Παρασκευή, 22 Νοέ, 2024
(Melianiaka Kanstantsin/Shutterstock)

Πώς η μουσική επηρεάζει τις διατροφικές μας συνήθειες

Η μουσική παρέχει κάτι παραπάνω από ατμόσφαιρα κατά τη διάρκεια ενός γεύματος – μπορεί να καθορίσει τη διατροφική μας συμπεριφορά.

Η αργή και απαλή μουσική μάς κάνει να τρώμε πιο ήρεμα, να μασάμε το φαγητό μας πιο διεξοδικά και να παραμένουμε στο τραπέζι για περισσότερη ώρα, σύμφωνα με μια νέα έρευνα από την Ιταλία.

Στο Πανεπιστήμιο Γαστρονομικών Επιστημών στο Πολένζο, διεξήχθη ένα πείραμα για να καθορίσουν πώς ο ρυθμός της μουσικής επηρεάζει τη διατροφική συμπεριφορά των δειπνούντων μέσα από την πρόκληση συναισθημάτων.

Τα αποτελέσματα δημοσιοποιήθηκαν πρόσφατα στο περιοδικό Food Quality and Preference και δείχνουν ότι η μουσική έχει τη δυνατότητα να βοηθήσει τους ανθρώπους να αλλάξουν τις διατροφικές τους συνήθειες – ωφελώντας πιθανώς εκείνους με διατροφικές διαταραχές, όπως επίσης και αυτούς που κάνουν δίαιτα ή απλά επιθυμούν να περιορίσουν ή να μετριάσουν την πρόσληψη της τροφής τους.

Μουσική και διάθεση

Όλοι έχουμε δει τη διάθεσή μας να αλλάζει όταν ακούμε ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, και οι επιστήμονες έχουν επανειλημμένα παρατηρήσει, επιβεβαιώσει και ποσοτικοποιήσει αυτό το φαινόμενο.

Μια πρόσφατη εφαρμογή μουσικής θεραπείας σε τρόφιμους γηροκομείου της Αυστραλίας βρήκε ότι η μουσική λειτούργησε «παρηγορητικά» και «καταπραϋντικά» για αυτούς, και ότι τους βοήθησε να ξεχάσουν τις έγνοιές τους. Το προσωπικό του νοσοκομείου είπε πως οι συνεδρίες μουσικής θεραπείας ηρέμησαν και ανέβασαν τη διάθεση των ηλικιωμένων ασθενών.

Η κλασική μουσική, συγκεκριμένα, φαίνεται να προωθεί την απελευθέρωση ενός νευροδιαβιβαστή, της ντοπαμίνης, οδηγώντας σε μειωμένο αίσθημα άγχους και στρες και έχει θετικό αποτέλεσμα στους παλμούς της καρδιάς και την πίεση.

Ιταλοί ερευνητές, με επικεφαλής τον Ρικάρντο Μιλιαβάντα, ο οποίος κατέχει διδακτορικό στην οικογαστρονομία, την εκπαίδευση και την κοινωνία, ισχυρίζονται πως πέρα από τη δύναμη να επηρεάζει τη διάθεση, η μουσική έχει επίσης τη δύναμη να επηρεάζει και τη συμπεριφορά μας καθώς τρώμε, περιλαμβανομένης και «της γευστικής αντίληψης, της όρεξης και των διατροφικών επιλογών». Σημειώνουν δε πως υπάρχει ένα σύνολο ερευνών που δείχνουν ότι η μουσική που παίζουν τα εστιατόρια επηρεάζει την ποσότητα του φαγητού που τρώνε οι πελάτες, το πώς αντιλαμβάνονται τη γεύση του και το πόσο γρήγορα το τρώνε.

Αναφέρουν συγκεκριμένα μια έρευνα σύμφωνα με την οποία οι συμμετέχοντες αντιλαμβάνονταν την τροφή (σε αυτήν την περίπτωση το παγωτό σοκολάτα) πιο γλυκιά όταν την έτρωγαν ενώ άκουγαν μουσική που τους αρέσει.

Οι ερευνητές έχουν ονομάσει αυτό το φαινόμενο ως «ηχο-γευστική αλληλεπίδραση» και ισχυρίζονται ότι το είδος της μουσικής επηρεάζει τη «συναισθηματική γεύση» του φαγητού και του ποτού που απολαμβάνουν οι άνθρωποι ενώ την ακούνε – και κατ’ επέκταση το πώς οι άνθρωποι βιώνουν και περιγράφουν τη γεύση.

Ακόμα και ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία για διατροφικές διαταραχές έδειξαν βελτίωση στις διατροφικές τους συνήθειες ενώ άκουγαν μουσική, σύμφωνα με έρευνα που εκδόθηκε τον Ιανουάριο στο Περιοδικό Διατροφικών Διαταραχών (Journal of Eating Disorders). Οι 51 γυναίκες που έλαβαν μέρος στη μελέτη ανέφεραν πως τόσο η ήρεμη μουσική πιάνου καθώς και η ποπ μουσική βελτίωσαν τη διάθεσή τους κατά τη διάρκεια των γευμάτων, διαδικασία συχνά αγχωτική για άτομα με διατροφικές διαταραχές.

Διαιτολόγοι που παρακολούθησαν τους ασθενείς ανέφεραν επίσης πως οι ασθενείς έδειξαν βελτιωμένη συμπεριφορά κατά τη διάρκεια των γευμάτων (αφήνοντας λιγότερο φαγητό στο πιάτο και εκτελώντας λιγότερες διατροφικές ‘τελετουργίες’) όταν έπαιζε ήρεμη μουσική.

‘Πιάνοντας τον ρυθμό’

Νέα έρευνα στην Ιταλία εξέτασε την ιδιαίτερη επίδραση του ρυθμού, ανεξάρτητα από το είδος της μουσικής, την ένταση ή άλλους παράγοντες. Οι ερευνητές επέλεξαν να απομονώσουν αυτό το κομμάτι επειδή, όπως γράφουν και οι ίδιοι, «ανάμεσα στις διάφορες τεχνικές μεταβλητές, ο ρυθμός της μουσικής είναι αυτό που φαίνεται να επηρεάζει τη διατροφική συμπεριφορά περισσότερο, επηρεάζοντας την ταχύτητα με την οποία τρώει και πίνει κανείς όπως επίσης και τη διάρκεια του γεύματος».

Ο κος Μιλιαβάντα και οι ερευνητές του μοίρασαν τυχαία 124 εξεταζόμενους σε δύο ομάδες: μια που άκουγε μουσική με γρήγορο ρυθμό στους 145 χτύπους ανά λεπτό (BPM) και σε άλλη μια που άκουγε μουσική με ρυθμό 85 χτύπους ανά λεπτό, ενώ έτρωγαν φοκάτσα.

Παρατήρησαν τη συμπεριφορά τους κατά την διάρκεια του γεύματος αναλύοντας το βίντεο που κατέγραψαν, μετρώντας τα υπολείμματα στο πιάτο και δίνοντας τους ένα ερωτηματολόγιο.

Αυτοί που άκουγαν τη μουσική με τον γρήγορο ρυθμό ανέφεραν πως ένιωθαν πιο «δραστήριοι, γεμάτοι ενέργεια και ενθουσιώδεις» από αυτούς που άκουγαν την πιο αργή μουσική. Αυτοί στην ομάδα με την πιο αργή μουσική ανέφεραν πως ένιωθαν πιο «ήρεμοι και γαλήνιοι» σε σχέση με την άλλη ομάδα.

Οι ερευνητές βρήκαν πως εκτός του ότι ένιωθαν πιο ήρεμοι, αυτοί που άκουγαν την πιο αργή μουσική πήραν τον χρόνο τους για να φάνε και να μασήσουν την τροφή τους πιο διεξοδικά από αυτούς που άκουγαν τη γρήγορη μουσική. Αυτό, γράφουν οι ερευνητές, «επιβεβαιώνει την επίδραση του ρυθμού της μουσικής στη διατροφική συμπεριφορά».

Αναφέρουν πως «συγκεκριμένα, αυτή είναι η πρώτη μελέτη που δείχνει ότι η μουσική με αργό ρυθμό μπορεί να αυξήσει τον αριθμό των μασημάτων και της διάρκεια της μάσησης». Η μάσηση της τροφής, που συχνά παραβλέπεται ως μέρος μιας υγιούς διατροφικής διαδικασίας, αποτελεί σημαντικό κομμάτι της πέψης. Βοηθάει στην αφομοίωση των θρεπτικών συστατικών και ακόμη και στην υγεία του εγκεφάλου, σύμφωνα με ερευνητές.

Αντιθέτως, καθώς ο ρυθμός της μουσικής αυξάνεται, φαίνεται να αυξάνεται και η κατανάλωση της τροφής από τους εξεταζόμενους ενώ μειώνεται ο χρόνος που απαιτείται για να καταναλωθεί αυτή. Ωστόσο, δεν υπήρξε διαφορά στον συνολικό όγκο τροφής που καταναλώθηκε στις δύο ομάδες.

Το να μασάμε την τροφή πιο αργά και διεξοδικά – αυξάνοντας έτσι τον χρόνο του γεύματος – επηρεάζει το πόσο γρήγορα αισθανόμαστε «γεμάτοι» ή ικανοποιημένοι, και ίσως είναι μια καλή μέθοδος για απώλεια βάρους.

Όπως το έθεσαν και οι ερευνητές, «ο μεγαλύτερος χρόνος παραμονής της τροφής στο στόμα λόγω της μάσησης επιτρέπει στις αισθητηριακές ιδιότητες της τροφής να αλληλεπιδράσουν με τους αισθητήριους δέκτες, ενεργώντας ως αισθητήρια σινιάλα σχετικά με τον κορεσμό». Το αίσθημα του κορεσμού μειώνει το αίσθημα της πείνας ύστερα από ένα γεύμα και μπορεί να εμποδίσει την υπερκατανάλωση τροφής στο επόμενο γεύμα, σημείωσαν, οδηγώντας σε βελτιωμένες διατροφικές συνήθειες που θα διατηρηθούν σε βάθος χρόνου.

Της Susan C. Olmstead

Μετάφραση: Βλαδίμηρος Αλεξάντρωφ

Επιμέλεια: Αλία Ζάε

Πως μπορείτε να μας βοηθήσετε ώστε να συνεχίσουμε να σας κρατάμε ενημερωμένους

Ποιος είναι ο λόγος που χρειαζόμαστε την βοήθειά σας για την χρηματοδότηση του ερευνητικού ρεπορτάζ μας; Επειδή είμαστε ένας ανεξάρτητος οργανισμός ειδήσεων που δεν επηρεάζεται από καμία κυβέρνηση, εταιρεία ή πολιτικό κόμμα. Από την ημέρα που ξεκινήσαμε, έχουμε έρθει αντιμέτωποι με προσπάθειες αποσιώπησης της αλήθειας κυρίως από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Αλλά δεν θα λυγίσουμε. Η ελληνική έκδοση της Epoch Times βασίζεται ολοκληρωτικά στις γενναιόδωρες συνεισφορές σας για να διατηρήσει την παραδοσιακή δημοσιογραφία ζωντανή και υγιή στην Ελληνική γλώσσα. Μαζί, μπορούμε να συνεχίσουμε να διαδίδουμε την αλήθεια.

Σχολιάστε