Η σειρά «Ιστορίες σοφίας» έχει ως στόχο να αναδείξει σημαντικά ηθικά ζητήματα, καθώς και τις αιώνιες εκείνες αρετές που μπορούν να ανυψώσουν την ψυχή μας και να μας βοηθήσουν να επιστρέψουμε στην παράδοση.
Η ακόλουθη ιστορία μάς υπενθυμίζει να διατηρούμε την πίστη μας και να μην χάνουμε ποτέ την ελπίδα, όσο ζοφερή και αν φαίνεται η μελλοντική μας πορεία. Όπως τα μωρά στην κοιλιά της μητέρας τους δεν απομακρύνονται ποτέ από αυτήν, έτσι και εμείς περικλειόμαστε από την αιώνια συμπόνια του Δημιουργού· για να νιώσουμε αυτή την άνευ όρων πηγή αγάπης, το μόνο που χρειαζόμαστε είναι μια ευγενική και ταπεινή καρδιά.
Μια φορά κι έναν καιρό, η ευτυχισμένη κοιλιά μιας μέλλουσας μητέρας κυοφορούσε δίδυμα: την Πίστη και την Αμφιβολία. Ήταν υγιή και μεγάλωναν γρήγορα. Μια μέρα, η Πίστη ξεκίνησε μία συζήτηση.

«Ξέρεις, Αμφιβολία, πιστεύω πραγματικά στην ιδέα της ζωής μετά τη γέννηση. Εσύ;»
«Τι;! Καλύτερα να σταματήσεις να ονειρεύεσαι, Πίστη. Δεν υπάρχει τίποτα πέρα από αυτή την ύπαρξη που αντιλαμβανόμαστε εσύ και εγώ αυτή τη στιγμή. Ποια ζωή μετά τη γέννηση; Αυτή είναι η ζωή, εδώ και τώρα. Δεν υπάρχει κάτι που να ονομάζεται ζωή μετά τη γέννηση.»
Η Πίστη επέμεινε: «Είμαι σίγουρη ότι υπάρχει κάτι περισσότερο εκεί έξω, που είναι ακόμα καλύτερο και πιο όμορφο από αυτή την ύπαρξη. Θα υπάρξει γέννηση και μάλιστα σύντομα… και υπάρχει ζωή μετά τη γέννηση».

Η Αμφιβολία επέκρινε για άλλη μια φορά την Πίστη, λέγοντας: «Μην είσαι ανόητη, Πίστη. Να είσαι ρεαλίστρια. Μετά τη γέννηση, όλα τελειώνουν. Δεν υπάρχει κάπου να πας μετά τη γέννηση.
»Φοβάμαι ακόμα και να σκεφτώ τη στιγμή του τοκετού. Κοίτα αυτό που κρατάς τώρα στο χέρι σου. Δεν είναι αυτό το λουρί που μας τρέφει και τις δύο; Δεν θα μπορούμε να κρατάμε αυτό το λουρί μετά τη γέννηση. Όλα τελειώνουν μετά τον τοκετό. Κανείς δεν έχει επιστρέψει ποτέ εδώ μετά τον τοκετό. Δεν υπάρχει ζωή μετά τη γέννηση, Πίστη», επέμεινε.

Για λίγο η Πίστη κοίταξε την Αμφιβολία, βαθιά σίγουρη για την πεποίθησή της. ψάχνοντας να βρει έναν τρόπο να τη μεταφέρει στην αδελφή της. Τελικά, είπε:
«Ξέρεις, Αμφιβολία, νομίζω ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε. Δεν πρέπει να πιστεύουμε ότι χρειαζόμαστε αυτό το λουρί μετά τη γέννηση. Είμαι σίγουρη ότι υπάρχει κάτι περισσότερο από αυτό το λουρί. Πιστεύω ότι θα κινούμαστε ελεύθερες και θα τρώμε και θα ζούμε με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Αν η ζωή τελειώνει μετά τον τοκετό, πες μου, ποιο είναι το νόημα της ζωής στη μήτρα;
»Ξέρεις, Αμφιβολία, πιστεύω επίσης ότι υπάρχει η Μητέρα και ότι θα μας προστατεύσει».
Ακούγοντας αυτό, η Αμφιβολία ξέσπασε σε υστερικά γέλια: «Ποια Μητέρα;! Δεν μπορεί να υπάρχει κάτι τέτοιο. Πού είναι τώρα, αν πιστεύεις ότι υπάρχει πραγματικά; Την έχεις δει; Δεν πιστεύω σε κάτι που δεν βλέπω με τα μάτια μου».

Η Πίστη, όμως, τη διαβεβαίωσε: «Η Μητέρα υπάρχει. Αλλιώς, πώς και γιατί υπάρχουμε; Πίστεψέ με. Πάντα νιώθω την αγάπη και τη συμπόνια της γύρω μας. Αυτή τη ζεστασιά που νιώθουμε συνεχώς, και αυτά τα απαλά ψιθυρίσματα και μουρμουρητά που ακούμε. Ποιος μας μιλάει τότε, αν όχι η Μητέρα; Είμαστε περιτριγυρισμένοι από τη Μητέρα. Θα τη συναντήσουμε μετά τη γέννηση. Τότε όλα θα είναι φωτεινά γύρω μας. Δεν θα υπάρχει πια σκοτάδι».
«Ανοησίες. Δεν πιστεύω τίποτα από αυτά. Δεν υπάρχει ζωή μετά τη γέννηση, δεν υπάρχει Μητέρα, δεν υπάρχει φως. Αυτό το σκοτάδι και αυτό το λουρί είναι η αλήθεια. Άσε με να κοιμηθώ τώρα, αρκετά με ενόχλησες», απάντησε η Αμφιβολία.
Η Πίστη τής είπε με παρηγορητική φωνή: «Κοιμήσου, Αμφιβολία. Αλλά σύντομα και οι δύο θα ανοίξουμε τα μάτια μας σε έναν όμορφο φωτεινό κόσμο και θα συναντήσουμε τη Μητέρα. Αυτή η μέρα πλησιάζει. Το νιώθω έντονα».

Για άλλη μια φορά, επικράτησε σιωπή μέσα στη μήτρα. Και ο χρόνος περνούσε. Κάποια στιγμή ήρθε η μέρα του τοκετού.
Τα δίδυμα που επρόκειτο να γεννηθούν ήταν φυσικά ανήσυχα για το άγνωστο που τα περίμενε.
Όταν τελικά γεννήθηκαν σε έναν κόσμο γεμάτο φως, έκλεισαν τα μάτια τους και ξέσπασαν σε κλάματα. Ύστερα, νιώθοντας εκείνη την οικεία ζεστασιά και ακούγοντας ξανά εκείνον τον χαλαρωτικό ψίθυρο, άνοιξαν σιγά-σιγά τα μάτια τους και είδαν την όμορφη Μητέρα τους. Δεν μπορούσαν να σταματήσουν να την κοιτάζουν με τα ματάκια τους ορθάνοιχτα. «Ω, η μητέρα είναι τόσο όμορφη», αναφώνησαν οι καρδιές τους. «Και μας αγαπάει άνευ όρων!»
Οι αθώες καρδιές τους ήξεραν ότι είχαν ξεδιαλύνει το μυστήριο: είχαν φτάσει στο Σπίτι τους και ήταν ασφαλείς.
