Η Ουγγρική Βουλή ενέκρινε, τη Δευτέρα 20 Μαΐου, το νομοσχέδιο που θέτει σε κίνηση τη διαδικασία αποχώρησης της χώρας από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ), μια απόφαση που αναμένεται να ολοκληρωθεί σε διάστημα ενός έτους.
Η κυβέρνηση του Βίκτορ Όρμπαν ανακοίνωσε την πρόθεσή της για αποχώρηση τον Απρίλιο, αμέσως μετά την παρουσία του πρωθυπουργού του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, στη Βουδαπέστη — μια επίσκεψη που πραγματοποιήθηκε παρά το ένταλμα σύλληψης που είχε εκδώσει το ΔΠΔ σε βάρος του Ισραηλινού ηγέτη.
Ο Όρμπαν δεν έκρυψε την δυσφορία του για την απόφαση του ΔΠΔ, χαρακτηρίζοντάς το ως «όχι πια ένα αμερόληπτο δικαστήριο του κράτους δικαίου, αλλά ένα πολιτικό δικαστήριο». Ούτως ή άλλως, αρνήθηκε τη σύλληψη Νετανιάχου, καταγγέλλοντας την απόφαση του ΔΠΔ ως «προκλητική, κυνική και παντελώς απαράδεκτη».
Στην ψηφοφορία της Τρίτης, 134 βουλευτές ψήφισαν υπέρ της αποχώρησης από το ΔΠΔ και 37 κατά. Το σχετικό νομοσχέδιο τονίζει: «Η Ουγγαρία απορρίπτει κατηγορηματικά τη χρήση διεθνών οργανισμών — και ειδικά ποινικών δικαστηρίων — ως εργαλεία πολιτικής πίεσης».
Από την πλευρά του, ο Νετανιάχου χαιρέτισε την ουγγρική απόφαση, κάνοντάς λόγο για «μία γενναία και αρχών επιλογή».
Το σημείο τριβής δημιουργήθηκε μετά το ένταλμα σύλληψης που εξέδωσε το ΔΠΔ τον Νοέμβριο του 2024 σε βάρος του Νετανιάχου και του πρώην υπουργού Άμυνας του Ισραήλ, Γιοάβ Γκαλάντ, κατηγορώντας τους για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας σχετικά με τον πόλεμο στη Γάζα κατά της Χαμάς. Η Χάγη κατηγορεί το Ισραήλ, μεταξύ άλλων, για «χρήση λιμού ως όπλο πολέμου» μέσω του περιορισμού ανθρωπιστικής βοήθειας και για εσκεμμένες επιθέσεις κατά αμάχων. Το Τελ Αβίβ απορρίπτει τις κατηγορίες ως αβάσιμες.
Οι ισραηλινές αρχές υποστηρίζουν ότι το ΔΠΔ έχασε την αξιοπιστία του προχωρώντας σε διώξεις εναντίον δημοκρατικά εκλεγμένων ηγετών που ασκούν το δικαίωμα άμυνας, επιμένοντας ότι οι διώξεις έχουν πολιτικά κίνητρα και εδράζονται σε αντισημιτισμό.
Σημειώνεται ότι τυπικά η αποχώρηση μιας χώρας από το ΔΠΔ ολοκληρώνεται ένα χρόνο μετά τη γραπτή γνωστοποίηση στον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ.
Το ΔΠΔ ιδρύθηκε το 1998 με το Καταστατικό της Ρώμης, ως δικαστήριο που θα παρείχε λύση όταν δεν υπήρχαν άλλες δυνατότητες απονομής δικαιοσύνης για εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και γενοκτονίες. Ξεκίνησε να λειτουργεί το 2002 και η Ουγγαρία υπήρξε ιδρυτικό μέλος του.
Όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ — συμπεριλαμβανομένης της Ουγγαρίας — είναι μέλη του ΔΠΔ, κάτι που σημαίνει πως έχουν υποχρέωση εκτέλεσης των ενταλμάτων καθώς δεσμεύονται από το Καταστατικό της Ρώμης. Ανάμεσα στα μέλη συγκαταλέγεται και η – αμφιλεγόμενη διεθνώς – «Παλαιστινιακή Αρχή».
Αντίθετα, μεγάλες χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ρωσία, το Ισραήλ, η Ινδία, το Πακιστάν, η Τουρκία και το Ιράν δεν έχουν προσχωρήσει στο Δικαστήριο.
Η ουγγρική αποχώρηση δεν είναι το μόνο μέτωπο κατά του ΔΠΔ το τελευταίο διάστημα. Τον Φεβρουάριο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε προεδρικό διάταγμα για επιβολή περιορισμών εισόδου και οικονομικών κυρώσεων σε όσους βοηθούν το ΔΠΔ να ερευνήσει τον ρόλο των ΗΠΑ ή συμμάχων τους.
Όπως αναφέρεται στη σχετική διάταξη: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιβάλουν απτές και σημαντικές κυρώσεις σε όσους ευθύνονται για τις παραβιάσεις του ΔΠΔ, που μπορεί να περιλαμβάνουν και δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, αλλά και απαγόρευση εισόδου στη χώρα τόσο για τα στελέχη και συνεργάτες του ΔΠΔ όσο και για τις οικογένειές τους, καθώς η παραμονή τους στις ΗΠΑ θα μπορούσε να θίξει τα συμφέροντά μας».
Σύμφωνα με την αμερικανική Προεδρία, οι ΗΠΑ «παραμένουν προσηλωμένες στη λογοδοσία και στην ειρηνική διευθέτηση των διεθνών υποθέσεων, αλλά το ΔΠΔ και τα μέρη της Ρώμης οφείλουν να σεβαστούν την απόφαση των ΗΠΑ και άλλων κρατών να μην υπαχθούν στη δικαιοδοσία του ΔΠΔ, όπως αρμόζει στα κυριαρχικά τους δικαιώματα».
Μεταξύ όσων στοχοποιήθηκαν από τις αμερικανικές κυρώσεις ήταν και ο τότε επικεφαλής εισαγγελέας του ΔΠΔ, Καρίμ Καν.
Τον Μάιο του 2024, ο Καρίμ Καν εξέδωσε εντάλματα σύλληψης κατά των ηγετών της Χαμάς Γιαχία Σινουάρ, Μοχάμεντ Ντέιφ και Ισμαήλ Χανίγια, για εγκλήματα πολέμου όπως η ομηρεία, αλλά και για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, συμπεριλαμβανομένων των δολοφονιών. Και οι τρεις επικεφαλής της Χαμάς είναι πλέον νεκροί.