Oρισμένα παραμύθια έχουν μια πολύ μακρά ιστορία, παραμένοντας ζωντανά και άφθαρτα διαμέσου των αιώνων ως ένα βασικό μέρος της ανατροφής ενός παιδιού. Ακόμα και σήμερα, τα περισσότερα παιδιά είναι εξοικειωμένα με τη Σταχτοπούτα, τον Κοντορεβυθούλη και τους μύθους του Αισώπου. Παρόλο που οι ιστορίες εξελίσσονται με τον χρόνο και ανάλογα με τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες, η βασική δομή και η γοητεία τους διατηρούνται. Είναι σαφές ότι τα παραμύθια έχουν μια παράξενη δύναμη που συνεχίζει να πυροδοτεί τη φαντασία των παιδιών – και πολλών ενηλίκων.
Υπάρχουν και οι φωνές που υποστηρίζουν ότι τα παραμύθια είναι ξεπερασμένα και πρέπει να παραμεριστούν, ωστόσο οι περισσότεροι τείνουν να τα υπερασπίζονται, βλέποντας έναν μεγάλο και αναντικατάστατο πλούτο σε αυτά. Σε αυτούς συγκαταλέγονται οι συγγραφείς Κ.Σ. Λιούις, Τζ.Ρ.Ρ. Τόλκιν και Γκ.Κ. Τσέστερτον.
Ηθική και καλοσύνη

Τα παραμύθια θίγουν ηθικά ζητήματα με τρόπο που αγγίζει τόσο την καρδιά και τη φαντασία των παιδιών όσο και το μυαλό τους. Η Σταχτοπούτα μάς δείχνει την ανταμοιβή της ταπεινότητας και της υπομονής. Η Πεντάμορφη και το Τέρας μάς δείχνει ότι, μερικές φορές, το να αγαπάς κάποιον ακόμα κι αν δεν φαίνεται αξιαγάπητος μπορεί να αποκαλύψει την ομορφιά που κρύβεται μέσα του. Πολλά άλλα παραμύθια διδάσκουν τη σημασία της ειλικρίνειας, της γρήγορης σκέψης, του θάρρους, κ.ο.κ, μιλώντας παράλληλα και για τον πόνο που συνοδεύει το κακό. Τα διδάγματα εκφράζονται μέσω ζωντανών εικόνων που μένουν στο μυαλό και την καρδιά του παιδιού πολύ αφότου κλείσει το βιβλίο.
Η δύναμη των παραμυθιών έγκειται στο ότι αποστάζουν την πραγματικότητα σε σαφώς αναγνωρίσιμες εικόνες του καλού, του κακού, της ομορφιάς, της ασχήμιας, της αλήθειας, του ψεύδους, της ευγένειας, της κακίας. Συμπυκνωμένες σε απτές εικόνες και σύμβολα, οι έννοιες αποκτούν ισχυρή δύναμη και μεταδίδουν την ουσία των πραγμάτων πιο καθαρά από πολλούς άλλους τύπους ιστοριών. Έτσι τα παιδιά αποκτούν μια βαθιά κατανόηση του ηθικού σύμπαντος.
Ο δράκος του μύθου δίνει ένα πρόσωπο – και άκρα και νύχια και ουρά – στο κακό, βοηθώντας τα παιδιά να αντιληφθούν τη φύση του κακού με έναν τρόπο που μπορούν να καταλάβουν: είναι εγωιστικό, καταστροφικό, αδηφάγο και σκληρό. Φυσικά, υπάρχουν και οι εικόνες του καλού: οι ήρωες, οι όμορφες κοιλάδες, τα κάστρα και άλλες εικόνες ομορφιάς, καλοσύνης και πολιτισμού που αντιπαραβάλλονται ξεκάθαρα με το κακό.
Θέτοντας τις βάσεις
Ένας από τους πιο σημαντικούς λόγους για τους οποίους τα παιδιά πρέπει να διαβάζουν παραμύθια είναι ότι τους παρέχουν κρίσιμη εκπαίδευση για τη ζωή, διδάσκοντας στα παιδιά ότι τα εμπόδια και το κακό μπορούν να ξεπεραστούν με την καλοσύνη.
Ο Κ.Σ. Λιούις εξήγησε ότι τα παιδιά πρέπει να διαβάζουν παραμύθια για να αρχίσουν να κατανοούν πώς να αντιμετωπίζουν και να νικούν τα κακά που θα συναντήσουν στη ζωή τους: «Επειδή είναι πολύ πιθανό [τα παιδιά] να συναντήσουν σκληρούς εχθρούς, ας έχουν τουλάχιστον ακούσει για γενναίους ιππότες και ηρωικό θάρρος», υποστήριζε ο συγγραφέας.
Αυτό το λέει ως απάντηση σε όσους πιστεύουν ότι τα παραμύθια τρομάζουν άσκοπα τα παιδιά. Ο Λιούις επισημαίνει ότι πρέπει τα παιδιά να μυηθούν στην έννοια του κακού (που έτσι κι αλλιώς θα συναντήσουν έτσι ή αλλιώς) με τρόπο κατάλληλο για την ηλικία τους μέσω των παραμυθιών και, παράλληλα, να μάθουν για τις δυνάμεις του καλού που μπορούν να νικήσουν το κακό.
Αυτή η βαθιά πίστη στην πιθανότητα της τελικής νίκης του καλού δεν είναι απλώς ‘ωραία’. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι από τις πιο σημαντικές πεποιθήσεις που μπορούν να δοθούν σε ένα παιδί, επειδή είναι από τις πιο ζωτικές βεβαιότητες για τους ενήλικες, καθώς προχωρούν μέσα στο σκοτεινό δάσος αυτού του κόσμου (για να χρησιμοποιήσουμε μια παραμυθένια εικόνα). Αυτή τη πεποίθηση μπορεί να εδραιωθεί εντός του παιδιού μέσω της έμμεσης εμπειρίας που προσφέρει η ιστορία.
Ο Γ.K. Τσέστερτον επίσης αναφέρθηκε στο ίδιο θέμα, σημειώνοντας ότι τα παιδιά από μικρή ηλικία έχουν κάποια αντίληψη για δράκους και τέρατα, που δημιουργείται από τη δική τους φαντασία. Και για αυτόν τον λόγο ειδικά, χρειάζονται παραμύθια. Στο βιβλίο «Τεράστιες μικροπράξεις», ο Τσέστερτον γράφει: «Τα παραμύθια, λοιπόν, δεν ευθύνονται για τη δημιουργία φόβου στα παιδιά ή οποιασδήποτε μορφής φόβου. […] Το μωρό γνωρίζει τον δράκο από τότε που απέκτησε φαντασία. Αυτό που του προσφέρει το παραμύθι είναι ένας Άγιος Γεώργιος για να σκοτώσει τον δράκο». Τα παραμύθια γίνονται ένα μέσο για να ξεπεραστεί ο φόβος και να αναπτυχθεί το θάρρος και η ελπίδα – κάτι που κάθε παιδί χρειάζεται στη ζωή του. Ο Τσέστερτον συνεχίζει: «Αυτό ακριβώς κάνει το παραμύθι: το συνηθίζει [μέσα από] μια σειρά από σαφείς εικόνες στην ιδέα ότι αυτοί οι φαινομενικά απεριόριστοι τρόμοι έχουν ένα όριο, ότι αυτοί οι άμορφοι εχθροί συναντούν αντίσταση από τους ιππότες του Θεού, ότι υπάρχει κάτι στο σύμπαν πιο μυστικιστικό από το σκοτάδι και πιο δυνατό από τον τρόμο».
Καλλιεργώντας το αίσθημα του θαυμασμού
Τέλος, τα παραμύθια καλλιεργούν ένα πνεύμα θαυμασμού στα παιδιά, μεταφέροντας την ιδέα ότι και αυτός ο κόσμος έχει τη μαγεία του. Τα «συνηθισμένα» πράγματα μπορούν να αποκτήσουν μια νέα λάμψη μυστηρίου και ομορφιάς για ένα παιδί που διαβάζει παραμύθια. Σκεφτείτε αυτά τα λόγια του μεγάλου συγγραφέα φαντασίας Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν στο δοκίμιό του «On Fairy Stories» (Σχετικά με τα παραμύθια):
«Στην πραγματικότητα, τα παραμύθια ασχολούνται σε μεγάλο βαθμό, ή (τα καλύτερα) κυρίως, με απλά, θεμελιώδη πράγματα, που δεν έχουν επηρεαστεί από τη φαντασία, τα οποία γίνονται ακόμα πιο λαμπερά χάρη στο περιβάλλον τους. […] Ήταν στα παραμύθια που για πρώτη φορά διέκρινα τη δύναμη των λέξεων και το θαύμα των πραγμάτων, όπως η πέτρα, το ξύλο και ο σίδηρος, τα δέντρα και το γρασίδι, τα σπίτια και η φωτιά, το ψωμί και το κρασί».
Ο Τσέστερτον επίσης υιοθέτησε αυτή την ιδέα, σχολιάζοντας στο βιβλίο του «Ορθοδοξία»: «Τα παραμύθια λένε ότι τα μήλα ήταν χρυσά μόνο για να αναζωογονήσουν τη ξεχασμένη στιγμή που ανακαλύψαμε ότι ήταν πράσινα. Κάνουν τα ποτάμια να ρέουν με κρασί μόνο για να μας θυμίσουν, για μια τρελή στιγμή, ότι ρέουν με νερό». Το παιδί που έχει εκπαιδευτεί μέσω των παραμυθιών να βλέπει τον κόσμο με θαυμασμό θα δει περισσότερα και θα αγαπήσει περισσότερα από το παιδί που δεν έχει διαβάσει αυτές τις ιστορίες. Αυτή η διέγερση του θαυμασμού είναι πιο σημαντική από ό,τι μπορεί να ακούγεται, όχι μόνο για τη διαμόρφωση της ευγνωμοσύνης και της χαράς, αλλά και για την οικοδόμηση του ίδιου του πολιτισμού. Όπως έχω γράψει και πριν, ο θαυμασμός αποτελεί τη βάση κάθε σοφίας και φιλοσοφίας.
Το παιδί που έχει διαμορφωθεί από τα παραμύθια και έχει μυηθεί στο θαύμα, θα μεγαλώσει με μια άφατη λαχτάρα για όμορφα λιβάδια και δέντρα που λάμπουν από δροσιά, για καταρράκτες πιο διαυγείς από τον αέρα, για κάστρα με πολλούς πύργους, που υψώνονται σαν σπαθιά, δείχνοντας προς τον ουρανό. Το γεγονός ότι αυτή η λαχτάρα για μια παραμυθένια χώρα πρέπει, όπως και άλλα ενδιαφέροντα της παιδικής ηλικίας, να ωριμάσει και να αναπτυχθεί με την πάροδο του χρόνου, δεν την καθιστά λιγότερο σημαντική. Η ακριβής μορφή και το σχήμα που θα πάρει αυτή η λαχτάρα στην ενήλικη ζωή, ξεπερνά το πεδίο αυτού του άρθρου, αλλά θα πω απλά ότι το άτομο με μια τέτοια λαχτάρα διαθέτει ένα είδος εσωτερικής πυξίδας, που θα του είναι χρήσιμη στη ζωή. Θα νιώθει «hiraeth» – μια παλιά ουαλική λέξη που αναφέρεται στη λαχτάρα για μια πατρίδα – νοσταλγία.
Θα κλείσω επιστρέφοντας στον Κ. Σ. Λιούις, ο οποίος, στο «The Weight of Glory» (Το βάρος της δόξας), εκφράζει αυτό το είδος της μυστηριώδους νοσταλγίας που προσπαθώ να περιγράψω, νοσταλγίας που προκαλούν τα καλά παραμύθια: «Αυτά τα πράγματα – η ομορφιά, η μνήμη του δικού μας παρελθόντος – είναι καλές εικόνες αυτού που πραγματικά επιθυμούμε. […] Γιατί δεν είναι το ίδιο το πράγμα· είναι μόνο το άρωμα ενός λουλουδιού που δεν έχουμε βρει, η ηχώ μιας μελωδίας που δεν έχουμε ακούσει, νέα από μια χώρα που δεν έχουμε επισκεφτεί ποτέ». Η περιπλανητική διάθεση και η νοσταλγία που μας εμπνέουν τα παραμύθια μάς βοηθούν να συνεχίσουμε να αναζητούμε τα καλύτερα και τα πιο όμορφα πράγματα που έχει να προσφέρει ο κόσμος.