Σε μια από τις μεγαλύτερες αστυνομικές επιχειρήσεις των τελευταίων ετών στην Ελλάδα, η Υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος Βορείου Ελλάδος εξάρθρωσε την Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2025 εγκληματική οργάνωση που φέρεται να απέσπασε παράνομα επιδοτήσεις από τον ΟΠΕΚΕΠΕ (Οργανισμό Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων). Τα 37 άτομα που συνελήφθησαν σε έξι περιοχές της χώρας οδηγήθηκαν υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας και με καλυμμένα τα πρόσωπά τους στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, αντιμετωπίζοντας βαρύτατες κατηγορίες που ενδέχεται να επιφέρουν ποινές κάθειρξης.
Η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε ταυτόχρονα σε Θεσσαλονίκη, Πέλλα, Έδεσσα, Γιαννιτσά, Ιωάννινα, Αττική και Κρήτη, με τη συνδρομή πολυάριθμων αστυνομικών δυνάμεων. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (EPPO), που συντόνισε την έρευνα σε συνεργασία με τις ελληνικές αρχές, εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία περιγράφει την οργάνωση ως «ιεραρχική εγκληματική ομάδα» με διακριτούς ρόλους και συνεχή δραστηριότητα από το 2018 τουλάχιστον μέχρι σήμερα.
Τα ξημερώματα της Πέμπτης 23 Οκτωβρίου, λίγο πριν τις 4:00 π.μ., ξεκίνησε μία από τις μεγαλύτερες μεταγωγές κατηγορουμένων που έχουν γίνει στην Ελλάδα. Συνολικά 34 από τους 37 συλληφθέντες (21 από τη Θεσσαλονίκη, 11 από την Πέλλα και 2 από τα Γιάννενα) μεταφέρθηκαν με κομβόι 24 οχημάτων από το Αστυνομικό Μέγαρο Θεσσαλονίκης προς την Αθήνα. Η μεταγωγή έγινε με 23 συμβατικά οχήματα της ΕΛΑΣ και ένα περιπολικό συνοδείας, ενώ χρειάστηκε ολόκληρο βαν για τη μεταφορά των διαβιβαστικών εγγράφων και των αποδεικτικών στοιχείων.
Οι συλληφθέντες έφτασαν στη ΓΑΔΑ γύρω στις 10:00 π.μ. της Πέμπτης, όπου παρέμειναν για σύντομο χρονικό διάστημα πριν μεταφερθούν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία επί της οδού Λουκάρεως. Με κουκούλες και μπουφάν που κάλυπταν εντελώς τα πρόσωπά τους, οι κατηγορούμενοι εξήλθαν από τη ΓΑΔΑ και οδηγήθηκαν στα γραφεία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, όπου παρέμειναν περίπου 90 λεπτά. Στη συνέχεια, μεταφέρθηκαν στα δικαστήρια της πρώην Σχολής Ευελπίδων για να παρουσιαστούν ενώπιον του Έλληνα Ευρωπαίου Ανακριτή.
Οι βαρύτατες κατηγορίες
Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία άσκησε ποινική δίωξη κατά των 37 κατηγορουμένων για τέσσερα σοβαρότατα κακουργήματα:
-
Σύσταση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση: Η οργάνωση φέρεται να είχε σαφή ιεραρχική δομή με διακριτούς ρόλους και διατελούσε σε συνεχή δραστηριότητα από το 2018.
-
Απάτη σε βάρος ευρωπαϊκών επιχορηγήσεων: Μέσω ψευδών δηλώσεων για ανύπαρκτες εκτάσεις, πλαστών εγγράφων και εικονικών στοιχείων, η οργάνωση απέσπασε παράνομα ευρωπαϊκά κονδύλια.
-
Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης: Τα μέλη υπέβαλαν πλαστά έγγραφα ιδιοκτησίας, μισθωτήρια και βεβαιώσεις ζωικού κεφαλαίου.
-
Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα μαύρου χρήματος): Μέσω εικονικών τιμολογίων, πολλαπλών τραπεζικών λογαριασμών και ανάμειξης των παράνομων εσόδων με νόμιμα, τα μέλη της οργάνωσης προσπάθησαν να αποκρύψουν την προέλευση των χρημάτων.
Η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες προχώρησε σε δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών 29 εμπλεκομένων ατόμων και όλων των περιουσιακών τους στοιχείων.
Σε έντονη αντίθεση με το προφίλ των πραγματικών αγροτών, οι περισσότεροι συλληφθέντες δεν είχαν καμία σχέση με τον αγροτικό τομέα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της αστυνομίας, ανάμεσα στους κατηγορούμενους είναι σερβιτόροι, DJ, μάγειρες, υπάλληλοι ξενοδοχείων, οδηγοί, ανειδίκευτοι εργάτες, ένας ηλεκτρολόγος μηχανικός, ένας φυσικοθεραπευτής, πωλητές και ιδιοκτήτες καταστημάτων. Οι άνθρωποι αυτοί εμφανίζονταν ψευδώς ως «αγρότες» για να εισπράττουν επιδοτήσεις για ανύπαρκτα χωράφια και ζώα που δεν κατείχαν.
«Οι περισσότεροι από αυτούς δεν φαίνεται να έχουν καμία πραγματική σχέση με τη γεωργία, γεγονός που υποδηλώνει ότι η συμμετοχή τους εξυπηρετούσε αποκλειστικά τη διευκόλυνση της απάτης», τονίζει στην ανακοίνωσή της Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.
Στο επίκεντρο της έρευνας βρίσκονται δύο άτομα που φέρονται ως αρχηγοί της εγκληματικής οργάνωσης.
Ο πρώτος φερόμενος αρχηγός είναι ένας 38χρονος από τα Γιαννιτσά, πρώην υπάλληλος σε πιστοποιημένο Κέντρο Υποδοχής Δηλώσεων (ΚΥΔ) που ο ίδιος παρουσιαζόταν ως «αγρότης». Εργαζόταν ως υπεύθυνος έργου σε ΚΥΔ, αποκτώντας έτσι εξειδικευμένη γνώση της διαδικασίας υποβολής αιτήσεων στον ΟΠΕΚΕΠΕ. Η ικανότητά του να εντοπίζει επιλέξιμα αγροτεμάχια και βοσκοτόπια που δεν είχαν δηλωθεί τον καθιστούσε ιδανικό για την οργάνωση της απάτης. Είχε δημιουργήσει προσωπική πελατεία από περίπου 300 αγρότες που εξυπηρετούσε προσωπικά, ακόμη και εκτός του γραφείου του.
Ο 38χρονος διατηρούσε πολυτελή τρόπο ζωής, με ταξίδια στο Ντουμπάι, τις ΗΠΑ και την Κωνσταντινούπολη, διαμονή σε πολυτελή ξενοδοχεία της Χαλκιδικής και συχνές αγορές από επώνυμους οίκους όπως FENDI, PRADA και GUCCI. Κατά τον έλεγχο εντοπίστηκαν πληρωμές από την πιστωτική του κάρτα ύψους 319.384 ευρώ και από τη χρεωστική του ύψους 95.468 ευρώ. Μέσω στοιχημάτων νομιμοποιούσε τα παράνομα έσοδά του, ενώ είχε προχωρήσει σε εικονικό διαζύγιο με τη σύζυγό του το καλοκαίρι του 2024, όταν άρχισαν οι έλεγχοι, προκειμένου να αποφύγουν την κατάσχεση περιουσίας.
Στην οργάνωση συμμετείχαν επίσης ο 68χρονος πατέρας του, που λειτουργούσε ως ενδιάμεσος παίρνοντας χρήματα από μέλη της οργάνωσης, καθώς και η σύζυγός του που διακινούσε τα χρήματα μέσω τραπεζικών λογαριασμών καταστημάτων ένδυσης που διέθετε.
Ο δεύτερος φερόμενος αρχηγός είναι ένας 36χρονος ενεργός υπάλληλος σε Κέντρο Υποδοχής Δηλώσεων στις Μοίρες Ηρακλείου Κρήτης, γνωστός με το προσωνύμιο «Φραπές» (κατά κόσμον Γιώργος Ξυλούρης). Ο 36χρονος φέρεται να διαθέτει αδικαιολόγητη περιουσία και να έχει βασικό ρόλο στον συντονισμό των παράνομων δραστηριοτήτων.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο «Φραπές» είχε περάσει και από το χώρο της αυτοδιοίκησης, διατελώντας μέλος της ηγεσίας της Ελληνικής Εταιρίας Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Ε.Τ.Α.Α. Α.Ε) από τις 2 Ιουλίου 2021 έως το 2024.
Η εγκληματική οργάνωση εκμεταλλεύτηκε συστηματικά διαδικαστικά κενά στην υποβολή Ενιαίων Αιτήσεων Ενίσχυσης (ΕΑΕ) στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι μέθοδοι που ακολουθούσαν ήταν πολύπλοκες και καλά οργανωμένες.
Ο ηγετικός πυρήνας, αξιοποιώντας την εξειδικευμένη γνώση που αποκτήθηκε μέσω της προηγούμενης εργασίας σε ΚΥΔ, εντόπιζε επιλέξιμα αγροτεμάχια και βοσκοτόπια ανά την Ελλάδα που δεν είχαν δηλωθεί από κανέναν. Αυτά τα ακίνητα, συνήθως μεγάλης έκτασης και μακριά από την κατοικία των φερόμενων ως ιδιοκτητών, καταχωρίζονταν ψευδώς στο Ε9 τρίτων προσώπων (μελών ή προσώπων-βιτρίνας) ή εμφανίζονταν ως μισθωμένα, χωρίς να ανταποκρίνονται στην πραγματική περιουσιακή κατάσταση.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα δηλωθέντα βοσκοτόπια ήταν στην πραγματικότητα δημόσιες εκτάσεις, οι οποίες προηγουμένως είχαν διατεθεί μόνο για χρήση από κτηνοτρόφους που δεν διέθεταν δική τους αγροτική γη.
Σε περιπτώσεις κτηνοτρόφων-μελών, δηλώνονταν ψευδώς μεγαλύτεροι αριθμοί ζωικού κεφαλαίου στις Ε.Α.Ε. από αυτούς που ήταν δηλωμένοι στο Εθνικό Μητρώο Ζωικού Κεφαλαίου. Στόχος ήταν η λήψη αυξημένων ενισχύσεων και η κατανομή μεγαλύτερης έκτασης δημοσίων βοσκοτόπων. Φούσκωναν τεχνητά τον αριθμό των ζώων τους για να αυξήσουν το ύψος των επιδοτήσεων.
Η οργάνωση χρησιμοποιούσε πλαστά ή παραπλανητικά έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων ψευδών δηλώσεων σχετικά με την ιδιοκτησία ή τη μίσθωση βοσκοτόπων που ήταν επιλέξιμοι για επιδοτήσεις. Τα μέλη εξέδιδαν εικονικά τιμολόγια για να δικαιολογήσουν τις συναλλαγές και να δημιουργήσουν την εντύπωση νόμιμων οικονομικών δραστηριοτήτων.
Για να αποκρύψουν την προέλευση των παράνομων εσόδων, τα μέλη της οργάνωσης διοχέτευαν τα χρήματα μέσω πολλαπλών τραπεζικών λογαριασμών και αναμειγνύαν τα παράνομα έσοδα με νόμιμα. Μέρος των χρημάτων ξοδευόταν σε πολυτελή αγαθά, ταξίδια και οχήματα.
Η προκαταρκτική έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας εντόπισε 324 άτομα ως δικαιούχους των αμφισβητούμενων πληρωμών, προκαλώντας εκτιμώμενη ζημιά άνω των 19,6 εκατομμυρίων ευρώ στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Από αυτούς, 42 θεωρούνται άμεσα εμπλεκόμενοι και αντιμετωπίζονται ως τρέχοντα μέλη της φερόμενης εγκληματικής οργάνωσης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των ελληνικών αρχών, η οργάνωση φέρεται να έλαβε από τον ΟΠΕΚΕΠΕ συνολικά 6 εκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων τα 3,2 εκατομμύρια παρανόμως. Ωστόσο, αστυνομικές πηγές εκτιμούν ότι το πραγματικό ποσό των παράνομων επιδοτήσεων θα αγγίξει τα 10 εκατομμύρια ευρώ μετά την ολοκλήρωση των ελέγχων.