Μετάφραση: Αλία Ζάε
Τα έργα που φιλοτέχνησε ο μεγάλος Βρετανός ζωγράφος Τόμας Γκαίηνσμπορω (1727-1788) με θέμα την οικογένειά του αποτελούν την πιο πλήρη και περιεκτική συλλογή οικογενειακών πορτραίτων οποιουδήποτε καλλιτέχνη – συγχρόνου του ή παλαιότερου από αυτόν. Συνολικά, τα πορτραίτα αυτά μας προσφέρουν μια μοναδική ευκαιρία να γνωρίσουμε λίγο καλύτερα τη ζωή συνηθισμένων ανθρώπων του 18ου αιώνα – στην προκειμένη, μιας μεσοαστικής οικογένειας – όταν τα πορτραίτα ήταν κατά κανόνα μια πολυτέλεια των πλουσίων.
Η τέχνη του Γκαίηνσμπορω
Ο Γκαίηνσμπορω φημιζόταν για τα πορτραίτα του, τα τοπία του και τις λεγόμενες «φανταστικές εικόνες» («fancy pictures»). Οι φανταστικές εικόνες ήταν απεικονίσεις της καθημερινότητας διανθισμένες με «στοιχεία επινοημένα, φανταστικά ή αφηγηματικά». Τον όρο επινόησε ο σύγχρονος του Γκαίηνσμπορω, επίσης γνωστός Βρετανός πορτραιτίστας, Σερ Τζόσουα Ρέυνολντς, για να περιγράψει τους πίνακες που φιλοτέχνησε ο πρώτος από το 1770 μέχρι το θάνατό του το 1788.
Ενώ τα πορτραίτα του Ρέυνολντς είχαν ως σημείο αναφοράς την αρχαιότητα και την Ιταλική Αναγέννηση, αυτά του Γκαίηνσμπορω επικεντρώνονταν στη σύγχρονη ζωή και το περιβάλλον της. Ίσως αυτή η διαφορά να αντανακλά τη διαφορετική τους καταγωγή: ο πατέρας του Ρέυνολντς ήταν κληρικός και διευθυντής του σχολείου της πόλης, ενώ ο πατέρας του Γκαίηνσμπορω ήταν παραγωγός μαλλιού. Ωστόσο, και οι δύο ζωγράφοι επηρεάστηκαν από το έργο των Ρούμπενς και Βαν Ντάυκ.
Ο Γκαίηνσμπορω γεννήθηκε στο Σάντμπερυ, στην επαρχία του Σάφφολκ, μια αγροτική περιοχή της Αγγλίας. Το 1740, όταν ήταν 13 ετών, στάλθηκε στο Λονδίνο για να μαθητεύσει κοντά στον Γάλλο χαράκτη και εικονογράφο Υμπέρ-Φρανσουά Γκραβελό, μαθητή του παραγωγικότατου Γάλλου ζωγράφου Φρανσουά Μπουσέ (1703-1770).
Αργότερα, το 1752, αφότου ξαναεπισκέφθηκε την εξοχή, ο Γκαίηνσμπορω πήγε να ζήσει στο Ίπσουιτς, όπου ξεκίνησε να ζωγραφίζει τα πορτραίτα των γαιοκτημόνων και των εμπόρων της περιοχής. Το 1759, μετακόμισε στο Μπαθ, όπου άρχισε να δέχεται παραγγελίες για ολόσωμα πορτραίτα από μέλη της υψηλής κοινωνίας. Το 1768 έγινε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Βασιλικής Ακαδημίας Τεχνών στο Λονδίνο, όπου και τελικά εγκαταστάθηκε το 1774.
Αν και ο Γκαίηνσμπορω έβγαζε τα προς το ζην με τα πορτραίτα, η προσωπική του προτίμηση ήταν τα τοπία. Σε ένα γράμμα προς τον φίλο του Ουίλιαμ Τζάκσον εξομολογείται ότι έχει κουραστεί από τα πορτραίτα: «[μακάρι να μπορούσα να] πάρω τη βιόλα ντα γκάμπα2 μου και να αποσυρθώ σε ένα γλυκό χωριουδάκι, όπου θα μπορώ να ζωγραφίζω Τοπία και να απολαμβάνω το… Τέλος της ζωής με άνεση και γαλήνη.»
Ωστόσο, η δημιουργία πορτραίτων μελών της οικογενείας του δε φαινόταν να τον κουράζει ποτέ. Ζωγράφιζε τη σύζυγό του, τις δύο τους κόρες, τον ανιψιό του, τον γαμπρό του, τους υπηρέτες του, ακόμα και τα κατοικίδιά του.
Μέσω αυτών των πορτραίτων μπορούμε να παρακολουθήσουμε όχι μόνο την πορεία της οικογενείας του, αλλά και την εξέλιξή του ως καλλιτέχνη. Στα οικογενειακά πορτραίτα του, ο Γκαίηνσμπορω είχε την άνεση να εκφραστεί πιο ελεύθερα και ακόμα και να πειραματιστεί με τη σύνθεση, το στυλ και την τεχνική, χωρίς τους περιορισμούς που εμπεριέχει συνήθως μια παραγγελία.
Ανακαλύπτοντας τα οικογενειακά πορτραίτα του Γκαίηνσμπορω
Η Λούσυ Πελτς, επιμελήτρια των συλλογών του 18ου αιώνα της Εθνικής Πινακοθήκης Πορτραίτων του Λονδίνου, αναζητούσε μερικά από τα οικογενειακά πορτραίτα του Γκαίηνσμπορω για περισσότερο από πέντε χρόνια, σύμφωνα με το περιοδικό Country Life. Ορισμένα από αυτά ανήκαν σε ιδιωτικές συλλογές για πολλά χρόνια. Έχοντας εξαντλήσει τις συνήθεις οδούς, σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει και πιο παραδοσιακές μεθόδους. Έτσι, στις 15 Ιουλίου 2015 δημοσίευσε μια επιστολή στο περιοδικό Country Life, πεμπτουσία των αγγλικών εκδόσεων, ζητώντας πληροφορίες για τα χαμένα οικογενειακά πορτραίτα του Γκαίηνσμπορω. Καθώς η ανταπόκριση στην πρώτη της επιστολή ήταν θετική, λίγους μήνες αργότερα η Πελτς δημοσίευσε μια δεύτερη με το ίδιο αίτημα. Ένας από τους πίνακες που ανακάλυψε έτσι ήταν ένα μισοτελειωμένο πορτραίτο της κόρης του καλλιτέχνη, Μάργκαρετ, την ώρα που παίζει σίτερν3, έργο που δεν είχε παρουσιαστεί στο κοινό για 130 χρόνια.
Ένα άλλο έργο που ανακαλύφθηκε ήταν το οβάλ πορτραίτο του ανιψιού και μαθητή του Γκαίηνσμπορω, Γκαίηνσμπορω Ντυπόν (1754-1797), το οποίο δεν είχε παρουσιαστεί στο κοινό για 100 χρόνια. Το έργο είχε αναγνωριστεί ως πορτραίτο του Ντυπόν μόλις το 2003 από τη Σούζαν Σλόμαν, συγγραφέα του «Ο Γκαίηνσμπορω στο Μπαθ».
Μετά από προσεκτική εξέταση, οι συντηρητές της Εθνικής Πινακοθήκης Πορτραίτων του Λονδίνου αποφάνθηκαν ότι το πορτραίτο του Ντυπόν είχε κατά πάσα πιθανότητα συντηρηθεί τον 19ο αιώνα. Αν και η κατάστασή του ήταν σταθερή, το βερνίκι έκρυβε κάποιες από τις αποχρώσεις και τις πινελιές του καλλιτέχνη. Η προσεκτική αφαίρεση του βερνικιού αποκάλυψε πώς είχαν απλωθεί οι λεπτές στρώσεις του χρώματος με την τεχνική της «sprezzatura» («σπρετσατούρα») – της τέχνης δηλαδή του να αποκρύπτεται η δυσκολία και η προσπάθεια που απαιτεί ένα έργο, ώστε να φαίνεται σαν να έγινε σχεδόν χωρίς σκέψη – τεχνικής που ο Γκαίηνσμπορω κατείχε άριστα. Στο πορτραίτο του Γκαίηνσμπορω Ντυπόν φαίνονται καθαρά οι μεγάλες, τολμηρές και επιδέξιες πινελιές του ζωγράφου.
Η αποκατάσταση της εικόνας αποκάλυψε επίσης στοιχεία τα οποία κάλυπτε το παλιωμένο βερνίκι, όπως οι μπλε πινελιές στα μαλλιά του νεαρού και γύρω από τα μάτια του, που αντανακλούν το πλούσιο γαλάζιο ρούχο του, αλλά και το ρόδινο-μπεζ στο φόντο, που φωτίζει τον πίνακα.
Οι συντηρητές επανέφεραν μια φωτεινότητα που είχε χαθεί από τον πίνακα – ίσως αυτό που είχε δει ο φίλος του Γκαίηνσμπορω Φίλιπ Θίκνες και που τον έκανε να το χαρακτηρίσει «περισσότερο θεϊκό παρά ανθρώπινο έργο» και «το καλύτερο κεφάλι που είχε ποτέ ζωγραφίσει». Γιατί ο Γκαίηνσμπορω, εμπνευσμένος από τον Βαν Ντάυκ, είχε μεταμορφώσει τον Ντυπόν από γιο ξυλουργού του Σάφφολκ σε αριστοκράτη.
Μακροχρόνια οικογενειακή χαρά
Ανακαλύφθηκε επίσης ένα υπέροχο πορτραίτο της συζύγου του Γκαίηνσμπορω, Μάργκαρετ (περ. 1777-78), σε προχωρημένη ηλικία. Και ένα σπάνια εμφανιζόμενο, διπλό ολόσωμο πορτραίτο των θυγατέρων του (περ. 1774), Μαίρη και Μάργκαρετ, όπου οι κοπέλες είναι ντυμένες με μια πολυτέλεια, συνηθισμένη ίσως μόνο ανάμεσα στην πελατεία του καλλιτέχνη.
Από όλους τους πίνακές του, πιο οικείοι μάλλον θα μας φανούν αυτοί των κοριτσιών. Μέσα από 10 πορτραίτα, μπορούμε να τις δούμε να περνούν από την αθωότητα στην ενηλικίωση.
Τόμας Γκαίηνσμπορω, «Η Μαίρη και η Μάργκαρετ Γκαίηνσμπορω, κόρες του καλλιτέχνη, κυνηγούν μια πεταλούδα », περ. 1756. Κληροδότημα Χένρυ Βων, 1900, Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου. Ο πίνακας δεν συμπεριλήφθηκε στην έκθεση του Πρίνστον.
Ο πίνακας που αποτυπώνεται ίσως καλύτερα στη μνήμη μας είναι το φημισμένο πορτραίτο των κοριτσιών που κυνηγούν μια πεταλούδα (περ. 1756). Τα κορίτσια είναι πιασμένα χέρι-χέρι, ενώ η μια από αυτές απλώνει το ελεύθερο χέρι της για να πιάσει μια πεταλούδα.
* * *
Οι παραπάνω πίνακες παρουσιάστηκαν το 2019 στην έκθεση «Το οικογενειακό άλμπουμ του Γκαίηνσμπορω» του Μουσείου Τέχνης του Πανεπιστημίου Πρίνστον. ArtMuseum.Princeton.edu
* * *
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Το Acceptance in lieu (AiL) είναι μια διάταξη της βρετανικής φορολογικής νομοθεσίας βάσει της οποίας οι οφειλές φόρου κληρονομιάς μπορούν να διαγραφούν με αντάλλαγμα την απόκτηση αντικειμένων εθνικής σημασίας.
2. Μουσικό όργανο του 15ου αιώνα, παρόμοιο με το σύγχρονο τσέλο.
3. Cittern (κίτερνα ή κιτρίνα ή σιτέρνα ή αγγλική κιθάρα), έγχορδο μουσικό όργανο που χρονολογείται από την Αναγέννηση.