Η μεταμόρφωση του ελληνικού αγροτικού τοπίου τις τελευταίες δεκαετίες αφήνει πίσω της μια ιστορία παρακμής που αφορά έναν από τους παλαιότερους τρόπους ζωής στον ελλαδικό χώρο. Η εξαφάνιση της παραδοσιακής γαλακτοπαραγωγής από τα ελληνικά χωριά αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οι ευρωπαϊκές πολιτικές και η εκσυγχρονιστική ρητορική οδήγησαν στην αφανισμό εγχώριων παραδοσιακών δραστηριοτήτων.
Η παραδοσιακή κτηνοτροφία στα ελληνικά χωριά
Μέχρι πρόσφατα, κάθε ελληνικό χωριό αποτελούσε έναν αυτόνομο οικονομικό οργανισμό όπου η κτηνοτροφία διαδραμάτιζε καθοριστικό ρόλο. Κάθε οικογένεια διέθετε δίπλα στο σπίτι κι έναν στάβλο με μία ή δύο αγελάδες και τα μοσχάρια τους. Αυτή η παραδοσιακή δομή εξασφάλιζε σε κάθε οικογένεια ένα τακτικό εισόδημα από την καθημερινή πώληση νωπού γάλακτος.
Το σύστημα αυτό λειτουργούσε άψογα με τη βοήθεια του γαλατά, ο οποίος περνούσε καθημερινά από όλα τα σπίτια του χωριού συλλέγοντας το γάλα. Η διαδικασία αυτή διατηρούσε ζωντανή την οικονομία του χωριού, ενώ παράλληλα εξασφάλιζε φρέσκο και ποιοτικό γάλα για τις ανάγκες της τοπικής αγοράς. Κάθε χωριό αποτελούσε έτσι μια αυτάρκη μονάδα που συνέβαλλε στη διατήρηση των παραδοσιακών τρόπων ζωής και στην οικονομική αυτονομία των κατοίκων του.
Η ενσωμάτωση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έφερε μαζί της την εφαρμογή νέων προτύπων που επρόκειτο να μεταμορφώσουν ριζικά τον αγροτικό τομέα. Η αδυναμία των αρχών να πείσουν τους χωριάτες να εγκαταλείψουν την παραδοσιακή μέθοδο κτηνοτροφίας οδήγησε στην υιοθέτηση μιας στρατηγικής επιδότησης για τη δημιουργία νέων, μεγάλων μονάδων γαλακτοπαραγωγής εκτός των χωριών.
Το πρόγραμμα επιδότησης προέβλεπε την κάλυψη του 70% του κόστους κατασκευής των νέων στάβλων, καθώς και επιδοτήσεις για την αγορά ζώων και την εκπόνηση μελετών. Οι στάβλοι κατασκευάστηκαν με υπερτιμολογήσεις, δηλαδή δωρεάν για τους δικαιούχους, ακολουθώντας πάντα τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές.
Η πραγματική στρατηγική αποκαλύφθηκε αμέσως μετά την ολοκλήρωση των νέων εγκαταστάσεων. Η εταιρία που συλλέγει το γάλα ανακοίνωσε την άρνησή της να συνεχίσει την αγορά γάλακτος από τους μεμονωμένους παραγωγούς του χωριού. Η αιτιολογία ήταν οικονομική: δεν συνέφερε πλέον να στέλνει καθημερινά αυτοκίνητο να συλλέγει γάλα από κάθε σπίτι ξεχωριστά.
Παράλληλα, εφαρμόστηκε ένα σύστημα επιδότησης του γάλακτος που ευνοούσε αποκλειστικά τις νέες μονάδες. Ενώ οι παραδοσιακοί παραγωγοί του χωριού πουλούσαν το γάλα τους για 30 δραχμές, οι νέες μονάδες μπορούσαν να το πουλούν για 45-50 δραχμές χάρη στις επιδοτήσεις. Αυτή η διαφορά τιμής καθιστούσε αδύνατο για τους παραδοσιακούς παραγωγούς να ανταγωνιστούν, με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να πουλήσουν όλες τους τις αγελάδες τους για σφαγή.
Μόλις εξαφανίστηκαν οι παραδοσιακές μονάδες παραγωγής και το μονοπώλιο περιήλθε στις νέες επιχειρήσεις, η τιμή του γάλακτος κατέρρευσε δραματικά. Από μισό ευρώ που κόστιζε, έπεσε στα 25 λεπτά την επόμενη χρονιά. Για να αντεπεξέλθουν στα έξοδά τους, οι νέες μονάδες αναγκάστηκαν να αυξήσουν την παραγωγή τους, φέρνοντας ζώα από τη Γαλλία για να επιτύχουν μεγαλύτερες ποσότητες γάλακτος.
Το χωριό που παλιότερα παρήγαγε 70 τόνους αγελαδινό γάλα την ημέρα άρχισε να αυξάνει την παραγωγή του με στόχο την επικερδή λειτουργία. Όμως, μόλις οι Ευρωπαίοι εταίροι διαπίστωσαν την αύξηση της ελληνικής παραγωγής, εφάρμοσαν το σύστημα των ποσοστώσεων. Αυτό το μέτρο καθόριζε με βάση τον μέσο όρο μιας τριετίας το μέγιστο ποσό γάλακτος που επιτρεπόταν να παραχθεί, επιβάλλοντας πρόστιμα για κάθε κιλό που ξεπερνούσε το όριο.
Οι παραγωγοί, πιστεύοντας ότι θα άλλαζε η τριετία και θα τους δινόταν μεγαλύτερη ποσόστωση, συνέχισαν να παράγουν γάλα και να πληρώνουν τα πρόστιμα. Η στρατηγική αυτή τους οδήγησε σε οικονομικό αδιέξοδο, καθώς η τιμή του γάλακτος είχε πέσει τόσο χαμηλά που έκανε αδύνατη την επιβίωση των μονάδων. Μια μονάδα με 200 αγελάδες που θα συνέχιζε να λειτουργεί για δύο χρόνια θα χρέωνε τον ιδιοκτήτη της πάνω από 300.000 ευρώ.
Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα ήταν η πώληση όλων των αγελάδων στο σφαγείο για 80 λεπτά το κιλό. Σήμερα, το χωριό δεν διαθέτει ούτε μία αγελάδα, σημαδεύοντας το οριστικό τέλος μιας χιλιετούς παράδοσης. Η εξαφάνιση των «μεγάλων ζώων» από το χωριό αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο πολιτικές που παρουσιάζονταν ως εκσυγχρονιστικές οδήγησαν στην καταστροφή παραδοσιακών οικονομικών δραστηριοτήτων.
Η ιστορία της εξαφάνισης της παραδοσιακής κτηνοτροφίας από τα ελληνικά χωριά αποτελεί ένα τραγικό παράδειγμα πολιτικής που υπό το μανδύα του εκσυγχρονισμού οδήγησε στην πλήρη αφανισμό ενός παραδοσιακού τρόπου ζωής. Η στρατηγική που ακολουθήθηκε – επιδότηση νέων μονάδων, απαγόρευση της παραδοσιακής εμπορίας, κατάρρευση τιμών και τελικά επιβολή ποσοστώσεων – δείχνει έναν σχεδιασμό που στόχο είχε την πλήρη ανατροπή του υφιστάμενου συστήματος.
Το αποτέλεσμα δεν ήταν μόνο η οικονομική καταστροφή των μικρών παραγωγών, αλλά και η πλήρης εξάρτηση από εξωτερικές αγορές και η απώλεια της αγροτικής αυτάρκειας που χαρακτήριζε τα ελληνικά χωριά για αιώνες. Η ιστορία αυτή αναδεικνύει τους κινδύνους που εγκυμονούν οι πολιτικές που παρουσιάζονται ως προοδευτικές αλλά στην πραγματικότητα υπηρετούν συμφέροντα που δεν συμβαδίζουν με τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών.
Ευχαριστούμε τον Κωνσταντίνο Θεοφίλου και τη Theofilou Farm που εξιστόρησε δημόσια πως εξαλείφθηκαν οι αγελάδες από τα χωριά, γεγονός που μείωσε σημαντικά την αυτάρκεια των ανθρώπων… και σταδιακά οδήγησε στο σήμερα, όπου όλοι βασιζόμαστε στις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ.