Η ελληνική Epoch Times μεταφράζει κατά τμήματα το «Όνειρο Πορφυρών Δωματίων».
Το «Όνειρο Πορφυρών Δωματίων» είναι ένα από τα τέσσερα μεγάλα λογοτεχνικά βιβλία της Κίνας.
Γράφτηκε περί το 1760 από τον Τσάο Σιουε-τσιν, κατά την Δυναστεία Τσινγκ (1644-1911).
Μπορείτε να διαβάσετε τα υπόλοιπα τμήματα του βιβλίου εδώ.
* * *
Μόλις ο Παο-γιού άκουσε αυτήν την παρατήρηση, παραδόθηκε αμέσως σε έναν παροξυσμό έξαλλου παράπονου, και βγάζοντας τον λίθο, τον έριξε περιφρονητικά στο έδαφος. «Σπάνιο αντικείμενο, πράγματι!» φώναξε, καθώς του απηύθυνε ύβρεις· «δεν έχει ιδέα πως να διαχωρίζει το εξαίρετο από το κακό, μεταξύ των ανθρώπινων όντων· και πείτε μου, έχει την όποια αντίληψη ή όχι; Κι εγώ επίσης μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό το σκουπίδι!»
Όλοι όσοι κάθονταν παρακάτω είχαν μείνει άναυδοι· και όλοι μαζί πήγαν μπροστά, θέλοντας να πάρουν τον λίθο.
Η πρώτη κυρία Τζια ήταν τόσο αναστατωμένη που έσφιξε τον Παο-γιού στην αγκαλιά της. «Εσύ παιδί της οργής», αναφώνησε. «Όταν σε καταλαμβάνει το πάθος, είναι εύκολο για εσένα να χτυπήσεις και να κακομεταχειριστείς άλλους· αλλά τι σε έκανε να πετάξεις αυτόν τον λίθο της ζωής;»
Το πρόσωπο του Παο-γιού ήταν καλυμμένο με ίχνη δακρύων. «Όλες οι ξαδέλφες μου εδώ, μεγαλύτερες και μικρότερες», απάντησε, με λυγμούς, «δεν έχουν λίθο, και αν μόνο εγώ έχω έναν, δεν υπάρχει χαρά σε αυτό, επιμένω! Και τώρα έρχεται αυτή η αγγελικού τύπου εξαδέλφη, και επίσης δεν έχει, άρα είναι σαφές ότι δεν είναι κάτι πολύτιμο.»
Η πρώτη κυρία Τζια βιάστηκε να τον παρηγορήσει. «Αυτή η εξαδέλφη σου», εξήγησε, «θα ερχόταν υπό φυσιολογικές συνθήκες εδώ με έναν λίθο· και επειδή η θεία σου ένιωθε ανίκανη, καθώς κειτόταν στο νεκρικό κρεβάτι, να συμφιλιωθεί με την ιδέα του αποχωρισμού από την ξαδέλφη σου, και έτσι απουσία της όποιας θεραπείας, πήρε αμέσως τον λίθο που ανήκε στην κόρη της, μαζί της· έτσι ώστε, πρώτον, με την εκπλήρωση των τελετών της ταφής ζωντανού με νεκρό να μπορεί να εκλπηρωθεί η ευσέβεια της εξαδέλφης σου· και δεύτερον, ότι το πνεύμα της θείας σου να μπορεί, προς το παρόν, να τον χρησιμοποιήσει για να ικανοποιήσει την επιθυμία να κοιτάει την ξαδέλφη σου. Γι΄ αυτό απλώς σου είπε πως δεν έχει νεφρίτη· γιατί δεν θα μπορούσε να θέλει να επαινέσει τον εαυτό της. Τώρα, πως θα μπορούσες να συγκρίνεις τον εαυτό σου με αυτήν; Και δεν το έχεις βάλει ακόμα πάνω σου, προσεκτικά και με τάξη; Πρόσεξε, η μητέρα σου μπορεί να μάθει τι έκανες!»
Καθώς έλεγε αυτές τις λέξεις, πήρε γρήγορα τον νεφρίτη από το χέρι μιας κόρης, και η ίδια τον προσάρμοσε πάνω του.
Όταν ο Παο-γιού άκουσε αυτήν την εξήγηση, αφέθηκε σε συλλογισμό, αλλά ούτε και τότε ακόμα μπόρεσε να εκφράσει τα όποια περαιτέρω επιχειρήματα.
Μια βοηθός μεγαλύτερης ηλικίας ήρθε εκείνη την στιγμή και ρώτησε για τα δωμάτια της Ταϊ-γιού, και η πρώτη κυρία Τζια πρόσθεσε αμέσως: «Βάλτε τον Παο-γιού με εμένα, στο ζεστό δωμάτιο του συγκροτήματος διαμερισμάτων μου, και βάλτε την κυρία σας, Δεσποινίδα Λιν, προσωρινά στο οίκημα με την πράσινη σίτα· και όταν το υπόλοιπο του χειμώνα περάσει, και έχουν γίνει επιδιορθώσεις την άνοιξη στα δωμάτιά τους, μια επιπλέον πτέρυγα μπορεί να στηθεί για αυτήν ώστε να έχει εκεί τα διαμερίσματά της.»
«Αγαπητή μου πρόγονε», τόλμησε να πει ο Παο-γιού, «η κλίνη που χρησιμοποιώ εκτός του οικήματος της πράσινης σίτας είναι πολύ άνετη· και τι ανάγκη υπάρχει να έρθω και να ενοχλήσω την ηρεμία και ησυχία της γηραιάς δεσποσύνης σας;»
«Λοιπόν, εντάξει», παρατήρησε η πρώτη κυρία Τζια, μετά από κάποια σκέψη· «αλλά ας έχει ο καθένας σας μια βοηθό, καθώς και μια κόρη για την προσωπική σας εξυπηρέτηση· το άλλο προσωπικό μπορεί να παραμείνει εκτός των δωμάτων και να φυλάσσει την νύχτα και να είναι έτοιμο να απαντήσει στην όποια κλήση.»
Από νωρίς, εξ άλλου, η Σι-φενγκ είχε στείλει έναν οικιακό βοηθό εκεί με μια γκρι κουρτίνα ανθών, κεντημένες μικρές κουβέρτες και σατέν παπλώματα και άλλα παρόμοια αντικείμενα.
Η Ταϊ-γιού είχε φέρει μαζί της μόνο δύο οικιακές βοηθούς· η μία ήταν η παραμάνα της, κυρία Γουάνγκ, και η άλλη μια νεαρή κόρη προσωπικού δεκαέξι χρονών, με όνομα Σιουε-γεν. Η πρώτη κυρία Τζια, αντιλαμβανόμενη ότι η Σιουε-γεν ήταν πολύ νεαρή και πολύ παιδί στον τρόπο της, ενώ η παραμάνα Γουάνγκ ήταν, αντιθέτως, πολύ γηραιά, υπέθεσε ότι η Ταϊ-γιού, σε όλα όσα θα ήθελε, δεν θα είχε τα πράγματα όπως θα έπρεπε, και έτσι απέσπασε δύο κόρες προσωπικού, που ήταν οι προσωπικές βοηθοί της, με όνομα Τζου-τσουέν και Γινγκ-κο, και τις έβαλε στην υπηρεσία της Ταϊ-γιού. Καθώς η Γινγκ-τσουν και οι άλλες κόρες, η κάθε μία από τις οποίες είχε τις παραμάνες που τις φρόντιζαν από την μικρή τους ηλικία, είχαν επίσης και τέσσερις ακόμα γυναίκες να τις συμβουλεύουν και να τις οδηγούν, και αποκλειστικά δύο προσωπικές βοηθούς για τα ενδύματα και τουαλέτα τους, τέσσερις με πέντε επιπλέον κόρες για πλύσιμο και σκούπισμα των δωματίων και για να τρέχουν εδώ κι εκεί για δουλειές.
Η παραμάνα Γουάνγκ, η Τζου-τσουάν και τα άλλα κορίτσια πήγαν αμέσως να αναλάβουν την φροντίδα της Ταϊ-γιού στα δώματα της πράσινης σίτας, ενώ η παλιά παραμάνα του Παο-γιού, κυρία Λι, μαζί με μια γηραιά βοηθό, με όνομα Σι-τζεν, είχαν υπηρεσία στο δωμάτιο με την μεγάλη κλίνη.
Αυτή η Σι-τζεν ήταν αρχικά μία από τις βοηθούς της κυρίας Τζια. Το όνομά της τις παλιές μέρες ήταν Τσεν-τσου. Καθώς η αξιοσέβαστη δεσποσύνη της, στην τρυφερή αγάπη της για τον Παο-γιού, φοβήθηκε ότι το προσωπικό του Παο-γιού δεν θα μπορούσε να εκπληρώνει καλά τα καθήκοντά του, την μετέθεσε αμέσως στον Παο-γιού, καθώς είχε έως τότε εμπειρία από το πόσο ειλικρινής και καλή ήταν στην καρδιά.
Ο Παο-γιού, γνωρίζοντας ότι το επώνυμό της ήταν κάποτε Χουά, και έχοντας κάποτε δει σε μερικούς στίχους ενός αρχαίου ποιήματος, την γραμμή «η ευωδία των ανθών στροβιλίζεται στον αέρα μεταμορφούμενη σε άνθρωπο», δεν έχασε καιρό να το εξηγήσει αυτό στην πρώτη κυρία Τζια, η οποία αμέσως άλλαξε το όνομά της σε Σι-τζεν.
Αυτή η Σι-τζεν είχε αρκετά απλά χαρακτηριστικά. Όσο ήταν στην υπηρεσία της κυρίας Τζια, στην καρδιά και τα μάτια της δεν υπήρχε κανένας άλλος εκτός από την αξιοσέβαστη δεσποσύνη της, και μόνο αυτή· και τώρα στην φροντίδα του Παο-γιού, η καρδιά και τα μάτια της ήταν και πάλι γεμάτα με τον Παο-γιού, και μόνο αυτόν. Αλλά καθώς ο Παο-γιού είχε κακό ταπεραμέντο και δεν έδινε σημασία στις πολλές συμβουλές της, ένιωθε στην καρδιά εξαιρετικά λυπημένη.
Την νύχτα, αφότου η παραμάνα Λι είχε κοιμηθεί, βλέποντας ότι στα εσώτερα δώματα, η Ταϊ-γιού, η Γινγκ-κο και οι άλλες δεν είχαν ακόμα αποχωρήσει για ύπνο, έβγαλε το εξωτερικό της ένδυμα, και με απαλό βήμα περπάτησε μέσα.
«Πως και έτσι, δεσποινίς», ρώτησε μειδιώντας, «και ακόμα δεν έχετε πάει για ύπνο;»
Η Ταϊ-γιού αμέσως πρόσφερε ένα χαμόγελο. «Καθίστε, αδελφή», είπε, πιέζοντάς την να πάρει μια θέση. Η Σι-τζεν κάθισε στην άκρη της κλίνης.
«Η δεσποινίς Λιν», παρεμβλήθηκε η Γινγκ-κο με χαμόγελο, «ήταν εδώ σε μια πολύ κακή νοητική κατάσταση! Έκλαψε τόσο πολύ μόνη της, που τα μάτια της πλημμύριζαν, μόλις σκούπιζε τα δάκρυά της. “Μόλις σήμερα ήρθα”, είπε, “και υπήρξα ήδη αιτία παροξυσμού του νεαρού κυρίου σας. Αν έσπαζε αυτόν τον νεφρίτη, καθώς τον εκτόξευσε στο έδαφος, δεν θα ήταν πταίσμα μου;” Και έτσι ήταν πολύ πληγωμένη στην καρδιά, και προσπάθησα πάρα πολύ μέχρι να την καθησυχάσω.»
«Σταματήστε αμέσως να το σκέφτεστε, δεσποινίς! Μην συνεχίσετε έτσι», την συμβούλεψε η Σι-τζεν· «θα συμβούν, φοβάμαι, στο μέλλον, πράγματα πολύ πιο περίεργα και γελοία από αυτό· και αν αφήσετε τον εαυτό σας να πληγώνεται και να επηρεάζεται σε τέτοιον βαθμό από συμπεριφορά όπως η δική του, πιστεύω πως θα υποφέρετε ατελείωτες πληγές και πόνο· έτσι γρήγορα αφήστε αυτήν την υπερευαίσθητη φύση!»
«Αυτό που εσείς αδελφές με συμβουλεύετε», απάντησε η Ταϊ-γιού, «θα το έχω στον νου, και θα είναι εντάξει.»
Μίλησαν λίγο ακόμα, πριν τελικά αποσυρθούν για την νυχτερινή ανάπαυση.
Την επομένη, σηκώθηκαν νωρίς και πήγαν να χαιρετήσουν την πρώτη κυρία Τζια, και μετά στα διαμερίσματα της κυρίας Γουάνγκ, βρήκαν την κυρία Γουάνγκ και την Σι-φενγκ μαζί, να ανοίγουν γράμματα που είχαν φτάσει από την Τσιν Λινγκ. Ήταν επίσης στο δώμα δύο παντρεμένες γυναίκες, που είχαν σταλεί από το σπίτι της γυναίκας του μεγαλύτερου αδελφού της κυρίας Γουάνγκ για να παραδώσουν ένα μήνυμα.
Η Ταϊ-γιού, είναι αλήθεια, δεν αντιλαμβανόταν τι γίνεται, αλλά η Ταν-τσουν και οι άλλες γνώριζαν ότι συζητούσαν για τον γιο της αδελφής της μητέρας της, που είχε κάνει γάμο στην οικογένεια Σιουέ, στην πόλη Τσιν Λινγκ, με μια ξαδέλφη τους, τον Σιουέ Παν, ο οποίος βασιζόμενος στον πλούτο και επιρροή του, είχε, επιτιθέμενος σε έναν άντρα, διαπράξει ανθρωποκτονία, και τώρα επρόκειτο να δικαστεί στο δικαστήριο της επαρχίας Γινγκ Τιέν.
Ο θείος από την πλευρά της μητέρας της, Γουάνγκ Τζου-τενγκ, είχε τώρα, λαμβάνοντας τα νέα, αποστείλει αγγελιαφόρους για να πάνε τα νέα στην οικογένεια Τζια. Αλλά το επόμενο κεφάλαιο θα εξηγήσει ποιο ήταν το απώτερο θέμα της επιθυμίας αυτής της οικογένειας να στείλει γράμμα στην οικογένεια Σιουέ να έλθει στην πρωτεύουσα.