα εκτελεστικά διατάγματα και δεν θα θεωρεί πλέον την Αντίφα εγχώρια τρομοκρατική απειλή».
Ο Νγκο, ο οποίος συμμετείχε σε συζήτηση στρογγυλής τράπεζας στον Λευκό Οίκο στις 8 Οκτωβρίου σχετικά με την Αντίφα, δήλωσε ότι ελπίζει οι έρευνές του να βοηθήσουν τις αρχές να κατανοήσουν βαθύτερα τη δράση του κινήματος. Πρόσθεσε ότι, εφόσον οι άνθρωποι θεωρούν πως η Αντίφα αντιτίθεται στον φασισμό, θα πρέπει να αναρωτηθούν τι ακριβώς υποστηρίζει. Όπως εξήγησε, «η Αντίφα υπερασπίζεται τη βία, την καταστροφή, τον φόνο και την κατάργηση της φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης». Τόνισε μάλιστα ότι «είναι ειρωνικό που η Αντίφα λειτουργεί ως δύναμη κρούσης για άτομα που υποστηρίζουν ότι νοιάζονται για τους θεσμούς, τις αξίες και τις αρχές της δημοκρατίας».
Ο Νγκο πρότεινε στο κοινό να μη βασίζεται μόνο στα λόγια του, αλλά να παρακολουθήσει βίντεο που δείχνουν πόσο βίαιη και πόσο οργανωμένη είναι η Αντίφα. «Δείτε αυτά τα βίντεο και μετά αναρωτηθείτε για ποιο σκοπό γίνεται όλο αυτό», λέει.
Της Janice Hisle
Με τη συμβολή των Jan Jekielek and Savannah Hulsey-Pointer