Περίπου 1,8 εκατομμύρια θάνατοι στην Ευρώπη, που οφείλονται σε χρόνιες ασθένειες, θα μπορούσαν να αποφευχθούν κάθε χρόνο, ανακοίνωσε σήμερα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), επισημαίνοντας ότι οι θάνατοι αυτοί κοστίζουν περισσότερα από 500 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.
«Αν τα μη μεταδοτικά νοσήματα (ΜΜΝ) ήταν ιός, ο κόσμος θα βρισκόταν σε καραντίνα», δήλωσε ο περιφερειακός διευθυντής του ΠΟΥ για την Ευρώπη, Χανς Κλούγκε, σημειώνοντας ότι οι συγκεκριμένες ασθένειες «όχι μόνο μπορούν να προληφθούν ή να θεραπευτούν, αλλά και αγνοούνται σε μεγάλο βαθμό».
Κάθε χρόνο, το 60% αυτών των θανάτων συνδέεται με συμπεριφορικούς, μεταβολικούς ή περιβαλλοντικούς παράγοντες – όπως ο καπνός, το αλκοόλ, η κακή διατροφή ή η σωματική αδράνεια. Οι παράγοντες αυτοί αυξάνονται στην Ανατολική Ευρώπη, ωστόσο μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσω πολιτικών δημόσιας υγείας.
Το υπόλοιπο 40% θα μπορούσε να αποφευχθεί ή να καθυστερήσει με έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία, σύμφωνα με τον ΠΟΥ.
Οι θάνατοι αυτοί είναι ιδιαιτέρως δαπανηροί: οι οικονομικές απώλειες εκτιμώνται σε περισσότερα από 514,5 δισεκατομμύρια δολάρια (439,4 δισεκατομμύρια ευρώ) ετησίως.
Μόνο δέκα χώρες στην περιοχή –η οποία περιλαμβάνει 53 κράτη και εκτείνεται έως την Κεντρική Ασία– έχουν ήδη επιτύχει τον στόχο της μείωσης της πρόωρης θνησιμότητας από τις τέσσερις κύριες μη μεταδοτικές ασθένειες (καρδιαγγειακές παθήσεις, καρκίνος, διαβήτης και αναπνευστικές παθήσεις) κατά 25% την περίοδο 2010–2025.
Οι χώρες αυτές είναι: Βέλγιο, Δανία, Εσθονία, Ισραήλ, Καζακστάν, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Νορβηγία, Σουηδία και Ελβετία.
Σύμφωνα με την έκθεση, άλλες 26 χώρες μπορούν ακόμη να επιτύχουν τον ίδιο στόχο έως το 2025, εφόσον ενισχύσουν τις προσπάθειες πρόληψης και βελτιώσουν την ποιότητα της περίθαλψης.