Στο μοναστήρι του Αγίου Μάρκου στη Φλωρεντία, ο Φρα Αντζέλικο, ένας μοναχός του Τάγματος των Δομινικανών, δημιούργησε μια σειρά τοιχογραφιών που απεικονίζουν σκηνές από τη ζωή του Χριστού.
Το μοναστήρι, που περιλαμβάνει και μια εκκλησία, είχε διατελέσει καταφύγιο του ιεροκήρυκα Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα, και είναι επίσης γνωστό για τις μυστικιστικές τοιχογραφίες του Φρα Αντζέλικο και τον τάφο του ουμανιστή της Αναγέννησης Πίκο ντελα Μιράντολα. Το μοναστήρι ανήκε αρχικά στους Συλβεστρίνους μοναχούς (υποομάδα των Βενεδικτίνων), αλλά στις αρχές του 15ου αιώνα παραχωρήθηκε στο Τάγμα των Δομινικανών.
Σύμφωνα με το βιβλίο του Τζόρτζιο Βαζάρι, «Οι ζωές των πιο εξαίρετων ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων», ο Κόζιμο των Μεδίκων ο Πρεσβύτερος, εξέχων Ιταλός τραπεζίτης και πολιτικός, επένδυσε το 1437 περίπου 40.000 φιορίνια για να ανακαινίσει το μοναστήρι ώστε να ταιριάζει με την αισθητική της Αναγέννησης. Στην εποχή των Μεδίκων, ένα φιορίνι μπορούσε να συντηρήσει έναν άνθρωπο που ζούσε απλά για έναν μήνα.

Η ανακαίνιση πραγματοποιήθηκε από τον Μικελότσο, τον αγαπημένο αρχιτέκτονα της οικογένειας των Μεδίκων, και διήρκεσε πέντε χρόνια. Το 1443, στις 6 Ιανουαρίου, αφιερώθηκε στη νύχτα των Θεοφανείων, που τιμά την άφιξη των τριών Μάγων. Ο Φρα Αντζέλικο (περ. 1395-1455) πήρε τον ιερό όρκο ως Δομινικανός μοναχός και στη συνέχεια ζωγράφισε σαράντα τέσσερα κελιά και δύο διαδρόμους στον Άγιο Μάρκο, όπου και ζούσε.
Βαθμίδες πνευματικής αφύπνισης
Οι τοιχογραφίες του Αγίου Μάρκου ήταν σημαντικές για τον διαλογισμό των Δομινικανών, καθοδηγώντας τους μοναχούς να εμβαθύνουν την πνευματική τους δέσμευση μέσω της περισυλλογής.

Στον δεύτερο όροφο του μοναστηριού υπήρχαν τα κελιά-κοιτώνες όπου κοιμόντουσαν οι μοναχοί. Κάθε κελί ήταν διακοσμημένο με μια διαφορετική τοιχογραφία, που απεικόνιζε μια σκηνή από τη ζωή του Χριστού με σκοπό να εμπνεύσει τον διαλογισμό, την προσευχή και την αφοσίωση. Εκτός από τη μοναδική τοιχογραφία που κοσμούσε έναν τοίχο σε κάθε κελί, οι κοιτώνες των μοναχών ήταν απέριττοι, με τους υπόλοιπους τοίχους ασβεστωμένος.
Οι τοιχογραφίες διέφεραν ως προς την πνευματική και διανοητική πολυπλοκότητα. Οι απλούστερες εικόνες προορίζονταν για την περισυλλογή των νεότερων μοναχών, ενώ οι πιο περίτεχνες προορίζονταν για τον διαλογισμό των παλαιότερων μοναχών.
Τρεις τοιχογραφίες που δείχνουν τη σταδιακή πνευματική εμβάθυνση είναι ο «Ευαγγελισμός με τον Άγιο Πέτρο μάρτυρα», η «Μεταμόρφωση» και το «Μή μου ἅπτου».
Ο Ευαγγελισμός

Στον «Ευαγγελισμό με τον Άγιο Πέτρο μάρτυρα», η Παναγία δέχεται με ταπεινότητα το μήνυμα του αγγέλου Γαβριήλ ότι θα συλλάβει και θα γεννήσει έναν γιο, τον Ιησού, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Η τοιχογραφία απεικονίζει το επεισόδιο της Αγίας Γραφής στο Κατά Λουκά 1:26-38. Απαλό φως ακτινοβολεί σε όλο τον αρχιτεκτονικό χώρο και η στάση της Παναγίας εκφράζει ευλάβεια και χάρη.
Η κλειστή αρχιτεκτονική στην οποία διαδραματίζεται η σκηνή αντικατοπτρίζει το περιβάλλον των μοναχών στον Άγιο Μάρκο, γεφυρώνοντας το παρελθόν και το παρόν. Υπογραμμίζει την ιδέα ότι η πνευματική άνοδος ξεκινά από την καθημερινή πραγματικότητα.
Η τοιχογραφία «Ευαγγελισμός», που αποτελεί το πρώτο βήμα προς την πνευματική ανάπτυξη, συμβολίζει την αποδοχή και την υποταγή στον θείο Λόγο. Ακριβώς όπως η Μαρία ανοίγει την καρδιά της στο θέλημα του Θεού, έτσι και ο μοναχός που θαυμάζει αυτή την τοιχογραφία ενθαρρύνεται στην ταπεινότητα και την υπακοή, ώστε να γίνει δεκτικός στα θεία μηνύματα.
Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος

Στη «Μεταμόρφωση», ο Ιησούς οδηγεί τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη στην κορυφή του όρους Θαβώρ, όπου μεταμορφώνεται μπροστά τους. Αυτό το βιβλικό γεγονός καταγράφεται στο Κατά Ματθαίον 17:1-8 που περιγράφει το πρόσωπο του Ιησού λαμπερό και τα ρούχα του φωτεινά.
Πράγματι, ο Φρα Αντζέλικο απεικονίζει τον Ιησού σε μια μάντορλα — φωταύγεια ελλειπτικού σχήματος — με τα λευκά του ρούχα να λάμπουν. Όλο το φως της σύνθεσης ακτινοβολεί από τη μορφή του Χριστού, υποδηλώνοντας ότι είναι η πηγή της πνευματικής φωτεινότητας των μαθητών του.
Οι απόστολοι πέφτουν στο έδαφος και απεικονίζονται γονατιστοί στα πόδια του Ιησού σε κατάσταση φόβου και δέους — μια κατάσταση στην οποία συμμετείχαν οι Δομινικανοί μοναχοί (που απεικονίζονται στο μεσαίο επίπεδο της σύνθεσης) μέσω της προσευχής και της περισυλλογής. Ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης καλύπτουν τα μάτια τους και οπισθοχωρούν, συμβολίζοντας την ανθρώπινη προσπάθεια να κατανοήσει την ανώτερη θεϊκή πραγματικότητα. Οι ανάμεικτες αντιδράσεις τους, που εκφράζουν σεβασμό, φόβο και σύγχυση, αντικατοπτρίζουν την πνευματική άνοδο της ψυχής προς τη φώτιση.
Ακριβώς κάτω από τα απλωμένα χέρια του Χριστού βρίσκονται τα κεφάλια του Μωυσή και του Ηλία, ουράνιων μαρτύρων της ένδοξης σκηνής, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τον Νόμο της Παλαιάς Διαθήκης και τους Προφήτες αντίστοιχα.
Ενώ ο «Ευαγγελισμός» απεικονίζει την ψυχή που ανοίγεται στη θεία παρουσία, η «Μεταμόρφωση» αντιπροσωπεύει την ψυχή που βιώνει τη συντριπτική πραγματικότητα της δόξας του Θεού. Η θεότητα εκδηλώνεται ανοιχτά στη δοξασμένη κατάσταση του Χριστού σε ένα μυστικιστικό όραμα που προαναγγέλλει την Ανάσταση.
«Μή μου ἅπτου»

Ενώ ο Χριστός αποκαλύπτεται στη «Μεταμόρφωση», βρίσκεται ακόμα μέσα στον γήινο χρόνο. Στο «Μή μου ἅπτου» η Μαρία Μαγδαληνή γονατίζει με δέος μπροστά στον αναστημένο Χριστό, που είναι πλέον ένα δοξασμένο ον πέρα από τον χρόνο και τη φυσική αντίληψη, ένα βιβλικό γεγονός που καταγράφεται στο Κατά Ιωάννη 20:17. Η σύνθεση είναι λουσμένη σε απαλό φως. Ο Ιησούς απομακρύνεται από τη Μαρία Μαγδαληνή με μια χειρονομία ευλογίας και εντολής, καθώς αυτή προσπαθεί να τον αγγίξει. Το «Μή μου ἅπτου» συμβολίζει έτσι μια πλήρη πνευματική μεταμόρφωση, όπου η ψυχή υπερβαίνει τη γήινη αντίληψη και αναζητά την πλήρη ένωση με τον Χριστό.
Διάσπαρτα στο καταπράσινο έδαφος υπάρχουν μικροσκοπικά κόκκινα λουλούδια, για τα οποία ο ιστορικός τέχνης Ζορζ Ντιντί-Υμπερμάν πίστευε ότι συμβολίζουν «μικρές κηλίδες […] του αίματος του Χριστού». Πράγματι, ο Φρα Αντζέλικο χρησιμοποίησε το ίδιο χρώμα, το «terra rosa» —ένα χρωστικό που αποτελείται από μικροσκοπικά θραύσματα πυριτίου, η υφή του οποίου δεν μπορεί να αποτυπωθεί φωτογραφικά — για να ζωγραφίσει το αίμα του Χριστού στη «Σταύρωση» και τα λουλούδια στον «Ευαγγελισμό» και στο «Μή μου ἅπτου».
«Έτσι, τα κόκκινα λουλούδια που είναι διάσπαρτα σε αυτόν τον ανοιξιάτικο κήπο σχηματίζουν κάτι σαν μια διακεκομμένη γραμμή που οδηγεί από την Πτώση – τα λουλούδια στον χαμένο Παράδεισο – στην Ενσάρκωση, και από την Ενσάρκωση στη λυτρωτική θυσία: λουλούδια του μαρτυρίου. […] Το αίμα Του ποτίζει τη γη και κάνει μια νέα ανθρωπότητα να αναπτυχθεί εκεί, μια ανθρωπότητα που μιμείται τον Χριστό, μια ανθρωπότητα λυτρωμένη από την αμαρτία», γράφει ο Ντιντί-Υμπερμάν στη μονογραφία του «Φρα Αντζέλικο: Διάκριση και Απεικόνιση».
Η τοιχογραφία του Φρα Αντζέλικο προσκαλεί τον στοχαστικό μοναχό να διαλογιστεί πάνω στην άυλη φύση της πνευματικής μεταμόρφωσης. Η Μαρία Μαγδαληνή επιθυμεί μια σχέση με τον Ιησού. Η λαχτάρα της για εγγύτητα εκφράζεται στην προσπάθειά της να αγγίξει τον αναστημένο Χριστό. Ωστόσο, η άρνηση του Χριστού να την αφήσει να τον αγγίξει υπενθυμίζει στους θεατές ότι η αληθινή σχέση με τον Θεό υπερβαίνει τους φυσικούς τρόπους και επιτυγχάνεται μέσω της πίστης, της προσευχής και του στοχασμού.
Ως αποτέλεσμα, ο μοναχός καλείται να αποκοπεί από τις σωματικές επιθυμίες και όλες τις γήινες προσκολλήσεις και να αγκαλιάσει αντ’ αυτών την πνευματική ανάσταση της ψυχής.
Στο βιβλίο του «Italian Hours» (1909), ο συγγραφέας Χένρυ Τζέημς περιγράφει την εμπειρία του μπροστά στην τοιχογραφία του Φρα Αντζέλικο «Η Σταύρωση» (10 x 5,5 μ.)
«Κοίταζα για πολύ ώρα, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Η τοιχογραφία απεικονίζει το μαρτυρικό σε μεγάλη κλίμακα και, αφού θαυμάσεις την ομορφιά της, νιώθεις τόσο ελεύθερος να φύγεις ξαφνικά όσο θα ένιωθες αν έφευγες από την εκκλησία κατά τη διάρκεια του κηρύγματος. Μπορεί να είσαι μην είσαι τόσο ευλαβής όσο ήταν ο Φρα Αντζέλικο, αλλά νιώθεις ότι η πνευματική ευπρέπεια σε προτρέπει να αφήσεις μια τόσο συγκινητική απεικόνιση της χριστιανικής ιστορίας να σε συγκινήσει όσο γίνεται περισσότερο.»
Της Mari Otsu