Ο Εκτόρ Μπερλιόζ είχε μια αθεράπευτα συναισθηματική προσωπικότητα. Καταθλιπτικός και δοσμένος σε ανεκπλήρωτους έρωτες, ταίριαζε απόλυτα στο στερεότυπο του ρομαντικού καλλιτέχνη. Ο έρωτάς του για μία γυναίκα ενέπνευσε και τη σπουδαιότερη σύνθεσή του, τη «Φανταστική Συμφωνία».
Ο πρώτος έρωτας
Ο Μπερλιόζ ερωτεύτηκε για πρώτη φορά σε ηλικία 12 ετών μια γειτόνισσα με ροζ παπούτσια, την Εστέλ Ντιμπέφ. Δεκαοκτώ ετών εκείνη, φυσικά τον απέρριψε και παντρεύτηκε κάποιον άλλον. Ο Μπερλιόζ δεν μπορούσε να την ξεχάσει και για παρηγοριά στράφηκε στη μουσική, μαθαίνοντας φλάουτο και μελετώντας αρμονία.
Τα πρώτα έργα του ήταν εμπνευσμένα από την Εστέλ: έγραψε δύο κουιντέτα, τα οποία αργότερα έκαψε. «Σχεδόν όλες οι μελωδίες μου ήταν στην ελάσσονα», έγραψε για το μελαγχολικό του ύφος. «Ένα μαύρο πέπλο κάλυπτε τις σκέψεις μου.»
Η μούσα του Μπερλιόζ
Ο πρώτος έρωτας του Μπερλιόζ μετατράπηκε σε ένα ιδανικό στο μυαλό του. Συνέθεσε και μια όπερα, την «Estelle et Némorin», την οποία επίσης έκαψε. Στη συνέχεια, λίγα χρόνια αργότερα, η προσοχή του στράφηκε αλλού.
Το 1827, ο Μπερλιόζ παρακολούθησε μια παράσταση του «Άμλετ» στο Παρίσι. Αργότερα θα χαρακτήριζε αυτή τη στιγμή ως «το υπέρτατο δράμα της ζωής του». Ο λόγος; Η Ιρλανδή ηθοποιός που έπαιζε την Οφηλία.

Η Χάρριετ Κόνστανς Σμίθσον, τρία χρόνια μεγαλύτερη από τον Μπερλιόζ, δεν θεωρούνταν πρώτης τάξεως ηθοποιός. Ξέχασε ακόμη και τα λόγια της κατά τη διάρκεια της σκηνής της τρέλας. Βιώνοντας ένα κενό μνήμης, διέσχισε τη σκηνή ζαλισμένη, ξέσπασε σε δάκρυα αφού ξεκίνησε ένα τραγούδι και έπειτα αποχώρησε.
Ο Μπερλιόζ δεν είχε την παραμικρή ιδέα ότι κάτι γινόταν λάθος – δεν ήξερε καθόλου αγγλικά και δεν καταλάβαινε σχεδόν τίποτα από το έργο. Είχε συγκλονιστεί όμως από τη συναισθηματική δύναμη της ερμηνείας της Σμίθσον και από την τρεμάμενη φωνή της.
Παθιασμένος, περιπλανήθηκε στην παρισινή ύπαιθρο μέχρι που έπεσε τόσο εξαντλημένος ώστε αποκοιμήθηκε εκεί που έπεσε. Έστελνε λουλούδια στη Σμίθσον και έγραφε γράμματα στα οποία εκείνη δεν απαντούσε ποτέ. Νοίκιασε μάλιστα ένα διαμέρισμα απέναντι από τη Χάρριετ για να είναι κοντά της.
Η «Φανταστική Συμφωνία»
Αυτή η εμμονή οδήγησε τον Μπερλιόζ να συνθέσει το magnum opus του, τη «Φανταστική Συμφωνία». Ήταν, ουσιαστικά, μια περίτεχνη προσπάθεια να προσεγγίσει τη Σμίθσον. Συνέχισε να της στέλνει επιστολές, αλλά εκείνη δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στις προτάσεις του και δεν παρευρέθηκε στην πρεμιέρα της συμφωνίας το 1830.
Δύο χρόνια αργότερα, ο Μπερλιόζ οργάνωσε μια δεύτερη πρεμιέρα στο Παρίσι. Έτυχε, δύο μέρες πριν, να συναντήσει στο κατάστημα του εκδότη του έναν Άγγλο που ήταν στενός φίλος της Σμίθσον. Μέσω αυτής της σχέσης, ο Μπερλιόζ κανόνισε να έρθει η Χάριετ στη συναυλία.
Στις 9 Δεκεμβρίου 1832, η Σμίθσον πήρε τη θέση της σε ένα θεωρείο δίπλα στην ορχήστρα. Προσπάθησε να αγνοήσει το κοινό που, για κάποιο λόγο, την κοιτούσε συνεχώς και ψιθύριζε. Διάβασε τον τίτλο του προγράμματος: «Φανταστική Συμφωνία: Ένα επεισόδιο στη ζωή ενός καλλιτέχνη» και ήταν προφανώς το μόνο άτομο εκεί που δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι ήταν η ηρωίδα αυτού του ‘επεισοδίου’. Τότε, ο Μπερλιόζ εμφανίστηκε στο κοίλο της ορχήστρας, λίγα μόλις μέτρα μακριά της. Αν και είχε ξεχάσει το όνομά του, αναγνώρισε το πρόσωπό του.
«Αυτός είναι σίγουρα», αυτός που της έστελνε όλα εκείνα τα γράμματα, σκέφτηκε η Χάρριετ. «Ο καημένος ο νεαρός, σίγουρα θα με έχει ξεχάσει. Το ελπίζω.»

Η «Φανταστική Συμφωνία» είναι κεντρική για την ανάπτυξη της «μουσικής προγράμματος» – της οργανικής μουσικής που αφηγείται μια ιστορία. Παρόλο που στο ίδιο το έργο δεν ακούγονται λόγια, ο Μπερλιόζ έγραψε σημειώσεις που έδινε στο κοινό.
Η Χάρριετ πιθανότατα θα διάβαζε το κείμενο που συνοδεύει το πρώτο μέρος: «Ο συγγραφέας φαντάζεται ότι ένας νεαρός μουσικός […] βλέπει για πρώτη φορά μια γυναίκα που ενώνει όλες τις χάρες του ιδανικού προσώπου που ονειρευόταν η φαντασία του και την ερωτεύεται απεγνωσμένα».
Η «idée fixe» – η εμμονή
Τα επόμενα μέρη της «Συμφωνίας» περιγράφουν λεπτομερώς τις μελαγχολικές ονειροπολήσεις και τα οράματα του καλλιτέχνη, που προκύπτουν από τη δηλητηρίαση με όπιο. Καθ’ όλη τη διάρκεια, η «αγαπημένη εικόνα» επανέρχεται στο μυαλό του καλλιτέχνη ως μουσική ιδέα, ως «idée fixe».
Ουσιαστικά ένα καθοδηγητικό μοτίβο, στο πρώτο μέρος, η «idée fixe» αρχίζει ως μια σαρωτική μελωδία. Στο δεύτερο μέρος, μετατρέπεται σε βαλς με ρυθμούς που υποδηλώνουν την εσωτερική πάλη του καλλιτέχνη. Στο τρίτο μέρος, η εμμονή επιστρέφει σε αργό ρυθμό παιγμένο από σόλο φλάουτο και βιολιά, εκφράζοντας ένα μείγμα ελπίδας και θλίψης. Στο τέταρτο μέρος, ο καλλιτέχνης, ονειρευόμενος ότι έχει σκοτώσει την αγαπημένη του, οδηγείται στο ικρίωμα. Η «idée fixe» εμφανίζεται για λίγο, παιγμένη από σόλο κλαρινέτο, αντιπροσωπεύοντας τις τελευταίες του σκέψεις. Στο πέμπτο και τελευταίο μέρος, για την κηδεία του συγκεντρώνεται μια ομάδα μαγισσών. Η εμμονή επιστρέφει για μια τελευταία φορά, και πάλι παιγμένη από το κλαρινέτο, αλλά τροποποιημένη ως μια χυδαία χορευτική μελωδία.
Η Χάρριετ πρέπει να αισθανόταν όλο και πιο άβολα καθώς προχωρούσε η εκτέλεση και καθώς σταδιακά συνέδεε τα διάφορα κομμάτια. Ο Μπερλιόζ δεν αρκούνταν στο να υπαινίσσεται απλώς το πάθος του μέσω της μουσικής και των συνοδευτικών σημειώσεων. Μετά το διάλειμμα, εκτελέστηκε ένα άλλο έργο, το «Lélio», που γράφτηκε ως συνέχεια της «Συμφωνίας».
Σε αντίθεση με το προηγούμενο έργο, αυτό είχε λόγια. Ένας ηθοποιός απήγγειλε: «Αχ, μακάρι να μπορούσα να τη βρω, αυτή την Ιουλιέττα, αυτή την Οφηλία που η καρδιά μου πάντα αναζητά!» Ακολουθούσε μια περίτεχνη περιγραφή, η οποία εμβάθυνε στην επιθυμία του Μπερλιόζ να «κοιμηθεί τον τελευταίο του ύπνο στην αγαπημένη της αγκαλιά».
Ο έρωτας της ύστερης ζωής
Την επομένη της παράστασης, ο Μπερλιόζ έλαβε την άδεια να επισκεφθεί τη Χάρριετ. Παντρεύτηκαν τον επόμενο χρόνο. Όπως συμβαίνει συχνά με τα υψηλά ιδεώδη, η πραγματικότητα τού να είναι με τη Σμίθσον, δεν ανταποκρινόταν στο όνειρο.
Τα προβλήματα άρχισαν πριν από το γάμο. Όταν η Σμίθσον εξέφρασε αμφιβολίες για το γάμο της με τον Μπερλιόζ, εκείνος ήπιε δηλητήριο, αλλά «οι διαμαρτυρίες της για αγάπη και θλίψη επανέφεραν την επιθυμία του για ζωή», όπως έγραψε σε έναν φίλο του. «Πήρα ένα εμετικό, ήμουν άρρωστος τρεις μέρες και είμαι ακόμα ζωντανός!»
Η Χάριετ εγκατέλειψε τον Μπερλιόζ μετά από 10 χρόνια, ύστερα από μια σχέση που είχε με την τραγουδίστρια της όπερας Μαρί Ρέτσιο. Όταν η Σμίθσον πέθανε, ο Μπερλιόζ παντρεύτηκε τη Ρέτσιο, το 1854. Μετά τον θάνατο της Ρέτσιο το 1862, ο Μπερλιόζ προσπάθησε να εντοπίσει την πρώτη του αγάπη, την Εστέλ Ντιμπέφ. Έμαθε ότι ζούσε ακόμη, τώρα χήρα με το επώνυμο Φορνιέ.

Όταν εμφανίστηκε μια μέρα στην πόρτα της Εστέλ, τον υποδέχτηκε «μια γεροδεμένη γριά κυρία ντυμένη στα μαύρα, με ένα λευκό καπέλο δεμένο κάτω από το πηγούνι της». Παρόλο που ο χρόνος δεν είχε σταθεί καλός μαζί της, ο παθιασμένος ιδεαλισμός του Μπερλιόζ παρέμεινε αμείωτος και είδε «την εκθαμβωτική ομορφιά» της προηγούμενης νιότης της.
Η Εστέλ δεν τον αναγνώρισε. Αφού ξαναγνωρίστηκαν, ωστόσο, είπε ότι είχε διαβάσει τη βιογραφία του. Ο Μπερλιόζ απέρριψε τον συγκεκριμένο τόμο και υποσχέθηκε να της στείλει την αυτοβιογραφία που έγραφε. Όταν ήρθε η ώρα να χωρίσουν, την κοίταξε με «πεινασμένα μάτια» και της φίλησε το χέρι. Εκείνη απέρριψε τις ρομαντικές του προτάσεις, αλλά συμφώνησε να την επισκεφθεί ξανά.
Καθώς ο Μπερλιόζ πέθανε έχοντας κάνει περιουσία, στη διαθήκη του άφησε στη φτωχή Εστέλ, την πρώτη και τελευταία του αγάπη, μια πρόσοδο 1.600 φράγκων. Έζησε τα τελευταία της χρόνια με άνεση.
Έτσι, παρόλο που η ζωή του συνθέτη ήταν συναισθηματικά ταραχώδης, έκλεισε με μια υψηλή νότα.