Οι πελώριοι πλάτανοι, με τους χοντρούς κορμούς και το πολύ πυκνό φύλλωμα, στο προαύλιο της ιστορικής Λέσχης Μεταλλωρύχων, στην παραλία του Στρατωνίου Χαλκιδικής, συμπληρώνουν πάνω από πενήντα χρόνια ζωής. Το ίδιο το κτίριο είναι παλαιότερο της δεκαετίας του 1960, χτισμένο με την τάση της αρχιτεκτονικής που επικράτησε κατά τις δεκαετίες του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, για να εξασφαλίζει μεγαλύτερη λειτουργικότητα και άνεση για τον σκοπό που εξυπηρετούσε: την ολιγόλεπτη ανάπαυλα των μεροκαματιάρηδων μεταλλωρύχων, ηλεκτρολόγων και χειριστών μηχανημάτων, πριν και μετά τη σκληρή δουλειά στα ορυχεία του «Μαντέμ Λάκκου» και στο «εργοστάσιο επίπλευσης» του μεταλλεύματος, στο Στρατώνι.
Εκεί, στη Λέσχη, μέχρι και σήμερα, γενιές και γενιές απομάχων μεταλλωρύχων περνούν τις ώρες τους με καφέ, τσίπουρο και μεζέδες, μαζί με ενεργούς συναδέλφους τους -τα παιδιά και τα εγγόνια τους, που συνέχισαν στο ίδιο επάγγελμα. Τρεις και τέσσερις γενιές μεταλλωρύχων μετρούν οι περισσότερες σημερινές οικογένειες του Στρατωνίου. Το χωριό, άλλωστε, είναι στενά συνδεδεμένο με τη μεταλλουργία, που αποτελεί και την κυρία δραστηριότητα της περιοχής από τα αρχαία χρόνια.
Οι πιο ηλικιωμένοι από τους μόνιμους κατοίκους δεν είχαν καν γεννηθεί -ούτε ακόμη και οι παππούδες τους- τις ημέρες κατά τις οποίες η «Γάλλο – Οθωμανική Εταιρεία των Μεταλλείων Κασσάνδρας» δημιουργούσε την πρώτη «εγκατάσταση υδρομηχανικής πλύσης», το 1907. Ούτε βέβαια και όταν, μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, τα δικαιώματα των Μεταλλείων Κασσάνδρας περιέρχονταν στην κατοχή του χημικού Ν. Κανελλόπουλου. Ήταν, δε, μικρά παιδιά, το 1952, όταν η Ανώνυμη Ελληνική Εταιρία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων (Α.Ε.Ε.Χ.Π.&Λ.) άρχιζε να λειτουργεί στο Στρατώνι το πρώτο από τα τρία εργοστάσια εμπλουτισμού μεταλλεύματος της περιοχής. Το εργοστάσιο «ξέπλενε» θειούχα μεταλλεύματα, για να παραχθούν τα συμπυκνώματα σφαλερίτη και γαληνίτη. «Το εργοστάσιο αυτό είναι η …αγελάδα σας, το χωράφι σας, φροντίστε το και θα ζήσετε από αυτό», συνήθιζε να λέει στους παλιούς εργαζόμενους, τη δεκαετία του 1960, ο τότε μεγαλομέτοχος της Α.Ε.Ε.Χ.Π.&Λ. Πρόδρομος Μποδοσάκης Αθανασιάδης, ιδιοκτήτης της εταιρείας εκμετάλλευσης των Μεταλλείων Κασσάνδρας.
Στο «πηγαδάκι» μέσα στη λέσχη, κάποιοι από τους πιο ηλικιωμένους, απόμαχοι πια της δουλειάς, λένε ότι είχαν συναντήσει κάποιες φορές τον Πρόδρομο Μποδοσάκη Αθανασιάδη, «αυστηρό, επιβλητικό», να περιφέρεται στο εργοτάξιο της εταιρείας στο Στρατώνι. Τον ανιψιό του, που τον διαδέχτηκε στη διοίκηση της εταιρείας, τον Αλέκο Αθανασιάδη, τον είχαν γνωρίσει πιο καλά. «Ήταν φιλικός, προσιτός στους εργαζόμενους, ερχόταν εδώ μαζί με την οικογένειά του στη βίλα Μποδοσάκη. Αγαπούσαν τα άλογα και έκαναν συχνά ιππασία», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Κώστας, ένας από τους πιο παλιούς εργαζόμενους, που έφτασε στο Στρατώνι για δουλειά, στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Εκείνη τη δεκαετία ξεκίνησε η λειτουργία του εργοστασίου εμπλουτισμού στην Ολυμπιάδα, όπου άρχισε να μετατοπίζεται σταδιακά και το ενδιαφέρον, κυρίως για τη μεταλλουργία χρυσού. Πριν από μόλις τρία χρόνια σταμάτησε η εξόρυξη στο «Μαντέμ Λάκκο», αλλά το Στρατώνι παρέμεινε ο κύριος τόπος φορτοεκφόρτωσης των μεταλλευμάτων και αναχώρησης τους με πλοία και με κοντέινερς.
Παράλληλα, τη δεκαετία του 1970 άρχιζε σταδιακά ένας μεγαλύτερος εξηλεκτρισμός των μηχανημάτων. Ως τότε τα μηχανήματα ήταν κυρίως χειροκίνητα και η επεξεργασία του μεταλλεύματος πιο αργή. «Από ενάμισι – δύο τόνους την ώρα, φτάσαμε τους πενήντα – εξήντα τόνους» λέει ο Παντελής, ο νεότερος σε ηλικία εργαζόμενος, ο οποίος έζησε τη μετάβαση από την παλιά στη νεότερη μεθοδολογία μεταλλουργίας.
Ο μόλυβδος, ο τσίγκος και ο σιδηροπυρίτης ήταν τα κύρια μεταλλεύματα εκείνη την εποχή. Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτά. Ένας μεταλλωρύχος αναφέρει χαρακτηριστικά πως «πάντοτε υπήρχαν και πολύτιμα μέταλλα στο φορτίο -και χρυσός και ασήμι» και η εταιρεία τα συνυπολόγιζε και τα κοστολογούσε στο συμπύκνωμα, το οποίο φορτωνόταν και έφευγε με τα καράβια από το λιμάνι του Στρατωνίου.
Η εταιρεία απασχολούσε τότε μόνιμους εργαζόμενους και μεταλλωρύχους και ηλεκτρολόγους και μηχανικούς, που δούλευαν σε μικρές ομάδες. Η αμοιβή τους καθοριζόταν και από τον όγκο της παραγωγής των μεταλλευμάτων. Τα καμιόνια μετέφεραν από το «Μαντέμ Λάκκο» το μετάλλευμα, για επεξεργασία στο εργοστάσιο και από εκεί στη φόρτωση. Με την προσθήκη της κυλιόμενης ταινίας, ο χρόνος φορτοεκφόρτωσης μειώθηκε δραστικά. Παράλληλα, όσο ανέβαινε και η παραγωγή, αυξάνονταν και οι αποδοχές των εργαζομένων.
«Οι περισσότεροι εργαζόμενοι των μεταλλείων εκείνη την εποχή έπαιρναν μισθούς ίσως και διπλάσιους, από ό,τι οι εργαζόμενοι στον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα και για αυτό πολύ σπάνια είχαμε απεργίες», λέει ένας μεταλλωρύχος. Θυμάται, πάντως, ο ίδιος τη μεγάλη απεργία του 1977 για «πρόσθετες αμοιβές» και εργασιακά δικαιώματα, στην οποία συμμετείχαν πολλοί εργαζόμενοι.
Οι περισσότεροι από τους παλιούς θυμούνται τις πιο κρίσιμες στιγμές της κρίσης της μεταλλευτικής εγκατάστασης, περί τα μέσα της δεκαετίας του 1980, και τον σταδιακό μαρασμό της ΑΕΕΧΠ&Λ, που πέρασε στον έλεγχο της κρατικής ΜΕΤΒΑ. Τελικώς, το 1992, τέθηκε σε καθεστώς εκκαθάρισης. Στο διάστημα των τριών χρόνων, μέχρι να ξεκαθαρίσει το νέο ιδιοκτησιακό καθεστώς, οι μονάδες υπολειτουργούσαν και ένα πέπλο αβεβαιότητας σκέπαζε τις στοές και τους μεταλλωρύχους. Η «άνοιξη» των μισθών ήρθε, ωστόσο, με την έλευση της TVΧ Hellas, θυγατρικής της καναδικής εταιρείας TVX Gold, η οποία απέκτησε την πλειοψηφία των μετοχών των Μεταλλείων Κασσάνδρας στα τέλη του 1995, με κύριο στόχο, όπως είχε προαναγγείλει, την επέκταση της δραστηριότητας στη μεταλλουργία χρυσού. «Οι μισθοί, από διακόσιες και τριακόσιες χιλιάδες δραχμές έφτασαν και τις επτακόσιες, σχεδόν τριπλασιάστηκαν ξαφνικά. Βλέπαμε πολύ χρήμα, αλλά τίποτε σε επενδύσεις, σε εξοπλισμό και αυτό μας ανησυχούσε», λέει η παρέα της Λέσχης.
Δυστυχώς, το προαίσθημα τους αποδείχθηκε αληθινό. Το 2003 ανακοινώθηκε η εγκατάλειψη της εκμετάλλευσης από την TVX Gold. Τα αίτια του «λουκέτου» αποδόθηκαν τότε στις αντιδράσεις όσων δεν ήθελαν τη μεταλλουργία χρυσού, στις μακροχρόνιες δικαστικές διενέξεις, στις προσφυγές στα δικαστήρια και στα θεσμικά εμπόδια προς την εταιρεία να επεκτείνει τις δραστηριότητες της στις «Μαύρες Πέτρες». Αλλά, σήμερα, όλο και λιγότεροι μεταλλωρύχοι το πιστεύουν αυτό. Οι περισσότεροι έχουν πλέον πειστεί ότι η εταιρεία, όπως υποστηρίζουν, «δεν είχε στην πραγματικότητα την πρόθεση να κάνει περισσότερη παραγωγική δουλειά», αλλά μάλλον να επωφεληθεί από τις διακυμάνσεις των τιμών στο χρηματιστήριο μετάλλων.
Οι πιο ηλικιωμένοι θυμούνται την πτώχευση της TVX Hellas ως το πλέον τραυματικό γεγονός της ζωής τους. Τους έφερε σε πλήρη επαγγελματικό αποκλεισμό και σε απόγνωση και περί τις πεντακόσιες οικογένειες έχασαν κάθε μέσο βιοπορισμού, σε σημείο που η ελληνική πολιτεία αναγκάστηκε να κάνει ειδικό πρόγραμμα για τους ανέργους μέχρι να βρεθεί μια λύση. Τελικώς αυτή βρέθηκε τρία χρόνια αργότερα, όταν το 2004 η «Ελληνικός Χρυσός» αγόρασε τα δικαιώματα της εκμετάλλευσης και η καναδική Eldorado Gold ανέλαβε να επανεκκινήσει τη μεταλλευτική δραστηριότητα στις δυο περιοχές του Στρατωνίου και της Ολυμπιάδας και στην τοποθεσία «Σκουριές».
Αλλά, πλέον, και η τεχνολογία είχε αλλάξει και οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες απαιτούσαν μια μεταλλουργία άλλης ποιότητας, πιο συμβατή με το περιβάλλον και πιο φιλική προς τον εργαζόμενο σε σχέση με τις συνθήκες της εξόρυξης. Η λογική της εξόρυξης και οι τεχνικές της είχαν προοδεύσει σημαντικά. Μέχρι τη δεκαετία του 1980, οι μεταλλωρύχοι θυμούνται, όπως λένε, τον μεγάλο αγωγό που απέρριπτε τα λύματα της επεξεργασίας στη θάλασσα και δεν ήταν λίγοι που είχαν άγνοια, ως προς το τι θα συνέβαινε τις επόμενες δεκαετίες με τη ρύπανση στην περιοχή.
«Όλα, στη θάλασσα και στα ποτάμια κατέληγαν, και για αυτό οι εξορυκτικές εταιρείες διάλεγαν θέσεις κοντά στη θάλασσα και στο νερό για τα πλυντήριά τους», υποστηρίζει ένας από την παρέα και συνεχίζει: «Τη δεκαετία του 1980 βγήκε νόμος και μετά απαγορεύτηκε αυτή η πρακτική. Σήμερα, η θάλασσα έχει καθαρίσει σε μεγάλο βαθμό, αλλά σε κάποια σημεία στην παραλία, που επιχωματώθηκαν με άμμο, μένει να γίνουν παρεμβάσεις για την πλήρη απορρύπανση. Αυτό το διάστημα δρομολογείται και με τη στήριξη της μεταλλευτικής εταιρείας, για την παραλία του Στρατωνίου, ένα σημαντικό έργο ανάπλασης, στο πλαίσιο του οποίου θα σκαφτούν και θα απομακρυνθούν αποθέσεις σε βάθος ογδόντα εκατοστών, ώστε να μην θυμίζει τίποτε την παλιά εποχή της ρύπανσης».
«Τότε, παιδί, έκανα μπάνιο στη θάλασσα, εδώ έμαθα κολύμπι, αλλά δεν μας πολύ ενοχλούσε και πολύ, δεν ξέραμε και πολλά…», προσθέτει ένας παλιός μεταλλωρύχος. Ακόμη και ο τρόπος παραγωγής στα μεταλλεία άλλαξε, εκσυγχρονίστηκε, τέθηκαν υψηλότερα επίπεδα ασφάλειας. Μέχρι τη δεκαετία του 1980, η διάτρηση στις στοές, για να τοποθετηθούν τα εκρηκτικά, γινόταν σχεδόν εξ επαφής. Η σκόνη που σήκωναν τα φουρνέλα γέμιζε τις στοές. Οι «χαλικωμενοι» ήταν το αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας, καθώς έτσι έλεγαν τότε όσους υπέφεραν από πνευμονοκονίαση. Ήταν η πιο συνηθισμένη επαγγελματική ασθένεια στα μεταλλεία και δυστυχώς ανίατη. Εργαζόμενοι από την ηλικία των τριάντα πέντε και σαράντα ετών, που δούλευαν χωρίς προστασία, αναγκάζονταν να σταματήσουν την επαγγελματική δραστηριότητα τους για λόγους υγείας. Ο πιο νέος της παρέας λέει, πάντως, ότι αυτό έχει πια αλλάξει και δεν υπάρχουν κρούσματα τέτοιας ασθένειας εδώ και πολλά χρόνια.
«Σήμερα, η τοποθέτηση των εκρηκτικών γίνεται αφού ανοιχτούν οι υποδοχές με την πίεση του νερού, από απόσταση, με το “Τζάμπο”, από έξι και επτά μέτρα μακριά· καμία σχέση με το παρελθόν, όλα είναι υπολογισμένα και η χρήση των μέσων προστασίας αυστηρότατη», σημειώνει.
Οι παλιοί κάτοικοι του Στρατωνίου, όμως, δεν είχαν τότε άλλη επιλογή. Μέσα ατομικής προστασίας «υπήρχαν και δεν υπήρχαν», όπως λένε. Η ενημέρωση για θέματα περιβαλλοντικά και υγειονομικά ήταν πλημμελής. Οι περισσότεροι από αυτούς ζούσαν στα σπίτια που είχε χτίσει η εταιρεία για τους εργαζόμενους. Ακόμη και σήμερα, τα τρία τέταρτα του χωριού αποτελούνται από σπίτια που ανήκουν στην εταιρεία, εξηγούν, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, παλιοί μεταλλωρύχοι.
«Τα σπίτια ήταν δωρεάν, δεν ζητούσαν μίσθωμα από την εταιρεία. Οι εργαζόμενοι διέμεναν δωρεάν, όσο διαρκούσε η απασχόληση τους – που βέβαια διαρκούσε συνήθως για πάντα, γιατί σχεδόν πάντα εδώ υπήρχε δουλειά με τη μεταλλουργία. Όταν κάποιος εργαζόμενος έφευγε, άδειαζε το σπίτι και έμπαινε μέσα ένας άλλος και η οικογένειά του. Και έτσι πήγαινε από γενιά σε γενιά».
Εκείνο, όμως, που συμβάδιζε με την παραγωγική δραστηριότητα ήταν και η τεχνική εκπαίδευση που υπήρχε στο Στρατώνι, τις εποχές που αυτό είχε ακόμη και δυόμισι χιλιάδες μόνιμους κατοίκους. Η φημισμένη σχολή του ΟΑΕΔ στο Στρατώνι, τετραετούς φοιτήσεως, έβγαζε «δακτυλοδεικτούμενους σε όλη την Ελλάδα» τεχνικούς, μεταλλωρύχους, ηλεκτρολόγους, μηχανικούς, οδηγούς, χειριστές μηχανημάτων. Όπως λέει η παρέα της λέσχης: «όπου και αν πήγαινες με αυτό το πτυχίο, δούλευες. Τέτοιο κύρος είχε η Σχολή, που σε προσλάμβαναν και μόνο που έλεγες ότι είχες αυτό το χαρτί. Σήμερα η σχολή δεν λειτουργεί, δυστυχώς, και γι’ αυτό είναι και δύσκολη η ανεύρεση εξειδικευμένων στο αντικείμενο της μεταλλουργίας. Πρέπει πολλοί σημερινοί εργαζόμενοι να έρχονται από αλλού».
Η κοινωνία της περιοχής, παρά την τουριστική άνοδό της, παραμένει συνδεδεμένη με τη μεταλλουργία, που ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει από την αρχαιότητα. Για αυτό και οι σκέψεις της σημερινής δημοτικής αρχής είναι προσανατολισμένες στην αξιοποίηση αυτής της σχέσης. Εξού και η πρόσφατη πρωτοβουλία του δήμου Αριστοτέλη να συνυπογράψει με άλλους επτά δήμους μνημόνιο συνεργασίας για τη δημιουργία Δικτύου Πόλεων με Μεταλλευτική Ιστορία.
Το Στρατώνι είναι μια ζώσα ιστορία μεταλλουργίας, που πορεύεται στον χρόνο και φαίνεται διατεθειμένη να διορθώνει τις αδυναμίες και τα λάθη του παρελθόντος της, να συμμορφώνεται με κανόνες και να εφαρμόζει σύγχρονες πρακτικές παραγωγής, φιλικότερες προς το περιβάλλον. Ήδη, η Θάσος, η Μήλος, οι Φίλιπποι, οι Δελφοί, που συνυπέγραψαν το μνημόνιο, θεωρούν τη μεταλλουργία ως κομμάτι της ιστορίας τους, που συνδυάζεται και με τον πολιτισμό και τον τουρισμό τους, χωρίς κοινωνικές εντάσεις και οικονομικά και περιβαλλοντικά αδιέξοδα για τις περιοχές τους.
Φάνης Γρηγοριάδης