Σχολιασμός
Ένα στα τέσσερα άτομα μεταξύ των νέων έχει θετική άποψη για τον κομμουνισμό, δείχνουν πρόσφατες δημοσκοπήσεις – ένα ποσοστό που συμπίπτει ενδεικτικά με το ποσοστό του πληθυσμού της Καμπότζης που εξοντώθηκε από το καθεστώς των Ερυθρών Χμερ τη δεκαετία του 1970.
Το 25% των νέων που βλέπουν θετικά τον κομμουνισμό ως οικονομικό σύστημα είναι σχεδόν ισοδύναμο με το ποσοστό των Καμποτζιανών που δολοφονήθηκαν εξαιτίας των πολιτικών του καθεστώτος των Ερυθρών Χμερ. Πρόκειται για μια περίοδο που χαρακτηρίστηκε από βασανιστήρια, αυθαίρετες εκτελέσεις, καταναγκαστική εργασία, μαζικές μετακινήσεις πληθυσμού και σκόπιμη, μαζική πείνα. Μέσα σε μόλις τρία χρόνια, υπολογίζεται ότι δύο έως τρία εκατομμύρια άνθρωποι σκοτώθηκαν στο πλαίσιο ενός «πολιτικού πειράματος» που ενορχηστρώθηκε από νεαρούς ανθρώπους οι οποίοι, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, πίστευαν πως οικοδομούσαν μια ειρηνική, ισότιμη ουτοπία.
Όταν ο Σαλόθ Σαρ γεννήθηκε στις 19 Μαΐου, ακριβώς πριν από 100 χρόνια, τίποτα δεν προμήνυε πως θα εξελισσόταν σε έναν από τους πιο τρομακτικούς τυράννους του 20ού αιώνα. Κατά γενική ομολογία, επρόκειτο για ένα ευγενικό και έξυπνο παιδί με καλούς τρόπους, αγαπητό στους συμμαθητές και τους δασκάλους του. Η οικογένειά του διατηρούσε ένα αγροτικό αλλά εύπορο νοικοκυριό, και ο ίδιος έτυχε προνομιακής εκπαίδευσης υπό το αποικιακό καθεστώς της Γαλλίας, που τότε διοικούσε την Καμπότζη. Οι σπουδές του τον οδήγησαν τελικά στο Παρίσι με υποτροφία, όπου ήρθε σε επαφή με το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας και με μαρξιστές-λενινιστές επαναστάτες.
Όπως και πολλοί ιδεαλιστές φοιτητές στα πανεπιστήμια του Χάρβαρντ ή του Γέιλ, ο Σαλόθ Σαρ θεωρούσε ότι ο δυτικός καπιταλισμός ήταν μια διαβρωτική δύναμη που στερούσε τους Ασιάτες αγρότες από την ηθική τους αξία και την ευγένεια της ύπαρξής τους. Μαζί με φίλους του, επιδίωκε να δημιουργήσει μια νέα εθνική ταυτότητα και να προκαλέσει ένα «Έτος Μηδέν» – μια ριζική αφετηρία κατά την οποία όλοι οι άνθρωποι θα ήταν ίσοι και οι ανάγκες των φτωχών και αδύναμων θα ικανοποιούνταν.
Το έτος ήταν 1959. Οι παγκόσμιοι πόλεμοι και η αποικιοκρατία είχαν κατακερματίσει την Ασία. Ο ίδιος πίστευε ότι ο λαός της Καμπότζης άξιζε κάτι καλύτερο από το να αποτελεί μαριονέτα της Ιαπωνίας ή του Βιετνάμ, ή να μετατρέπεται σε πεδίο βομβαρδισμών των δυτικών στρατών. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του εργάστηκε ως δάσκαλος, ενώ ταυτόχρονα εμπνεόταν από τον Μάο Τσε Τουνγκ, τον μαρξιστή ηγέτη της γειτονικής Κίνας, συμβάλλοντας στη θεμελίωση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Καμπουτσέας .
Με τον καιρό, πείστηκε ότι η επιστροφή των ανθρώπων στην αρχέγονη αθωότητα και ισότητα απαιτούσε τον εξοβελισμό όλων των «διεφθαρμένων» επιρροών της σύγχρονης ζωής – των τραπεζών, των εργοστασίων, των νοσοκομείων, των πανεπιστημίων και κάθε άλλης μορφής θεσμού. Όποιος ήταν μορφωμένος (εκτός φυσικά από τον ίδιο και τον στενό του κύκλο), όποιος επέλεγε να ζει σε πόλη ή να ασκεί κάποιο επάγγελμα, θεωρούνταν υπερόπτης απέναντι στον απλό αγρότη. Ο Σαλόθ Σαρ και οι σύντροφοί του θεωρούσαν καθήκον τους να τιμωρήσουν και να «επανεκπαιδεύσουν» τέτοιους ανθρώπους, ώστε να οδηγήσουν την κοινωνία σε μια χρυσή εποχή αγροτικής ισότητας.
Μόνο μετά την επιστροφή του στην Καμπότζη θα έπαιρνε το όνομα με το οποίο έγινε παγκοσμίως γνωστός – ένα πολιτισμικό ψευδώνυμο χωρίς ιδιαίτερη σημασία, αντίστοιχο με τα «Κύριος Τάδε» ή «Κύριος Κανένας»: Πολ Ποτ.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Καμπουτσέας –το όνομα της Καμπότζης στη γλώσσα των Χμερ– έγινε διεθνώς γνωστό ως οι Ερυθροί Χμερ, ένα καθεστώς που σφαγίασε εκατομμύρια ανθρώπους. Ωστόσο, η ιστορία δεν ξεκίνησε έτσι.
Ο πράος γιος ενός αγρότη ερωτεύτηκε ένα πολιτικό όραμα για τη χώρα και τον λαό του – και πίστεψε σε αυτό τόσο φανατικά, που δεν δίστασε να καταστρέψει και τα δύο στο όνομα της τελειοποίησής τους.
Ο βιογράφος Φίλιπ Σορτ έχει επισημάνει ότι το να χαρακτηρίζει κανείς τον Πολ Ποτ και τον στενό του κύκλο απλώς «δολοφόνους ψυχοπαθείς» ενέχει τον κίνδυνο να αποσιωπήσει μια πραγματικότητα που ήταν ταυτόχρονα πιο κοινότοπη και πολύ πιο σκοτεινή.
Ο χαρακτηρισμός των γεγονότων της Καμπότζης ως «γενοκτονία» ενέχει, κατά τον ίδιο τρόπο, τον κίνδυνο να αποκρύψει την τετριμμένη φύση της βίας αλλά και την διεστραμμένη ιδεολογία του κομμουνιστικού κινήματος. Ο Πολ Ποτ, σύμφωνα με την ανάλυση, δεν είχε στόχο να εξαλείψει γενετικά τους Χμερ· το αντίθετο – θεωρούσε ότι προσπαθούσε να «τελειοποιήσει» τον αγαπημένο του λαό, εξαλείφοντας όσους έκρινε ότι υπονόμευαν την επανάσταση ή δεν ήταν αρκετά αφοσιωμένοι στην ιδανική κοινωνία του μέλλοντος. Όπως συνέβη και με άλλα κομμουνιστικά καθεστώτα, η αποτυχία του οδήγησε σε ένα ανελέητο κυνήγι προδοτών και αποδιοπομπαίων τράγων, με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι άνθρωποι να θεωρούνται «αποδεκτές θυσίες» για το «γενικό καλό».

Και ο Πολ Ποτ δεν ήταν μόνος του σε αυτή την πορεία. Χιλιάδες άνθρωποι τον βοήθησαν. Από τη στιγμή που το όραμα μιας κομμουνιστικής Καμπουτσέας ριζώθηκε στις συνειδήσεις, πολλοί –ακόμα και όταν είδαν τις οικογένειές τους να δολοφονούνται, τα παιδιά τους να απάγονται, τα σπίτια τους να καίγονται, τους φίλους τους να εξορίζονται, τις πόλεις τους να αδειάζουν– συνέχισαν να πιστεύουν σε αυτό το θολό, ρομαντικό όνειρο που είχε γεννηθεί στα διανοουμενίστικα σαλόνια του Παρισιού. Οι διανοούμενοι που επέζησαν υπερασπίστηκαν αργότερα τη συμμετοχή τους στο κομμουνιστικό «πολιτικό πείραμα» που τους είχε μετατρέψει σε κυριολεκτικούς δούλους του κράτους.
Ακόμα κι όταν οι Ερυθροί Χμερ κατάργησαν την έννοια της οικογένειας και μετέτρεψαν τα παιδιά σε ιδιοκτησία του Κόμματος, κάποιοι συνέχιζαν να πιστεύουν. Όταν οι αγρότες απογυμνώθηκαν και υποχρεώθηκαν να φορούν άμορφες στολές, και όταν οι κάτοικοι των πόλεων μεταφέρθηκαν σε συλλογικές φάρμες – και εντέλει στα χωράφια του θανάτου – υπήρχαν ακόμα εκείνοι που πίστευαν πως όλα αυτά ήταν μια αναγκαία θυσία για ένα ένδοξο μέλλον. Όπως και ο νεαρός Σαλόθ Σαρ, είχαν υιοθετήσει ένα αχαλίνωτο όραμα σύμφωνα με το οποίο η κοινωνία –και η ίδια η ανθρώπινη φύση– μπορούσαν να αναμορφωθούν μέσω της πολιτικής βούλησης. Οι ατομικές ζωές δεν είχαν καμία αξία για έναν ολοκληρωτικό ηγέτη που είχε το θράσος να πράξει «ό,τι χρειαζόταν».
Το σύνθημα των Ερυθρών Χμερ ήταν χαρακτηριστικό: «Το να σε κρατήσουμε δεν είναι κέρδος· το να σε καταστρέψουμε δεν είναι απώλεια.»
Οι έννοιες της ελευθερίας, της ατομικότητας, της δημιουργικότητας και της πνευματικής αυτοβελτίωσης είχαν πλέον ταυτιστεί με την προδοσία. Ο Φρίντριχ Χάγιεκ, στο βιβλίο του «The Road to Serfdom» («Ο Δρόμος προς τη Δουλεία»), είχε σημειώσει ότι «αν το αίσθημα καταπίεσης στις ολοκληρωτικές χώρες είναι γενικά λιγότερο έντονο από όσο φαντάζονται όσοι ζουν σε φιλελεύθερες κοινωνίες, αυτό οφείλεται στο ότι οι ολοκληρωτικές κυβερνήσεις καταφέρνουν σε μεγάλο βαθμό να κάνουν τους ανθρώπους να σκέφτονται όπως θέλουν». Ο Πολ Ποτ είχε μετατρέψει το κομμουνιστικό του παραλήρημα σε εφιάλτη για κάθε Καμποτζιανό.

Καταργήθηκαν τα χρήματα. Οι μαζικές επικοινωνίες — όπως το ραδιόφωνο, οι εφημερίδες και ακόμη και οι δημόσιες συναθροίσεις — εξαλείφθηκαν. Η ιδιωτική μετακίνηση απαγορεύτηκε, διακόπτοντας κάθε δυνατότητα ανθρώπινης επαφής.
Απαγορεύθηκαν και οι θρησκευτικές πρακτικές, περιλαμβανομένου του βουδισμού. Η κυβέρνηση των Ερυθρών Χμερ ήλεγχε όλες τις πηγές πληροφόρησης και λίγοι μπορούσαν να αντισταθούν στο ιδεολογικό αφήγημα περί κρατικής εξουσίας που αναδιοργανώνει την ανθρωπότητα για το δικό της καλό. Όσοι προσπάθησαν να αντιταχθούν φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, εξαφανίστηκαν ή εκτελέστηκαν.
Στον διανοητικό μικρόκοσμο των μαρξιστικών πανεπιστημίων κυριάρχησε —τότε όπως και σήμερα, κατά την άποψη του αρθρογράφου— ένα τοξικό αφήγημα «εμείς εναντίον αυτών» και μια επικίνδυνη προσποίηση γνώσης. Ο νεαρός Σαλόθ Σαρ, με τους ευγενικούς του τρόπους, τα ατελή του γαλλικά και την υποτροφία του στη μηχανική, κατά πάσα πιθανότητα δεν είχε φανταστεί ότι θα εξελισσόταν σε έναν από τους μεγαλύτερους δολοφόνους της ιστορίας. Θεωρείται ότι υπήρξε θύμα ενός ανεξέλεγκτου οράματος και διεφθαρμένος από απόλυτη εξουσία. Είχε, κατά την ίδια ανάλυση, εξαπατήσει τον εαυτό του με ένα όμορφο ψέμα, και μέσα στην αφοσίωσή του στην εφαρμογή του, είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται τους ανθρώπους ως αναλώσιμους.
Σε συνέντευξή του μετά την απομάκρυνσή του από την εξουσία, ο Πολ Ποτ υποστήριξε ότι στόχος του καθεστώτος ήταν να προσφέρει στον λαό μια ευημερούσα ζωή, παραδεχόμενος ωστόσο πως υπήρξαν «λάθη στην εφαρμογή» αυτής της πολιτικής.
Χιλιάδες ακόμη πέθαναν από πείνα στα χρόνια που ακολούθησαν την πτώση του, ιδίως μεταξύ των ήδη εξαθλιωμένων αγροτών, οι οποίοι παρέμεναν εγκλωβισμένοι σε ένα γεωργικό όραμα αποκομμένο από την πραγματικότητα και ρημαγμένο από τον πόλεμο και την ανικανότητα.
Ένας από τους αρχιτέκτονες των Χωραφιών Θανάτου, ο Κιου Σάμφαν, επιστρέφοντας στην πρωτεύουσα είκοσι χρόνια μετά τη σφαγή, περιορίστηκε να δηλώσει: «Θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμη από τον λαό. Παρακαλώ ξεχάστε το παρελθόν και δείξτε και για μένα λίγη λύπη». Μια τέτοια ήταν, σύμφωνα με το άρθρο, η «εξιλέωση» για μια τρομοκρατική διακυβέρνηση που η Guardian περιέγραψε ως μια τετραετή βασιλεία ανθρωποκτόνου τρόμου, «η οποία, ακόμη και σε έναν αιώνα που γνώρισε σφαγείς όπως ο Στάλιν, ο Χίτλερ και ο Μάο, ήταν σχεδόν αδιανόητη».
Η παγκόσμια κοινότητα, πάντως, δεν αρκέστηκε στο να αποστρέψει το βλέμμα. Πολλοί σε ολόκληρο τον κόσμο, πειραματιζόμενοι τότε με τον μαρξισμό, ήθελαν να πιστέψουν στο όραμα του Πολ Ποτ για την Καμπότζη. Οι δυτικές δυνάμεις, ήδη εξαντλημένες από τους πολέμους δι’ αντιπροσώπων στη Νοτιοανατολική Ασία, παρακολούθησαν με αδιαφορία. Και αρκετοί δυτικοί δημοσιογράφοι, πολλοί εκ των οποίων ήταν και οι ίδιοι μαρξιστές, μετέδιδαν επαινετικά ρεπορτάζ για τα «πειράματα» του Πολ Ποτ.
Ο Σουηδός δημοσιογράφος Γκούναρ Μπέργκστρομ, ο οποίος το 1978 συμμετείχε σε μία από τις οργανωμένες προπαγανδιστικές ξεναγήσεις, παραδέχθηκε αργότερα πως αδυνατεί να κατανοήσει πώς τόσο πολλοί είχαν εξαπατηθεί. Σε δημόσια συγγνώμη του σημείωσε πως «είχαμε εξαπατηθεί από τα χαμόγελα, αλλά ίσως πάνω απ’ όλα από τα ‘γυαλιά του Μάο’ που φορούσαμε οι ίδιοι».
Στο βιβλίο του «Ο Δρόμος προς τη Δουλεία», ο Φρίντριχ Χάγιεκ είχε επιχειρήσει να καθησυχάσει τους αναγνώστες του ότι οι διανοούμενοι και οι κεντρικοί σχεδιαστές πολιτικής, που πολλοί γνωρίζουν προσωπικά, «θα αντιδρούσαν έντονα αν πείθονταν ότι η υλοποίηση του προγράμματός τους θα σήμαινε την καταστροφή της ελευθερίας». Ωστόσο, ο Σαλόθ Σαρ, σχολιάζει ο αρθρογράφος, αποτελεί μια οδυνηρή υπενθύμιση ότι ελάχιστοι ηγέτες μπορούν να ανακοπούν —ή να ανακόψουν τον εαυτό τους— όταν είναι αποφασισμένοι να επιβάλουν την τυραννική τους βούληση «για το καλό μας». Και ότι πάρα πολλοί από εμάς θα συνεχίσουμε να κοιτάζουμε αλλού.
Οι ριζοσπάστες και οι επαναστάτες ίσως κερδίζουν τις καρδιές των νέων, καταλήγει το άρθρο, αλλά δεν πρέπει ποτέ να τους επιτραπεί να καταλάβουν την κεντρική εξουσία. Μόνο ο σεβασμός στο άτομο και στις πολιτικές ελευθερίες μπορεί να αποτελέσει ασπίδα απέναντι στις «καλές προθέσεις» των ιδεαλιστών κοινωνικών μηχανικών και τις καταστροφικές, δολοφονικές, ολοκληρωτικές συνέπειές τους.