Έως και οι μισοί ασθενείς που νοσηλεύτηκαν με COVID-19 εμφανίζουν ανωμαλίες στους πνεύμονες σε αξονικές τομογραφίες του θώρακα μήνες μετά το πέρας της οξείας φάσης της λοίμωξης. Πολλοί ανησυχούν ότι αυτές οι αλλαγές σηματοδοτούν μόνιμη βλάβη ή επιδείνωση της πνευμονικής λειτουργίας.
Ωστόσο, νέες οδηγίες για τη θεραπεία του μακροχρόνιου COVID επιβεβαιώνουν ότι οι πνευμονικές βλάβες τείνουν να σταθεροποιούνται ή ακόμη και να βελτιώνονται με το χρόνο. Ο Δρ Παναγής Γαλιατσάτος, πνευμονολόγος και καθηγητής στο Johns Hopkins Medicine, επεσήμανε πως οι πνεύμονες, όπως το δέρμα, βρίσκονται σε συνεχή επαφή με το περιβάλλον και διαθέτουν σημαντικό αριθμό βλαστικών κυττάρων και κυττάρων έτοιμων για επούλωση.
Η ανάρρωση χρειάζεται χρόνο
Οι ερευνητές διαπίστωσαν πως περίπου το 90% των ασθενών που εμφάνιζαν πνευμονικές ανωμαλίες κατά την έξοδο από το νοσοκομείο άρχισαν να παρουσιάζουν βελτίωση μέσα σε ένα έως τρία χρόνια μετά τη λοίμωξη.
Εκτιμάται ότι περίπου έξι στους 100 ανθρώπους αναπτύσσουν επίμονα συμπτώματα μετά από COVID-19, τα οποία διαρκούν μήνες ή και χρόνια, γνωστά ως μακροχρόνιος COVID. Συνηθισμένες ενοχλήσεις είναι η κόπωση, οι πόνοι σε αρθρώσεις και μύες, η δύσπνοια, οι πονοκέφαλοι και η δυσκολία συγκέντρωσης, γνωστή και ως «ομίχλη εγκεφάλου». Τα συμπτώματα συνήθως βελτιώνονται σε διάστημα τεσσάρων έως εννέα μηνών.
Η αποκατάσταση των πνευμόνων ακολουθεί παρόμοια πορεία. Μετά τη λοίμωξη, οι πνεύμονες μπορεί να παρουσιάσουν αλλοιώσεις που μοιάζουν με ουλές, όπως φλεγμονή, κατάρρευση κυψελίδων ή προσωρινή πάχυνση ιστού, οι οποίες ωστόσο συχνά επουλώνονται αυτόματα, σύμφωνα με τον Δρ Τζόζεφ Βάρον, πρόεδρο και ιατρικό διευθυντή του Independent Medical Alliance, ο οποίος δεν συμμετείχε στη σύνταξη των οδηγιών.
Με βάση την κλινική του εμπειρία, οι περισσότεροι ασθενείς με ήπια έως μέτρια πνευμονικά προβλήματα λόγω COVID παρουσιάζουν βελτίωση στις εξετάσεις και στα συμπτώματα μέσα σε τρεις έως έξι μήνες. Παρόλα αυτά, κάποιοι, ειδικά ηλικιωμένοι ή όσοι είχαν σοβαρή νόσο, ενδέχεται να έχουν επίμονες πνευμονικές αλλαγές ή συμπτώματα για περισσότερο από έναν χρόνο.
Η αρχική πνευμονική βλάβη στο COVID-19 οφείλεται κυρίως σε φλεγμονή και όχι σε μόνιμη καταστροφή, εξήγησε ο Δρ Βάρον. Μόλις η λοίμωξη υποχωρήσει και η φλεγμονή μειωθεί, οι πνεύμονες αρχίζουν να επουλώνονται, απορροφώντας υγρά και επισκευάζοντας τον ιστό, διαδικασία που μπορεί να διαρκέσει αρκετούς μήνες.
Ο Δρ Πιέρ Κόρυ, ιδρυτής της Leading Edge Clinic που θεραπεύει ασθενείς με μακροχρόνιο COVID, τόνισε ότι η νόσος είναι συνήθως οξεία και επουλώνεται με τον χρόνο, παρά μια χρόνια φλεγμονώδης κατάσταση. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, η φλεγμονή ή η ίνωση στους πνεύμονες μπορεί να επιμένουν.
Πολλές από τις πνευμονικές αλλαγές που παρατηρούνται στις απεικονίσεις μετά από COVID δεν αποτελούν σημάδια μόνιμης βλάβης, αλλά αντανακλούν τη φυσιολογική διαδικασία επούλωσης μετά τη φλεγμονή, όπως συμβαίνει και με άλλες ιογενείς πνευμονίες ή μετά από σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας. Με το πέρασμα του χρόνου, αυτές οι ανωμαλίες συχνά υποχωρούν καθώς ο ιστός αναγεννάται.
Σε αντίθεση με χρόνιες παθήσεις όπως η διάμεση πνευμονοπάθεια, που χαρακτηρίζονται από προοδευτικές ουλές και συνεχή ενεργοποίηση, οι αλλαγές μετά το COVID είναι συνήθως μη προοδευτικές.
Ωστόσο, οι ηλικιωμένοι ασθενείς που υποβλήθηκαν σε μηχανικό αερισμό ή είχαν σοβαρή ή κρίσιμη λοίμωξη παρουσιάζουν μεγαλύτερη πιθανότητα να έχουν επίμονες πνευμονικές βλάβες, πιθανόν λόγω της έκτασης της αρχικής βλάβης.
Υπολειμματικές ενδείξεις έναντι μόνιμης βλάβης
Οι αξονικές τομογραφίες συχνά δείχνουν αλλοιώσεις όπως «θολές» περιοχές που υποδηλώνουν φλεγμονή ή λεπτές ινώδεις ταινίες, οι οποίες είναι κατάλοιπα της επούλωσης και όχι αναγκαστικά μόνιμη βλάβη. Ο Δρ Βάρον επισήμανε ότι τα απεικονιστικά ευρήματα συχνά υστερούν της κλινικής βελτίωσης και πρέπει να ερμηνεύονται μέσα στο συνολικό κλινικό πλαίσιο. Υπάρχουν ασθενείς με εικόνα «λευκών πνευμόνων» για μήνες που όμως παρουσιάζουν καλή κλινική κατάσταση.
Η ασυμφωνία ανάμεσα στις απεικονίσεις και την πραγματική κατάσταση του ασθενούς μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, περιττούς ελέγχους ή και υπερβολική θεραπεία του μακροχρόνιου COVID.
Ο Δρ Βάρον σημείωσε επίσης ότι ορισμένοι ασθενείς αναφέρουν επίμονα συμπτώματα παρότι οι εξετάσεις είναι σχεδόν φυσιολογικές, κάτι που οφείλεται πιθανότατα σε παρατεταμένες επιδράσεις του ιού ή σε νευρολογικές διαταραχές και όχι σε πνευμονική βλάβη.
Σημαντικό είναι πως οι πνευμονικές βλάβες και τα συμπτώματα βελτιώνονται συχνά, αλλά όχι πάντα ταυτόχρονα ή πλήρως, γι’ αυτό και είναι αναγκαία η εξατομικευμένη παρακολούθηση βάσει συμπτωμάτων.
Αποφυγή υπερβολικής και δαπανηρής θεραπείας
Οι νέες οδηγίες εστιάζουν στην αποφυγή υπερδιάγνωσης και υπερβολικής ερμηνείας μη ειδικών ευρημάτων ως προοδευτική πνευμονική νόσο. Συστήνεται η χρήση αξονικής τομογραφίας μόνο όταν υπάρχει κλινική ένδειξη, όπως επί επιμονής ή επιδείνωσης αναπνευστικών συμπτωμάτων.
Η λανθασμένη διάγνωση μπορεί να οδηγήσει σε ακριβά φάρμακα, επαναλαμβανόμενες εξετάσεις και επιπτώσεις σε ασφάλιση ζωής ή αναπηρίας. Όπως ανέφερε ο Δρ Βάρον, κάποια φάρμακα μπορεί να κοστίζουν έως και 60.000 δολάρια ετησίως, χωρίς οι ασθενείς να τα χρειάζονται πραγματικά.
Οι οδηγίες προτείνουν επανέλεγχο με αξονική μόνο σε ασθενείς με συμπτώματα που επιμένουν ή επιδεινώνονται τρεις μήνες μετά τη λοίμωξη, τα οποία διαρκούν τουλάχιστον δύο μήνες και δεν οφείλονται σε άλλη αιτία. Παράλληλα, συστήνεται χρήση πρωτοκόλλων χαμηλής δόσης ακτινοβολίας για τον περιορισμό της έκθεσης.
Η αξονική τομογραφία ήταν απαραίτητη στα πρώτα στάδια της πανδημίας, ειδικά όταν τα τεστ RT-PCR δεν ήταν πάντα αξιόπιστα, αλλά η συνέχιση της χρήσης της σε ασυμπτωματικούς ή ελαφρώς συμπτωματικούς ασθενείς με μακροχρόνιο COVID συχνά δεν κρίνεται απαραίτητη.
Επιπλέον, οι νέες κατευθυντήριες οδηγίες προτρέπουν τους ακτινολόγους να αποφεύγουν όρους όπως «ίνωση» ή «διάμεση πνευμονοπάθεια», που συνήθως συνεπάγονται προοδευτικές ή μόνιμες ουλές, όταν περιγράφουν μη ειδικά κατάλοιπα.
Ο Δρ Κόρυ εξέφρασε ανησυχία για την τάση υπερδιάγνωσης μη ειδικών ευρημάτων, όπως οι θολές περιοχές ή οι ήπιες ινώδεις αλλοιώσεις, ως σίγουρα σημάδια ίνωσης. Τόνισε ότι τέτοιες ερμηνείες μπορούν να προκαλέσουν άσκοπη ανησυχία, ακατάλληλες παραπομπές και λανθασμένα θεραπευτικά πλάνα.
Η προσέγγισή του εστιάζει στα συμπτώματα των ασθενών, με κλινική παρακολούθηση και επανάληψη απεικονίσεων μόνο σε περίπτωση επιδείνωσης. Τόνισε επίσης πως, γενικά, πολλά ιατρικά εργαλεία, συμπεριλαμβανομένης της απεικόνισης, χρησιμοποιούνται υπερβολικά.