Περισσότερες από 100 αγωγές έχουν ασκηθεί κατά της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ με στόχο να εμποδίσουν πτυχές της πολιτικής του. Σε δέκα περιπτώσεις, οι νομικές αυτές διαμάχες έφτασαν στο Ανώτατο Δικαστήριο. Από αυτές, η κυβέρνηση Τραμπ έχει κερδίσει πέντε, έχει χάσει δύο, ενώ τρεις υποθέσεις που αφορούν την εκτελεστική διαταγή του Τραμπ για το δικαίωμα στην ιθαγένεια εκκρεμούν.
Σε όλες τις αποφάσεις μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση ζήτησε προσωρινή άρση αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων που είχαν μπλοκάρει εκτελεστικές ενέργειες. Οι παρεμβάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου περιορίστηκαν κυρίως σε στενές νομικές ερμηνείες, χωρίς να θέτουν ευρύτερα δεδικασμένα, όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιου τύπου υποθέσεις.
Ο Τζο Λουππίνο-Εσποζίτο, επικεφαλής ομοσπονδιακής πολιτικής στο Pacific Legal Foundation, μια φιλελεύθερη νομική οργάνωση, δήλωσε στην Epoch Times: «Συνολικά, η κυβέρνηση έχει σημειώσει σημαντικές επιτυχίες στις υποθέσεις που έφτασαν στο Ανώτατο Δικαστήριο. Φαίνονται δύο ξεκάθαρες τάσεις: η απόρριψη γενικών και υπερβολικά ευρείων αποφάσεων από κατώτερα δικαστήρια, και η επιβεβαίωση της ιδέας της ενιαίας εκτελεστικής εξουσίας. Ζητήματα που αφορούν υπαλλήλους ή διορισμένους της εκτελεστικής εξουσίας, τείνουν να κρίνονται υπέρ του προέδρου.»
Υποθέσεις απελάσεων
Στις 7 Απριλίου, το Ανώτατο Δικαστήριο δικαίωσε τον Τραμπ ως προς τη χρήση του Alien Enemies Act (Νόμου περί εχθρικών αλλοδαπών) για την απέλαση μελών της βενεζουελάνικης συμμορίας Tren de Aragua.
Το δικαστήριο δεν έκρινε τη νομιμότητα της επίκλησης αυτού του νόμου του 18ου αιώνα, αλλά ανέστειλε την απόφαση κατώτερου δικαστηρίου που μπλόκαρε τις απελάσεις. Έτσι, επέτρεψε την υλοποίησή τους, με την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση θα ενημερώνει τους απελαθέντες πριν την ώρα της πτήσης.
Η πλειοψηφία των δικαστών έκρινε ότι οι ενάγοντες προσέφυγαν στο λάθος δικαστήριο και ακολούθησαν ακατάλληλη νομική διαδικασία. Συμφώνησε με την κυβέρνηση ότι η ορθή οδός προσβολής κράτησης είναι μέσω αίτησης habeas corpus (μια νομική αρχή που προστατεύει το θεμελιώδες δικαίωμα κάθε ανθρώπου να μην κρατείται αυθαίρετα), και όχι μέσω της διαδικασίας που χρησιμοποιήθηκε.
Πριν από την απόφαση αυτή, η κυβέρνηση κινδύνευε με καταδίκη για περιφρόνηση δικαστηρίου, επειδή φέρεται να αγνόησε απόφαση περιφερειακού δικαστηρίου που απαγόρευσε τις απελάσεις. Το θέμα ενδέχεται να επιστρέψει στο Ανώτατο Δικαστήριο, καθώς κρατούμενοι έχουν ήδη καταθέσει αιτήσεις habeas corpus στη Νέα Υόρκη και στο Τέξας μετά την απόφαση του δικαστηρίου.
Ένας από τους απελαθέντες είναι υπήκοος Ελ Σαλβαδόρ, τον οποίο η κυβέρνηση χαρακτήρισε μέλος της συμμορίας MS-13. Σύμφωνα με έγγραφα του υπουργείου Δικαιοσύνης, ο άνδρας απελάθηκε στο Ελ Σαλβαδόρ αντί άλλης χώρας «λόγω διοικητικού σφάλματος», .
Ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Τζον Ρόμπερτς, είχε προσωρινά αναστείλει απόφαση ομοσπονδιακού δικαστή, η οποία απαιτούσε από την κυβέρνηση να επαναφέρει στις ΗΠΑ τον Κιλμάρ Αμπρέγκο Γκαρσία από τη φυλακή του Ελ Σαλβαδόρ. Ωστόσο, στις 10 Απριλίου, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε εντολή που εν μέρει επικύρωσε την απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου, υποχρεώνοντας την κυβέρνηση να «διευκολύνει» την επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Σε συνάντηση στον Λευκό Οίκο, στις 13 Απριλίου, ανώτατα στελέχη της κυβέρνησης Τραμπ δήλωσαν ότι η απόφαση για την επιστροφή του Αμπρέγκο Γκαρσία εναπόκειται στο Ελ Σαλβαδόρ.
Η Γενική Εισαγγελέας, Παμ Μπόντι, αναφερόμενη στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δήλωσε: «Αν θέλουν να επιτρέψουν την επιστροφή του, εμείς θα τους διευκολύνουμε παρέχοντας το αεροσκάφος».
Ο υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, τόνισε: «Η εξωτερική πολιτική αποτελεί αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας. Κανένα δικαστήριο στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχει το δικαίωμα να ασκεί την εξωτερική πολιτική της χώρας.»
Ο πρόεδρος του Ελ Σαλβαδόρ Ναγίμπ Μπουκέλε, που βρισκόταν επίσης στη συνάντηση στον Λευκό Οίκο, δήλωσε ότι δεν θα επιτρέψει την επιστροφή του Αμπρέγκο Γκαρσία, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να καταστεί η υπόθεση άνευ αντικειμένου.
Δαπάνες
Μέρος της πολιτικής ατζέντας του Ντόναλντ Τραμπ περιλαμβάνει δραστικές περικοπές κρατικών δαπανών σε πολλούς ομοσπονδιακούς φορείς και υπουργεία. Νομικές προσφυγές υποστήριξαν ότι ο Τραμπ παραβίασε τη συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών, καθώς ανακατηύθυνε κονδύλια χωρίς την έγκριση του Κογκρέσου, το οποίο έχει την αρμοδιότητα της έγκρισης των δημόσιων δαπανών.
Η κυβέρνηση αντέτεινε ότι οι προσφυγές αφορούσαν ουσιαστικά διαφορές για συμβάσεις με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Όπως και στην υπόθεση για τις απελάσεις, η κυβέρνηση υποστήριξε ότι η υπόθεση έπρεπε να εξεταστεί από άλλο δικαστήριο — το Court of Federal Claims (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Αγωγών κατά της Κυβέρνησης), το οποίο επιλαμβάνεται διαφορών που σχετίζονται με ομοσπονδιακές συμβάσεις.
Το Ανώτατο Δικαστήριο φάνηκε να συμφωνεί με αυτή τη θέση στις 4 Απριλίου, όταν ανέστειλε απόφαση κατώτερου δικαστηρίου που θα ανάγκαζε την κυβέρνηση να επαναφέρει επιχορηγήσεις ύψους 65 εκατομμυρίων δολαρίων του υπουργείου Παιδείας. Η κυβέρνηση είχε παγώσει τις επιχορηγήσεις αυτές λόγω ανησυχιών ότι χρησιμοποιούνταν για την προώθηση προγραμμάτων που σχετίζονταν με τη διαφορετικότητα, την ισότητα και την ένταξη.
Η πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δήλωσε ότι η κυβέρνηση είναι πιθανό να επικρατήσει στον ισχυρισμό της ότι το κατώτερο δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να διατάξει τις πληρωμές βάσει του Administrative Procedure Act (Νόμου για τη Διοικητική Διαδικασία), στον οποίο είχαν στηρίξει την προσφυγή τους οι πολιτείες κατά της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο παρέπεμψε στον Νόμο Τάκερ, τον οποίο επικαλέστηκε η κυβέρνηση. Ο νόμος, που θεσπίστηκε το 1887, επιτρέπει την άσκηση αγωγών κατά της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στις περιπτώσεις που αυτή έχει άρει την ασυλία της για συγκεκριμένες κατηγορίες αξιώσεων, μεταξύ των οποίων και για «ρητές ή σιωπηρές συμβάσεις» με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτές οι υποθέσεις πρέπει να εκδικάζονται από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο στην Ουάσιγκτον.

Ωστόσο, διαφορετική ήταν η έκβαση σε άλλη υπόθεση που αφορούσε τη διανομή ομοσπονδιακών κονδυλίων. Στις 5 Μαρτίου, η πλειοψηφία των δικαστών αρνήθηκε να επιτρέψει στην κυβέρνηση να παγώσει πληρωμές εξωτερικής βοήθειας ύψους 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Στην απόφασή του, το δικαστήριο δεν παρέθεσε εκτενή αιτιολόγηση, σημείωσε ωστόσο ότι οι πληρωμές «οφείλονται για έργο που έχει ήδη ολοκληρωθεί».
Τέσσερις δικαστές διαφώνησαν με την απόφαση αυτή. Ένας από αυτούς, ο δικαστής Σάμιουελ Αλίτο, δήλωσε σχετικά: «Έμεινα έκπληκτος από την απόφαση της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου. Έχει ένας μόνο δικαστής πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ο οποίος πιθανότατα δεν έχει δικαιοδοσία, την ανεξέλεγκτη εξουσία να διατάξει την Κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών να καταβάλει (και πιθανόν να χάσει οριστικά) 2 δισεκατομμύρια δολάρια από τα χρήματα των φορολογουμένων; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα έπρεπε να είναι ένα κατηγορηματικό ‘Όχι’, αλλά η πλειοψηφία του Δικαστηρίου προφανώς διαφωνεί.»
Ομοσπονδιακοί υπάλληλοι
Μέρος της νομικής αντίδρασης στην πολιτική του Τραμπ προήλθε από πρώην επικεφαλής υπηρεσιών και από εργατικά σωματεία — συγκεκριμένα για την προσπάθεια της κυβέρνησης να απολύσει μεγάλο αριθμό ομοσπονδιακών υπαλλήλων.
Στην αρχή της θητείας του Τραμπ, οι επικεφαλής του National Labor Relations Board (Ομοσπονδιακό Συμβούλιο Εργασιακών Σχέσεων) και του Merit Systems Protection Board (Συμβούλιο Προστασίας Αξιοκρατικών Διαδικασιών στο Δημόσιο) έλαβαν σύντομα ηλεκτρονικά μηνύματα με τα οποία ενημερώνονταν ότι ο πρόεδρος αποφάσισε την απομάκρυνσή τους. Προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη, ισχυριζόμενοι ότι ο Τραμπ παραβίασε την ομοσπονδιακή νομοθεσία, εν μέρει επειδή δεν παρείχε αιτιολογία για την απομάκρυνσή τους.

Η υπόθεση οδήγησε κατώτερα δικαστήρια να εμπλακούν σε μια ευρύτερη συζήτηση για την εξουσία του προέδρου να απομακρύνει αξιωματούχους — ένα ζήτημα που έχει αντιμετωπιστεί τόσο ιστορικά όσο και σε πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Δύο περιφερειακά δικαστήρια διέταξαν τον Τραμπ να επαναφέρει τους επικεφαλής των υπηρεσιών. Ωστόσο, τριμελής σύνθεση του Εφετείου της Περιφέρειας της Κολούμπια αποφάσισε υπέρ της κυβέρνησης, αναστέλλοντας τις αποφάσεις. Ακολούθως, η ολομέλεια του Εφετείου ανέτρεψε αυτή την αναστολή, οδηγώντας την κυβέρνηση να ζητήσει την παρέμβαση του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Στις 9 Απριλίου, ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Τζον Ρόμπερτς, εξέδωσε διαταγή με την οποία ανεστάλησαν οι αποφάσεις των κατώτερων δικαστηρίων, εν αναμονή περαιτέρω εντολής από το Δικαστήριο.
Ούτε η εν λόγω διαταγή ούτε άλλη, που αφορούσε την απόλυση δόκιμων υπαλλήλων, περιείχαν εκτενή νομική αιτιολόγηση. Στη δεύτερη περίπτωση, το Ανώτατο Δικαστήριο επέτρεψε την απόλυση δόκιμων υπαλλήλων, σημειώνοντας στις 8 Απριλίου ότι οι εννέα μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί στους οποίους είχαν προσφύγει δεν είχαν τεκμηριώσει επαρκώς ότι είχαν έννομο συμφέρον.
«Η διαταγή του Περιφερειακού Δικαστηρίου βασίστηκε αποκλειστικά στους ισχυρισμούς των εννέα μη κερδοσκοπικών οργανισμών», αναφερόταν στην απόφαση. «Όμως, σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία, οι ισχυρισμοί αυτοί δεν επαρκούν προς το παρόν για να θεμελιώσουν το έννομο συμφέρον τους.»
Του Sam Dorman