Εθνική έρευνα και επιστροφή σε ανοιχτές υποθέσεις

Το 2025, υπό το βάρος των πιέσεων από θύματα και την κοινή γνώμη, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ανακοίνωσε την ενεργοποίηση μιας εθνικής έρευνας για την οργανωμένη σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκων (grooming gangs) – ένα βήμα το οποίο έως τότε είχε απορριφθεί.

Στο πλαίσιο της κίνησης αυτής, η κυβέρνηση υποσχέθηκε να ανοίξει και πάλι περισσότερες από 800 υποθέσεις που αρχικά είχαν εγκαταλειφθεί από τις αστυνομικές υπηρεσίες. Να ιδρύσει εθνική επιχείρηση υπό τη National Crime Agency (NCA), με στόχο τον συντονισμό των ερευνών σε ολόκληρη τη χώρα και να θέσει σε κίνηση τοπικές έρευνες για κακοποίηση παιδιών, παράλληλα με τη νέα εθνική στρατηγική.

Παράλληλα, η κυβέρνηση αποφάσισε την επανεξέταση των καταδικών ορισμένων θυμάτων που είχαν κατηγορηθεί για «προσέλκυση πελατών» (soliciting) για να εξακριβωθεί εάν αυτές οι καταδίκες έγιναν ενώ το άτομο ήταν θύμα εκμετάλλευσης.

Στο επίκεντρο της νέας στρατηγικής βρέθηκε η δημοσίευση της έκθεσης Casey Audit (Ιούλιος 2025), στην οποία η βαρώνη Λουίζ Κέισυ [Baroness Louise Casey] ανέλυσε τα στοιχεία για την ομαδική σεξουαλική εκμετάλλευση. Η έκθεση κατήγγειλε ότι η εθνοτική κατανομή των δραστών αποφεύγεται συστηματικά, και σημείωσε ότι πολλά θύματα εξακολουθούν να μην έχουν πρόσβαση σε δικαιοσύνη.

Μετά την έκθεση, ο πρωθυπουργός Κηρ Στάρμερ – υπό αυξανόμενη πίεση – συμφώνησε να ενεργοποιηθεί μια κρατικά θεσμοθετημένη δημόσια έρευνα (statutory public inquiry) για τις ευθύνες των αρμόδιων θεσμών και υπηρεσιών.

Η ιστορία των υποθέσεων αυτών δεν είναι απλώς ιστορία εγκληματικότητας – είναι ιστορία θεσμικής αποτυχίας. Οι κοινές γραμμές τα τελευταία χρόνια: Καθυστέρηση ή άρνηση διερεύνησης καταγγελιών, ιδίως όταν θύματα είχαν ήδη ‘προφίλ ρίσκου’ (π.χ. παιδιά στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας). Υπέρμετρος φόβος της κατηγορίας για ρατσιστική προκατάληψη, ειδικά όταν δράστες ανήκαν σε εθνικές ή εθνοτικές μειονότητες. Έλλειψη συνοχής στο θεσμικό πλαίσιο: οι αρμοδιότητες μοιράζονται ανάμεσα σε τοπικές αστυνομίες, δημοτικά συμβούλια, υπηρεσίες πρόνοιας, και εθνικές υπηρεσίες. Αθέτηση προηγούμενων δεσμεύσεων: πολλοί από τους μηχανισμούς και τις συστάσεις διεθνών εξετάσεων, που είχαν ανακοινωθεί, δεν υλοποιήθηκαν έγκαιρα.

Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι δεν πρόκειται απλώς για αμέλεια, αλλά για σιωπηρή πολιτική επιλογή: η αποφυγή ενοχλητικών αποκαλύψεων που θα έβλαπταν το πολιτικό κύρος ή θα άνοιγαν συστημικές ευθύνες.

Ένα σχετικό παράδειγμα: η κυβέρνηση διέγραψε ή πάγωσε το σχέδιο εθνικής αποζημίωσης για θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, επικαλούμενη το κόστος, παρά τις υποσχέσεις της προηγούμενης κυβέρνησης.

Ακόμη, καταγγελίες αναφέρουν ότι οι υπόχρεοι φορείς – από δημοτικά συμβούλια μέχρι αστυνομικά τμήματα – δεν τήρησαν την υποχρέωση να αναφέρουν καταστάσεις κακοποίησης (όπου αυτή καθίσταται νόμιμη απαίτηση).

Παρά τις αντιστάσεις και τις  εμπλοκές, τα τελευταία χρόνια καταγράφονται σημαντικές καταδίκες – απόδειξη ότι η δικαιοσύνη δεν έχει ακόμη υποχωρήσει.

Υπόθεση Rochdale — Επιχείρηση Lytton (2023 – 2025)

Μέσα από την έρευνα Επιχείρηση Lytton, άνδρες που είχαν εμπλακεί σε οργανωμένη σεξουαλική κακοποίηση δύο εφήβων στο Ρότσντεϊλ [Rochdale] μεταξύ 2001 και 2006 καταδικάστηκαν τον Ιούνιο 2025. Την 1η Οκτωβρίου, ο 65χρονος αρχηγός της συμμορίας, Μοχάμμεντ Ζαχίντ [Mohammed Zahid], καταδικάστηκε σε 35 έτη φυλάκισης. Συνολικά οι καταδίκες έφτασαν τα 174 έτη.

Η δίκη κατέδειξε σοβαρές θεσμικές ανεπάρκειες: έγγραφα της αστυνομίας έδειχναν ότι είχαν υπάρξει προειδοποιήσεις για τη δράση της συμμορίας, αλλά δεν είχαν ενεργοποιηθεί επαρκώς οι μηχανισμοί παρέμβασης.

Υπόθεση Rotherham — Επιχείρηση Stovewood & συνεχείς καταδίκες

Στην πόλη Ρόδεραμ [Rotherham] λαμβάνει χώρα μία από τις πιο σημαίνουσες υποθέσεις μαζικής σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Από το 1997 έως το 2013, πάνω από 1.400 παιδιά (κυρίως κορίτσια ηλικίας 11–16 ετών) έχουν αναφερθεί ως θύματα.

Η Επιχείρηση Stovewood συνεχίζει να εξελίσσεται και να καταγράφει καταδίκες ως και σήμερα (2023–2025). Το 2023, ο Νηλ Κώτον [Neil Cawton] καταδικάστηκε σε 10 έτη φυλάκισης για κακοποίηση τεσσάρων παιδιών μεταξύ 2006–2012. Το 2024, ο 77χρονος Ντέιβιντ Σέυνορ [David Saynor] καταδικάστηκε σε 24 χρόνια για κακοποίηση πολλών θυμάτων στο πλαίσιο επιθέσεων που περιελάμβαναν μεταφορά τους με λιμουζίνες έξω από σχολεία και ιδρύματα. Τον Ιούλιο 2025, τρεις άνδρες – οι Κεσσούρ Αϊτζάμπ, Σατζήρ Χουσσεΐν και Μοχάμμεντ Μαχμούντ [Kessur Ajaib, Sageer Hussain και Mohammed Makhmood] – δικάστηκαν και βρέθηκαν ένοχοι για επαναλαμβανόμενη σεξουαλική κακοποίηση δύο εφήβων μεταξύ 1999–2002.

Οι δίκες αυτές παρατείνουν όχι μόνο τη δικαστική διαδικασία αλλά και την αναμέτρηση με το παρελθόν.

Άλλες γνωστές υποθέσεις είναι το σκάνδαλο Telford, που διερευνάται εδώ και δεκαετίες, με πιθανά θύματα περισσότερα από 1.000 κορίτσια – ωστόσο, ορισμένες κατηγορίες έμειναν στο σκοτάδι λόγω θεσμικής αδράνειας· επίσης, το κύκλωμα σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων Huddersfield είχε 42 καταδικασμένους δράστες ως το 2023, με πολλές αποκαλύψεις για αποτυχίες των κοινωνικών υπηρεσιών να προστατεύσουν γνωστά θύματα.

Προκλήσεις και «αγκάθια» στην εφαρμογή δικαιοσύνης

Παρά τις καταδίκες και τις ανακοινώσεις, η πορεία προς την πραγματική δικαιοσύνη είναι γεμάτη εμπόδια:

Χρονοβόρα διαδικασία: Πολλές δίκες αφορούν ιστορικά περιστατικά (20–30 χρόνια πριν), όπου αποδείξεις εξαφανίστηκαν ή μαρτυρίες έχουν αλλοιωθεί.

Αντίσταση θεσμών: Τοπικά συμβούλια και υπηρεσίες συχνά συμπορεύονται με τη «σιωπή για το καλό της κοινότητας».

Ανεκπλήρωτες υποσχέσεις: Το κυβερνητικό σχέδιο εθνικής αποζημίωσης καταργήθηκε στο όνομα της μείωσης κόστους.

Ασάφεια στην καταγραφή δεδομένων: Η κυβέρνηση κατηγορείται ότι απέφευγε να καταγράψει την εθνότητα των δραστών – γεγονός που εμπόδιζε την πλήρη κατανόηση του φαινομένου.

Σιωπή θυμάτων: Πολλά θύματα δεν προβαίνουν σε καταγγελία λόγω φόβου, στίγματος, ενοχής ή γιατί δεν είχαν επαρκή υποστήριξη.

Η ανακοίνωση της εθνικής έρευνας και η υποστήριξη της κυβέρνησης για επανεξέταση πολλών υποθέσεων δίνουν μια ελπίδα. Μένει να γίνει η μετάβαση από τις υποσχέσεις στην υλοποίηση.