Σχολιασμός
Ένας εξόριστος ηγέτης των Ουιγούρων αποκαλύπτει πώς το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) χρησιμοποιεί την προπαγάνδα και τις επιχειρήσεις κατασκοπείας για να παρουσιάσει το κίνημα ανεξαρτησίας τους ως τρομοκρατικό και να αποσιωπήσει την παγκόσμια υποστήριξη.
Τους τελευταίους μήνες, η καταστολή του πληθυσμού των Ουιγούρων από το ΚΚΚ έχει ενταθεί τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό. Παρότι ορισμένοι Ουιγούροι επιτρέπεται πλέον να αιτηθούν διαβατήρια, υπόκεινται σε αυστηρούς περιορισμούς, όπως περιορισμένες χρονικές περιόδους ταξιδιού, υποχρεωτικές αναφορές στις αρχές και κατάσχεση των διαβατηρίων τους με την επιστροφή.
Όσοι ζουν στο εξωτερικό αντιμετωπίζουν εξονυχιστικούς ελέγχους για να επισκεφθούν το Σιντζιάνγκ, συχνά απαγορεύεται να φιλοξενηθούν από συγγενείς και εξαναγκάζονται να συμμετάσχουν σε οργανωμένες προπαγανδιστικές περιοδείες, όπου η χρήση της ουιγουρικής γλώσσας απαγορεύεται.
Η διεθνής κατακραυγή κορυφώθηκε τον Φεβρουάριο, όταν η Ταϊλάνδη απελασε 40 Ουιγούρους άνδρες στην Κίνα. Αν και οι ταϊλανδικές και κινεζικές αρχές χαρακτήρισαν την πράξη ανθρωπιστική, η οργάνωση Human Rights Watch προειδοποίησε ότι οι απελαθέντες κινδυνεύουν με βασανιστήρια, φυλάκιση ή και χειρότερα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Σαλίχ Χουνταγιάρ, υπουργός Εξωτερικών της εξόριστης κυβέρνησης του Ανατολικού Τουρκιστάν και επικεφαλής του Κινήματος Εθνικής Αφύπνισης του Ανατολικού Τουρκιστάν, μίλησε για τη συνεχιζόμενη προσπάθεια υπεράσπισης της ανεξαρτησίας και της πολιτιστικής ταυτότητας του λαού του απέναντι σε αυτό που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επισήμως αναγνωρίσει ως γενοκτονία.
Ο ίδιος υποστήριξε ότι το Πεκίνο επεκτείνει τα κέντρα αφαιρέσεων οργάνων στην περιοχή, τριπλασιάζοντας τον αριθμό τους. Όπως ανέφερε, από θρησκευτική σκοπιά οι Ουιγούροι απαγορεύεται να δωρίζουν όργανα, αλλά η Κίνα συνεχίζει να παρουσιάζει αυτές τις μεταμοσχεύσεις ως δήθεν εθελοντικές.
Ο Χουνταγιάρ εντόπισε τις απαρχές της σημερινής καταστολής στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, όταν άρχισε να ενισχύεται το ουιγουρικό εθνικιστικό αίσθημα. Παρά την έλλειψη συνοχής, η αντίσταση εκείνης της περιόδου εκφράστηκε κυρίως μέσα από μικρές πράξεις αντίστασης εναντίον κινεζικών στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων.
Σε απάντηση, η κινεζική ηγεσία φέρεται να συγκάλεσε κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση της Μόνιμης Επιτροπής του Πολιτικού Γραφείου τον Μάρτιο του 1996, κατά την οποία χαρακτηρίστηκε το αυτονομιστικό κίνημα του Ανατολικού Τουρκιστάν ως η μεγαλύτερη απειλή για την εσωτερική σταθερότητα της Κίνας. Κατά τον ίδιο, το Πεκίνο εξέδωσε 10 οδηγίες για την καταστολή του κινήματος και την ενίσχυση του ελέγχου στην περιοχή.
Ιδιαίτερη σημασία απέδωσε στην Οδηγία Νο 8, η οποία –σύμφωνα με τον Χουνταγιάρ– καλούσε τις κινεζικές αρχές να αξιοποιήσουν τη διπλωματική επιρροή της χώρας ώστε να καλλιεργήσουν σχέσεις με μουσουλμανικές χώρες όπως η Τουρκία, το Καζακστάν, το Κιργιστάν και το Ουζμπεκιστάν, με σκοπό την αποδυνάμωση του κινήματος. Παράλληλα, το Πεκίνο φέρεται να επιχείρησε να διεισδύσει στις κοινότητες της ουιγουρικής διασποράς, ενισχύοντας συνεργαζόμενες οργανώσεις και απομονώνοντας όσους συνέχιζαν να στηρίζουν την ανεξαρτησία.
Εκμεταλλευόμενη τον μετασοβιετικό φόβο για τον ισλαμικό εξτρεμισμό, η Κίνα ξεκίνησε την πρώτη εκστρατεία «Strike Hard» («Σκληρό Χτύπημα») το 1996. Λίγες ημέρες μετά τη δημοσιοποίηση σχετικού «Εγγράφου Νο 7», οι αρχές συνέλαβαν χιλιάδες φερόμενους αυτονομιστές.
Κατά την ίδια περίοδο, το ΚΚΚ απελευθέρωσε και επέτρεψε σε ένα μικρό αριθμό Ουιγούρων κρατουμένων να διαφύγει στο Πακιστάν -έναν από τους πιο κοντινούς συμμάχους του Πεκίνου. Εκεί ίδρυσαν το Ισλαμικό Κόμμα του Ανατολικού Τουρκιστάν (East Turkestan Islamic Party – ETIP), το οποίο –σύμφωνα με τον Χουνταγιάρ– διέφερε ριζικά από το εθνικιστικό κίνημα της Κεντρικής Ασίας.
Όπως υποστήριξε, ενώ τα ουιγουρικά εθνικιστικά κινήματα προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν διεθνή υποστήριξη για την ανεξαρτησία, η συγκεκριμένη μικρή ομάδα υιοθέτησε ρητορική που προέτασσε τον παγκόσμιο ισλαμικό αγώνα και όχι την εθνική αυτοδιάθεση. Δήλωναν ότι «ο Θεός δεν θα ρωτήσει τι έχουμε κάνει για το Ανατολικό Τουρκιστάν, αλλά τι έχουμε κάνει για το Ισλάμ».
Κατά τον Χουνταγιάρ, η ίδρυση του ETIP ήταν προϊόν μακροπρόθεσμης επιχείρησης κινεζικών μυστικών υπηρεσιών με στόχο να εμφανιστεί το ουιγουρικό κίνημα ως εξτρεμιστικό και να αποδυναμωθεί η διεθνής του υποστήριξη, ιδίως στη Δύση.
«Ο εθνικισμός είναι αντι-ισλαμικός. Οι Ουιγούροι πρέπει να επικεντρωθούν στην καταπολέμηση όλων των παγκόσμιων απίστων, ξεκινώντας από τις Ηνωμένες Πολιτείες», είπε, συνοψίζοντας την προπαγάνδα που προωθεί το ETIP. «Μην αναφέρετε την Κίνα, ο αγώνας κατά της Κίνας μπορεί να περιμένει. Πρέπει να πολεμήσουμε τις ΗΠΑ».
Οι Ουιγούροι ηγέτες στην Κεντρική Ασία αντέδρασαν δημοσίως, τονίζοντας ότι το κίνημα αποσκοπεί στην εθνική απελευθέρωση και όχι στον ισλαμικό φονταμενταλισμό. Υπήρξαν μάλιστα υποψίες ότι τα ιδρυτικά μέλη του ETIP ενδέχεται να ήταν πράκτορες που απελευθερώθηκαν σκόπιμα για να υπονομεύσουν την υπόθεση.
Ακολούθησε κύμα καταστολής από τις κυβερνήσεις της Κεντρικής Ασίας. Ο Χουνταγιάρ υποστήριξε ότι πολλοί Ουιγούροι ηγέτες συνελήφθησαν ή απελάθηκαν, ενώ πολίτες χωρών όπως το Καζακστάν, το Κιργιστάν και το Ουζμπεκιστάν δολοφονήθηκαν. Μέχρι το 1998, το κίνημα στην Κεντρική Ασία είχε σχεδόν εξαλειφθεί.
Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, το Πεκίνο αξιοποίησε τον παγκόσμιο φόβο για την τρομοκρατία, συνδέοντας το ETIP με τους Ταλιμπάν και μετονομάζοντάς το σε Κίνημα Ισλαμικού Ανατολικού Τουρκιστάν (East Turkestan Islamic Movement – ETIM), αφήγηση που, σύμφωνα με τον Χουνταγιάρ, συνεχίζει να χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα για να δικαιολογηθεί η καταστολή ως «αντιτρομοκρατικός αγώνας».
Η στρατηγική αυτή εντάθηκε με την έκρηξη του πολέμου στη Συρία. Από το 2012, όπως είπε, η Κίνα εμβάθυνε τη συνεργασία της με την Τουρκία, ενώ χιλιάδες Ουιγούροι διέφυγαν μέσω νοτιοανατολικής Ασίας και κατέληξαν στη Συρία. Το 2014 και το 2015, προπαγανδιστικά βίντεο του ISIS εμφάνισαν Ουιγούρους να καλούν σε ισλαμικό χαλιφάτο στην Κίνα.
Το Πεκίνο εκμεταλλεύτηκε αυτές τις εικόνες για να δικαιολογήσει τη μαζική κράτηση Ουιγούρων σε εγκαταστάσεις που αποκαλεί «κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης», τις οποίες οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων περιγράφουν ως στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ο Χουνταγιάρ εκτίμησε ότι η στρατηγική του Πεκίνου κατάφερε να απομονώσει το ουιγουρικό κίνημα τόσο από τις δυτικές όσο και από τις μουσουλμανικές χώρες. Η παρουσίαση του κινήματος ως εξτρεμιστικού υπονόμευσε τη δυτική συμπάθεια, ενώ η οικονομική επιρροή μέσω της Πρωτοβουλίας «Μια Ζώνη και ένας Δρόμος» σίγησε τις φωνές στις μουσουλμανικές χώρες.
Κατά τον Χουνταγιάρ, καμία από τις χώρες που ισχυρίζονται ότι υπερασπίζονται το Ισλάμ –ούτε το Μπρουνέι, ούτε η Τουρκία, ούτε η Σαουδική Αραβία, ούτε το Πακιστάν, ούτε το Ιράν– δεν στηρίζει τον αγώνα των Ουιγούρων. Αντιθέτως, πολλές από αυτές συνεργάζονται με την Κίνα και νομιμοποιούν, όπως είπε, τη συνεχιζόμενη γενοκτονία.
Αναφέρθηκε και στο Αφγανιστάν, λέγοντας ότι ακόμα και Ουιγούροι που εντάχθηκαν στους Ταλιμπάν δεν έλαβαν καμία υποστήριξη. Όπως υποστήριξε, παρά τη ρητορική τους, οι Ταλιμπάν έχουν πλήρως συνταχθεί με την Κίνα, αδιαφορώντας για όσα συμβαίνουν λίγο πιο πέρα από τα σύνορά τους.
Η στήριξη της Ουάσιγκτον και κάποιων ευρωπαϊκών χωρών παραμένει περιορισμένη. Αν και υπάρχει επίσημη αναγνώριση της γενοκτονίας, ο Χουνταγιάρ δήλωσε ότι δεν υπάρχει ουσιαστική πολιτική δράση πέρα από συμβολικές καταδίκες.
Ζήτησε την απόδοση ευθυνών μέσω του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ), όπου η ομάδα του κατέθεσε καταγγελία το 2020 και υπέβαλε έξι φακέλους υποστήριξης. Η υπόθεση παραμένει σε αναμονή, με το ΔΠΔ να αναμένει αίτημα από τα κράτη μέλη για την έναρξη έρευνας.
Ο Χουνταγιάρ κάλεσε την Ουάσιγκτον να αναβαθμίσει τη στάση της, αντιμετωπίζοντας το Ανατολικό Τουρκιστάν όπως το Θιβέτ, χρησιμοποιώντας την ονομασία «Ανατολικό Τουρκιστάν» αντί για «Σιντζιάνγκ», ορίζοντας ειδικό συντονιστή στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και αναγνωρίζοντας την περιοχή ως κατεχόμενη.
Τέλος, επισήμανε την ανάγκη μακροπρόθεσμης προετοιμασίας, καλώντας τόσο τον ουιγουρικό λαό όσο και τις Ηνωμένες Πολιτείες να είναι έτοιμοι για πιθανή μελλοντική σύγκρουση με την Κίνα, εκτιμώντας ότι τότε θα παρουσιαστεί και η ευκαιρία για ελευθερία.
Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι γνώμες του συγγραφέα και δεν αντανακλούν απαραίτητα τις απόψεις της εφημερίδας The Epoch Times.