Και τώρα, είπα, άφησέ με να σου δείξω με μια εικόνα πόσο η φύση μας είναι αδιαφώτιστη ή φωτισμένη: Κοίταξε! Ανθρώπινα όντα ζουν σε μια σπηλιά, που έχει ένα άνοιγμα απ’ όπου μπαίνει φως μέχρι το βάθος της σπηλιάς. Βρίσκονται εδώ απ’ τα μικράτα τους και τα πόδια κι οι λαιμοί τους είναι αλυσοδεμένοι, ώστε δεν μπορούν να κινηθούν, αλλά μπορούν μόνο να κοιτάζουν προς τα εμπρός. Οι αλυσίδες τούς εμποδίζουν να στρίψουν τα κεφάλια τους. Πάνω και πίσω τους μακριά, καίει μια λαμπρή φωτιά. Ανάμεσα στη φωτιά και τους φυλακισμένους υπάρχει ένας ανηφορικός δρόμος, τον οποίο διατρέχει ένας τοίχος, σαν αυτόν που στήνουν στο κουκλοθέατρο για να παίζουν τις κούκλες.
Βλέπω.
Βλέπεις, είπα, και τους ανθρώπους που περνούν δίπλα στον τοίχο κουβαλώντας διάφορα δοχεία και αγάλματα και ειδώλια ζώων από ξύλο, πέτρα ή οτιδήποτε άλλο, τα οποία φαίνονται πάνω από τον τοίχο; Κάποιοι από αυτούς μιλούν, άλλοι είναι σιωπηλοί.
Παράξενη η εικόνα που μου δείχνεις και παράξενοι αυτοί οι φυλακισμένοι.
Σαν εμάς, απάντησα. Και μπορούν να δουν μόνο τη σκιά τους ή τη σκιά των διπλανών τους, που ρίχνει στον απέναντι τοίχο η φωτιά που καίει;
Πράγματι, είπε. Πώς θα μπορούσαν να δουν οτιδήποτε άλλο εκτός από τις σκιές, αφού δεν μπορούν να στρίψουν τα κεφάλια τους;
Και από τα αντικείμενα που μεταφέρονταν δεν θα έβλεπαν μόνο τις σκιές τους;
Ναι, είπε.
Και αν μπορούσαν να κουβεντιάσουν γι΄ αυτά, δεν θα πίστευαν ότι μιλούν για τα ίδια τα πράγματα καθεαυτά;
Αλήθεια.
Και αν υποθέσουμε ότι η φυλακή έχει και μια ηχώ, που έρχεται από την άλλη πλευρά, δεν θα νόμιζαν, ακούγοντας να μιλούν οι περαστικοί, ότι οι φωνές έρχονται από τις περαστικές σκιές;
Αναντίρρητα, απάντησε.
Γι΄ αυτούς, είπα, η αλήθεια δεν θα ήταν άλλη από τις σκιές των εικόνων.
Αυτό είναι βέβαιο.
Κοίτα ξανά τώρα και δες τι θα συμβεί αν κάποιος από αυτούς τους φυλακισμένους απελευθερωθεί και βγει από την πλάνη του. Κατ’ αρχάς, αν ελευθερωθεί από τα δεσμά του και αναγκαστεί να σηκωθεί όρθιος, να γυρίσει το κεφάλι του και να περπατήσει προς το φως, θα νιώσει ισχυρούς πόνους. Το φως θα τον τυφλώνει και δεν θα μπορεί να δει τα πραγματικά αντικείμενα που γνώριζε πριν μόνο ως σκιές. Και φαντάσου να του λέει κάποιος πως ό,τι έβλεπε πριν ήταν ψευδαίσθηση, αλλά τώρα που πλησιάζει προς την ύπαρξη και τα μάτια του στρέφονται προς τα αληθινά πράγματα – ποια θα είναι η απάντησή του; Μπορείς να φανταστείς ακόμα ότι ο οδηγός του του δείχνει τα αντικείμενα καθώς τα προσπερνούν και του ζητά να τα ονομάσει – δεν θα μπερδευτεί; Δεν θα νομίζει ότι οι σκιές που έβλεπε πριν είναι πιο αληθινές από τα αντικείμενα που τώρα βλέπει;
Πολύ πιο αληθινές.
Κι αν αναγκαστεί να κοιτάξει απευθείας στο φως, δεν θα νιώσει έναν πόνο στα μάτια, που θα τον κάνει να γυρίσει και να βρει καταφύγιο σε αυτά που μπορεί να δει και για τα οποία θα νομίσει ότι φαίνονται πιο καθαρά από τα αντικείμενα που του δείχνουν;
Πράγματι, είπε.
Ας υποθέσουμε ακόμα ότι τον υποχρεώνουν να ανέβει μια ψηλή, απότομη πλαγιά μέχρι που να βγει στο φως του ήλιου, δεν θα νιώσει πάλι πόνο και εκνευρισμό; Όσο πλησιάζει προς το φως, τα μάτια του θα θαμπώνουν και δεν θα μπορεί να δει αυτά που τώρα αποκαλούνται αληθινά.
Όχι αμέσως, είπε.
Θα χρειαστεί να συνηθίσει σιγά σιγά τον επάνω κόσμο. Στην αρχή, θα βλέπει καλύτερα τις σκιές, μετά τις αντανακλάσεις των πραγμάτων μέσα στο νερό και μόνο στο τέλος τα ίδια τα πράγματα. Ύστερα, θα κοιτάξει το φως του φεγγαριού, τ’ αστέρια και τον κεντημένο ουρανό τη νύχτα. Δεν θα τα βλέπει αυτά πολύ καλύτερα από τον ήλιο και το φως της ημέρας;
Σϊγουρα.
Τελικά, θα μπορέσει να δει και τον ίδιο τον ήλιο κι όχι απλώς την αντανάκλασή του στο νερό. Θα μπορέσει να τον δει στην κανονική του θέση κι όχι σε άλλη. Και θα αρχίσει να σκέπτεται γι’ αυτόν όπως πραγματικά είναι.
Βεβαίως.
Και θα πει ότι αυτός είναι που μας δίνει τις εποχές και τα χρόνια και ότι είναι ο φύλακας όλων των πραγμάτων που υπάρχουν στον ορατό κόσμο και οπωσδήποτε η αιτία όλων των πραγμάτων που αυτός και οι σύντροφοί του συνήθιζαν να βλέπουν;
Είναι ξεκάθαρο, είπε, ότι πρώτα θα έβλεπε τον ήλιο και μετά θα μιλούσε γι’ αυτόν.
Και όταν αναθυμόταν πού βρισκόταν παλιά και τη σοφία που είχαν αυτός και οι άλλοι φυλακισμένοι, δεν θα χαιρόταν για την αλλαγή του και δεν θα λυπόταν γι’ αυτούς;
Φυσικά, έτσι θα ένιωθε.
Και αν συνήθιζαν εκεί πίσω να δίνουν συγχαρητήρια ο ένας στον άλλον και να αποδίδουν τιμές για το ποιος βλέπει πιο γρήγορα τις περαστικές σκιές και σημειώνει ποια ήταν πριν και ποια μετά και ποιες πήγαιναν μαζί – και άρα ποιοι ήταν πιο κατάλληλοι το μέλλον να προγραμματίσουν – πιστεύεις πως θα νοιαζόταν για τέτοιες τιμές και δόξα ή ότι θα ζήλευε αυτούς που την κατέχουν; Δεν θα ’λεγε, όπως ο Όμηρος,
«Καλύτερα να είμαι ο φτωχός υπηρέτης ενός φτωχού αφέντη», υπομένοντας οποιαδήποτε κακουχία παρά να σκέπτεται και να ζει όπως αυτοί;
Ναι, είπε, νομίζω ότι θα προτιμούσε μάλλον να υποφέρει οτιδήποτε παρά να έχει τόσο λαθεμένες ιδέες και να ζει με τέτοιον αξιοθρήνητο τρόπο.
Φαντάσου τον τώρα, είπα, αφότου έμαθε τον ήλιο, να επιστρέφει ξαφνικά πάλι εκεί που ήταν. Δεν θα γέμιζαν τα μάτια του σκοτάδι;
Είναι σίγουρο, είπε.
Κι αν γινόταν ένας διαγωνισμός κι έπρεπε να μετρήσει τις σκιές συναγωνιζόμενος με αυτούς που δεν άφησαν ποτέ το σκοτάδι, πριν τα μάτια του συνηθίσουν και πάλι και γίνουν σταθερά (και μπορεί να χρειαζόταν πολύς χρόνος για να γίνει αυτό), δεν θα γελοιοποιούταν τότε; Οι άλλοι θα έλεγαν ότι πήγε πάνω και κατέβηκε χωρίς τα μάτια του. Και ότι θα ήταν καλύτερα ούτε να το σκέπτεται κανείς ν’ ανέβει. Κι αν κάποιος προσπαθούσε να ελευθερώσει κάποιον άλλον και να τον οδηγήσει προς το φως, θα τον έπιαναν και θα τον σκότωναν.
Χωρίς αμφιβολία, είπε.
Μπορείς τώρα, αγαπητέ μου Γλαύκωνα, είπα, να συνδέσεις αυτή την αλληγορία με την προηγούμενη κουβέντα μας. Η σπηλιά-φυλακή είναι ο κόσμος της όρασης, το φως της φωτιάς ο ήλιος και είναι σωστό να υποθέσεις ότι η δύσκολη ανάβαση είναι η άνοδος της ψυχής στον κόσμο του πνεύματος, κατά την ταπεινή μου άποψη, την οποία εκφράζω όπως μου ζήτησες να κάνω – σωστή ή λάθος, μόνον ο Θεός το ξέρει. Μα είτε είναι σωστή είτε όχι, η γνώμη μου είναι ότι στον κόσμο της γνώσης η ιδέα του καλού εμφανίζεται τελευταία απ’ όλες και μόνο μετά από προσπάθεια μπορεί κανείς να τη δει. Κι όταν γίνεται τελικώς αντιληπτή, θεωρείται ως οικουμενικός δημιουργός όλων των ωραίων και ορθών πραγμάτων, πηγή φωτός και άρχοντας του φωτός σε αυτό τον ορατό κόσμο και η άμεση πηγή της λογικής και της αλήθειας στον πνευματικό. Και ότι αυτή είναι η δύναμη στην οποία πρέπει αυτός που θέλει να πράττει σωστά είτε στη δημόσια είτε στην ιδιωτική ζωή να μένει αταλάντευτα συγκεντρωμένος.
Πλάτων, «Πολιτεία», βιβλίο Ζ΄
(πηγή: The Epoch Times. Μετάφραση από τα αγγλικά: Αλία Ζάε)