Η ανακοίνωση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για το κοίτασμα σπάνιων γαιών στην περιοχή Μπεϊλικόβα, στο Εσκισεχίρ, συνεχίζει να βρίσκεται στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης, αν και πρόκειται για μία «ξαναζεσταμένη σούπα» που παρουσιάζεται επανειλημμένα από το 2022. Σύμφωνα με εμπειρογνώμονες που ανέλυσαν τα διαθέσιμα στοιχεία και τις δηλώσεις του Τούρκου προέδρου, η υπόθεση των σπάνιων γαιών της Τουρκίας αποτελεί μια πολυεπίπεδη στρατηγική που συνδυάζει εμπορική διπλωματία, γεωπολιτική διαχείριση και επικοινωνιακή τακτική, με στόχο την ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της Άγκυρας στη διεθνή σκηνή.
Η πραγματική φύση του κοιτάσματος
Το 2022, η Τουρκία ανακοίνωσε επίσημα την ανακάλυψη κοιτάσματος που εκτιμάται ότι περιέχει 694 εκατομμύρια τόνους πετρώματος στην περιοχή Μπεϊλικόβα (Beylikova). Ο αριθμός αυτός, ωστόσο, αναφέρεται στο σύνολο του ορυκτού υποστρώματος και όχι στην καθαρή ποσότητα σπάνιων γαιών που περιέχεται σε αυτό. Μέσα στους 694 εκατομμύρια τόνους πετρώματος, οι γεωλογικές εκτιμήσεις δείχνουν την ύπαρξη περίπου 12,5 εκατομμυρίων τόνων οξειδίων σπάνιων γαιών, μαζί με σημαντικά κοιτάσματα βαρύτη και φθορίτη.
Το κοίτασμα περιέχει 10 από τα 17 γνωστά στοιχεία σπάνιων γαιών, συμπεριλαμβανομένων λανθανίου, δημητρίου, πρασεοδυμίου, σαμαρίου, γαδολινίου, ευρωπίου και νεοδυμίου, καθώς και θορίου, που χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη πυρηνικού καυσίμου. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν έχουν ακόμη επικυρωθεί από ανεξάρτητους διεθνείς οργανισμούς σύμφωνα με το πρότυπο JORC Code, διαδικασία την οποία η Τουρκία επιδιώκει προκειμένου να προσελκύσει διεθνείς επενδυτές.
Η ποιότητα και η συγκέντρωση των σπάνιων γαιών στο κοίτασμα παραμένουν αδιευκρίνιστες. Αναλυτές υποδεικνύουν ότι το κοίτασμα πιθανώς περιέχει κυρίως ελαφρά σπάνια στοιχεία (Light Rare Earth Elements – LREE) όπως λανθάνιο και δημήτριο, τα οποία βρίσκονται ήδη σε υπερπροσφορά στην παγκόσμια αγορά, και όχι τα πιο σπάνια και πολύτιμα βαρέα στοιχεία που χρησιμοποιούνται σε μαγνήτες υψηλών επιδόσεων. Οι επιστημονικές μελέτες αναφέρουν ότι το κοίτασμα του Κιζιλκαορέν (Μπεϊλικόβα) έχει περιεκτικότητα περίπου 2,9% σε συνολικά οξείδια σπάνιων γαιών (TREE), με τυπικό εμπλουτισμό σε λανθάνιο-δημήτριο.
Το χρονοδιάγραμμα των 15 ετών
Ένα από τα πιο κρίσιμα σημεία που αναδεικνύουν οι ειδικοί είναι το τεχνικό και χρονικό πλαίσιο που απαιτείται για την εκμετάλλευση του κοιτάσματος. Η κρατική εταιρεία Eti Maden εγκαινίασε μία πιλοτική μονάδα επεξεργασίας το 2023, με δυναμικότητα επεξεργασίας 1.200 τόνων μεταλλεύματος ετησίως. Ωστόσο, για να φτάσει το έργο σε εμπορική κλίμακα, απαιτείται πολυετής διαδικασία.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, τα πρώτα δοκιμαστικά τεστ για την αξιολόγηση του ακατέργαστου ορυκτού υποστρώματος και τον προσδιορισμό των καθαρών ποσοτήτων σπάνιων οξειδίων διαρκούν περίπου πέντε χρόνια. Στη συνέχεια, απαιτείται η εγκατάσταση εξειδικευμένης χημικής υποδομής για τον διαχωρισμό των στοιχείων, μία διαδικασία που η ίδια η Τουρκία αναγνωρίζει ότι εξαρτάται από διεθνή συνεργασία και μεταφορά τεχνολογίας. Το συνολικό χρονοδιάγραμμα από την πιλοτική φάση στην πλήρη εμπορική λειτουργία εκτιμάται σε περίπου 15 χρόνια.
Η περίπλοκη διαδικασία διαχωρισμού και εξευγενισμού των σπάνιων γαιών αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια. Τα 17 στοιχεία σπάνιων γαιών έχουν παρόμοιες χημικές ιδιότητες, γεγονός που καθιστά τον διαχωρισμό τους εξαιρετικά δύσκολο και ενεργοβόρο. Η διαδικασία περιλαμβάνει πολλαπλά στάδια επεξεργασίας με χρήση επικίνδυνων χημικών ουσιών, θερμοκρασίες 500-600°C, και κατανάλωση περίπου 200 gigajoule ενέργειας ανά τόνο επεξεργασμένου υλικού. Για να επιτευχθεί η καθαρότητα 99,9% που απαιτείται για εφαρμογές υψηλής τεχνολογίας, χρειάζονται 10-15 επαναληπτικές φάσεις.
Η κινεζική κυριαρχία και οι διεθνείς διαπραγματεύσεις
Η Κίνα ελέγχει σήμερα περίπου το 70% της παγκόσμιας εξόρυξης σπάνιων γαιών και σχεδόν το 90% της παγκόσμιας δυναμικότητας επεξεργασίας. Αυτή η κυριαρχία δεν είναι τυχαία, αλλά αποτέλεσμα δεκαετιών επενδύσεων σε τεχνολογία και τεχνογνωσία. Η Τουρκία δεν διαθέτει την απαραίτητη τεχνολογία επεξεργασίας, γεγονός που την αναγκάζει να αναζητήσει διεθνείς συνεργασίες.
Οι διαπραγματεύσεις της Άγκυρας με το Πεκίνο ξεκίνησαν με την υπογραφή μνημονίου συνεργασίας τον Οκτώβριο του 2024. Ωστόσο, οι συνομιλίες αυτές οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο όταν η Κίνα αρνήθηκε να μεταφέρει την τεχνολογία και επέμεινε ότι η επεξεργασία των υλικών θα πρέπει να γίνει αποκλειστικά σε κινεζικό έδαφος. Η Τουρκία, αποφασισμένη να διατηρήσει τον έλεγχο της εγχώριας επεξεργασίας και να αποφύγει τον ρόλο του απλού προμηθευτή πρώτων υλών, απέρριψε την πρόταση.
Καθώς ούτε οι προσπάθειες συνεργασίας με τη Ρωσία απέδωσαν αποτελέσματα, η Άγκυρα στράφηκε προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, με τις συνομιλίες να εντείνονται μετά τη συνάντηση των προέδρων Ντόναλντ Τραμπ και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στον Λευκό Οίκο τον περασμένο μήνα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπό την κυβέρνηση Τραμπ, επιδιώκουν να μειώσουν την εξάρτησή τους από την Κίνα στον τομέα των σπάνιων γαιών, και μια συνεργασία με την Τουρκία θα μπορούσε να συμβάλει στη διαφοροποίηση των εφοδιαστικών αλυσίδων.
Επιπλέον, η Τουρκία βρίσκεται σε συνομιλίες με τον Καναδά και την Ελβετία για πιθανές συμπράξεις. Παρά τις εξελίξεις, ο Ερντογάν έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι το κοίτασμα δεν θα παραδοθεί σε καμία ξένη χώρα και ότι η Τουρκία θα διατηρήσει την εθνική κυριαρχία επί του έργου.
Η γεωπολιτική και εμπορική στρατηγική
Η επανεμφάνιση του θέματος των σπάνιων γαιών στη δημόσια ατζέντα δεν είναι τυχαία. Ο Ερντογάν χρησιμοποιεί το θέμα ως εμπορικό και γεωπολιτικό χαρτί σε κρίσιμες στιγμές. Η πιο πρόσφατη ανακοίνωση τον Οκτώβριο του 2025 έγινε λίγες μέρες μετά την κλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών για τις σπάνιες γαίες.
Τον Οκτώβριο του 2025, η Κίνα επέβαλε νέους αυστηρούς ελέγχους εξαγωγών σπάνιων γαιών, υποχρεώνοντας τις ξένες εταιρείες να λαμβάνουν έγκριση από την κινεζική κυβέρνηση για να εξάγουν προϊόντα που περιέχουν ακόμη και ελάχιστες ποσότητες κινεζικών σπάνιων γαιών. Η κίνηση αυτή εντείνει τον εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, με τον Τραμπ να απειλεί με επιβολή πρόσθετων δασμών 100% στα κινεζικά προϊόντα. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ερντογάν επανέφερε το θέμα των σπάνιων γαιών, υπενθυμίζοντας στους Αμερικανούς ότι η Τουρκία μπορεί να αποτελέσει εναλλακτική πηγή εφοδιασμού.
Παράλληλα, η Άγκυρα επιδιώκει να χρησιμοποιήσει το θέμα των σπάνιων γαιών για να επαναδιαπραγματευτεί άλλα ζητήματα με την Ουάσιγκτον, ιδίως την επιστροφή της στο πρόγραμμα των μαχητικών αεροσκαφών F-35. Οι Ηνωμένες Πολιτείες απέκλεισαν την Τουρκία από το πρόγραμμα το 2019, μετά την απόκτηση του ρωσικού συστήματος αεράμυνας S-400. Η Τουρκία είχε ήδη επενδύσει 1,25 δισεκατομμύρια δολάρια στο πρόγραμμα και επιδιώκει τη λύση του ζητήματος.
Κατά τη συνάντηση Τραμπ-Ερντογάν τον Σεπτέμβριο, οι δύο ηγέτες συζήτησαν την πιθανότητα άρσης του αποκλεισμού, με τον Τραμπ να υπονοεί ότι η απόφαση θα μπορούσε να ληφθεί σχεδόν αμέσως. Ωστόσο, μέχρι στιγμής δεν έχει επιτευχθεί συγκεκριμένη συμφωνία, καθώς η αμερικανική νομοθεσία απαγορεύει την πώληση F-35 στην Τουρκία όσο διατηρεί το σύστημα S-400. Ο Ερντογάν, με τη στρατηγική τού να «δημιουργεί προβλήματα που μόνο ο ίδιος μπορεί να λύσει», επιδιώκει να χρησιμοποιήσει το κοίτασμα των σπάνιων γαιών ως διαπραγματευτικό μοχλό για να επιτύχει τους στόχους του.
Οι αμφισβητήσεις και οι προκλήσεις
Παρά τις επίσημες ανακοινώσεις, παραμένουν σημαντικές αβεβαιότητες σχετικά με την οικονομική βιωσιμότητα του κοιτάσματος. Αναλυτές επισημαίνουν ότι η έλλειψη διαφάνειας ως προς την ποιότητα και τη συγκέντρωση των σπάνιων γαιών δημιουργεί σκεπτικισμό. Ο Ντέιβιντ Μέριμαν της Wood Mackenzie υπογράμμισε ότι το κοίτασμα πιθανώς περιέχει στοιχεία που βρίσκονται σε υπερπροσφορά και όχι τα πιο πολύτιμα στοιχεία που χρησιμοποιούνται σε μαγνήτες υψηλών επιδόσεων.
Ο Κρίστοφερ Έκλστοουν της Hallgarten & Company σημείωσε ότι εάν η Τουρκία είχε πραγματοποιήσει εκτεταμένες γεωτρήσεις, θα έπρεπε να γνωρίζει την ακριβή συγκέντρωση των στοιχείων, αλλά δεν έχουν δημοσιοποιηθεί λεπτομερή στοιχεία. Ο ισχυρισμός ότι το κοίτασμα θα μπορούσε να καλύψει τις παγκόσμιες ανάγκες για 1.000 χρόνια έχει χαρακτηριστεί ως υπερβολικός και χωρίς επιστημονική βάση.
Επιπλέον, η επένδυση που απαιτείται για την ανάπτυξη του κοιτάσματος είναι τεράστια. Μία μονάδα επεξεργασίας μεσαίας κλίμακας, ικανή να χειριστεί 5.000-10.000 τόνους ετησίως, απαιτεί επενδύσεις περίπου 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων πριν παράγει έστω και ένα κιλό διαχωρισμένων σπάνιων γαιών. Η Τουρκία δεν μπορεί να αναλάβει μόνη της αυτό το κόστος, γεγονός που εξηγεί γιατί αναζητά διεθνείς συνεργασίες.
Το περιβαλλοντικό κόστος της επεξεργασίας αποτελεί επίσης σημαντική πρόκληση. Η διαδικασία παράγει όξινα απόβλητα και μπορεί να απελευθερώσει ραδιενεργά παραπροϊόντα, καθώς το θόριο και το ουράνιο συχνά συνυπάρχουν με τις σπάνιες γαίες. Οι δυτικές χώρες έχουν αυστηρούς κανονισμούς σχετικά με την περιβαλλοντική προστασία, γεγονός που καθιστά την επεξεργασία ακόμη πιο περίπλοκη και δαπανηρή.
Το μέλλον του έργου
Η Τουρκία στοχεύει να γίνει ένας από τους πέντε μεγαλύτερους παραγωγούς σπάνιων γαιών παγκοσμίως. Η κρατική εταιρεία Eti Maden έχει ήδη ξεκινήσει την παραγωγή επτά οξειδίων σπάνιων γαιών στην πιλοτική μονάδα, με στόχο να επεκταθεί η παραγωγή σε βιομηχανική κλίμακα με δυναμικότητα 570.000 τόνων μεταλλεύματος ετησίως. Ο Ερντογάν ανακοίνωσε ότι η εγκατάσταση βιομηχανικής κλίμακας θα παράγει περίπου 10.000 τόνους οξειδίων σπάνιων γαιών, 72.000 τόνους βαρύτη, 70.000 τόνους φθορίτη και 250 τόνους θορίου ετησίως.
Ωστόσο, η επιτυχία του έργου εξαρτάται από την ικανότητα της Τουρκίας να εξασφαλίσει τη μεταφορά τεχνολογίας και τη συνεργασία με έμπειρους διεθνείς εταίρους. Ο Ερντογάν έχει αναγνωρίσει ότι οι χώρες και οι εταιρείες που διαθέτουν την τεχνολογία επεξεργασίας είναι «δυστυχώς» διστακτικές να μοιραστούν την εμπειρία τους. Χωρίς την απαραίτητη τεχνογνωσία, το έργο αντιμετωπίζει σοβαρούς κινδύνους καθυστερήσεων και αποτυχίας.
Παράλληλα, η διεθνής ανταγωνιστικότητα του κοιτάσματος παραμένει αβέβαιη. Οι παραγωγοί με το χαμηλότερο κόστος παγκοσμίως μπορούν να παράγουν ένα κιλό οξειδίου σπάνιων γαιών για 11 δολάρια ή λιγότερο. Η Τουρκία θα πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να ανταγωνιστεί αυτά τα κόστη, ειδικά λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη χαμηλότερη συγκέντρωση σπάνιων γαιών στο κοίτασμα και την έλλειψη εμπειρίας στην επεξεργασία.
Το κοίτασμα σπάνιων γαιών της Τουρκίας αποτελεί πραγματικά μία σημαντική ανακάλυψη, αλλά η υπερβολική προβολή και η επανειλημμένη χρήση του ως εργαλείο διπλωματίας δημιουργούν ερωτηματικά σχετικά με την πραγματική του αξία και το χρονοδιάγραμμα εκμετάλλευσης.
Η τεχνική πραγματικότητα είναι ότι η μετατροπή του κοιτάσματος σε εμπορικά βιώσιμη παραγωγή απαιτεί τουλάχιστον 15 χρόνια, τεράστιες επενδύσεις, και κυρίως τη μεταφορά σύνθετης τεχνολογίας που ελάχιστες χώρες κατέχουν. Ωστόσο, στο πλαίσιο της παγκόσμιας προσπάθειας των δυτικών χωρών να μειώσουν την εξάρτησή τους από την Κίνα, το τουρκικό κοίτασμα θα μπορούσε να διαδραματίσει στρατηγικό ρόλο – αρκεί η Άγκυρα να ξεπεράσει τις τεχνικές, οικονομικές και γεωπολιτικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει.