Καθώς η τεχνητή νοημοσύνη (AI) μετασχηματίζει τον τρόπο λειτουργίας των επιχειρήσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες, η κατασκευή νέων κέντρων δεδομένων για την υποστήριξη των αυξημένων υπολογιστικών αναγκών οδηγεί σε κατασκευαστικό οργασμό. Παράλληλα, η εκτίναξη της ζήτησης για νερό –κυρίως για σκοπούς ψύξης των εγκαταστάσεων αυτών– προκαλεί ανησυχία σε πολίτες, τοπικές αρχές και ειδικούς της περιβαλλοντικής πολιτικής, ιδίως σε άνυδρες ή υδατικά επιβαρυμένες περιοχές.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε στην εφημερίδα The Epoch Times ο Σέρχιο Τόρο, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ανάλυσης αγοράς Aterio, στις ΗΠΑ λειτουργούν σήμερα 1.827 κέντρα δεδομένων, ενώ έχουν ανακοινωθεί άλλα 1.726 και βρίσκονται υπό κατασκευή 419. Εκατοντάδες από τα νέα αυτά κέντρα σχεδιάζονται ή ανεγείρονται σε περιοχές που αντιμετωπίζουν έλλειψη νερού ή παρατεταμένες ξηρασίες. Σύμφωνα με τον Τόρο, σε 10 πολιτείες με προβλήματα ύδρευσης σχεδιάζονται ή κατασκευάζονται 1.082 κέντρα, εκ των οποίων τα 437 βρίσκονται σε πολιτείες όπως η Νεβάδα, η Αριζόνα, το Τέξας, η Γιούτα, η Καλιφόρνια και το Κολοράντο.
Η ποσότητα νερού που απαιτείται εξαρτάται από το είδος του κέντρου. Τα υπερμεγέθη κέντρα, που εξυπηρετούν υπηρεσίες cloud και μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες, καταναλώνουν πολύ περισσότερη ενέργεια και νερό από τα μικρότερα «συνεγκατεστημένα» κέντρα. Κατά μέσο όρο, τα δεύτερα χρησιμοποιούν 25 χιλιάδες τόνους νερού ετησίως, ενώ τα πρώτα μπορεί να φτάσουν έως και τα 757 χιλιάδες τόνους.
Πέραν της ποσότητας, η ανησυχία εντείνεται από τον κίνδυνο ρύπανσης του εδάφους και του υπόγειου υδροφορέα από χημικά πρόσθετα που χρησιμοποιούνται στα συστήματα ψύξης. Ο Στιβ Ρόσας, πρόεδρος της εταιρείας Omega Environmental Services, δήλωσε στην Epoch Times πως έχουν αντιμετωπίσει περιπτώσεις ρύπανσης από βιοκτόνα, αναστολείς διάβρωσης και χημικές ουσίες κατά των αλάτων, οι οποίες παραμένουν στο περιβάλλον επί δεκαετίες.

Ο ίδιος προειδοποίησε ότι το κόστος απορρύπανσης μετά την κατασκευή μπορεί να φτάσει σε εκατομμύρια δολάρια και να απαιτήσει δεκαετίες, ενώ στάθηκε ιδιαίτερα στους κινδύνους από τις λεγόμενες «αιώνια χημικά» (PFAS), που εντοπίζονται σε πάνω από 600 σημεία υδροδότησης στην Καλιφόρνια. Όπως εξήγησε, αυτές οι ουσίες, λόγω της μη αναφλεξιμότητάς, χρησιμοποιούνται σε αφρούς πυρόσβεσης και ψυκτικά μέσα, συσσωρεύονται στους οργανισμούς και προκαλούν ορμονικές διαταραχές ακόμη και σε ελάχιστες συγκεντρώσεις. Τα περισσότερα διφασικά συστήματα ψύξης που χρησιμοποιούνται στα κέντρα δεδομένων περιέχουν PFAS, σύμφωνα με την Data Center Frontier.
Ο Ρόσας δήλωσε ότι η συμμόρφωση με τους κανονισμούς συχνά παραβλέπεται μέχρι να είναι πολύ αργά.
Ανάλογες ανησυχίες εξέφρασε και ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας στο Πανεπιστήμιο της Νεβάδα στο Λας Βέγκας, Στέφεν Λέμαν, επισημαίνοντας ότι στα περίχωρα της πόλης σχεδιάζονται μεγάλα κέντρα δεδομένων σε περιοχές με χαμηλό κόστος γης αλλά μεγάλη υδατική πίεση. Όπως ανέφερε, η καθημερινή κατανάλωση νερού σε τέτοιες εγκαταστάσεις μπορεί να φτάσει τα 19 χιλιάδες τόνους – ισοδύναμο με την κατανάλωση μιας πόλης με 20.000 έως 50.000 κατοίκους.
Ακόμη και οι πιο απλές λειτουργίες AI απαιτούν σημαντικές ποσότητες νερού. Έρευνα των Πανεπιστημίων Riverside και Texas Arlington έδειξε ότι για κάθε 10 έως 50 απαντήσεις μέσης έκτασης του ChatGPT καταναλώνεται το ισοδύναμο ενός μπουκαλιού νερού 500ml. Δεδομένου ότι η πλατφόρμα δέχεται πάνω από 5,2 δισεκατομμύρια επισκέψεις μηνιαίως, σύμφωνα με στοιχεία του Μαΐου από τη Semrush, οι συνολικές ανάγκες είναι τεράστιες.
Η χρήση νερού αφορά όχι μόνο τα ίδια τα συστήματα ψύξης, αλλά και την παραγωγή ενέργειας από μη ανανεώσιμες πηγές. Έκθεση του 2021 ανέφερε ότι έως και το 57% του νερού για ψύξη σε ορισμένες περιπτώσεις προέρχεται από πόσιμο νερό, και όχι από ανακυκλωμένες ή εναλλακτικές πηγές.

Αν και δεν είναι σαφές πόσα από τα νέα κέντρα εξυπηρετούν αποκλειστικά εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης, έκθεση της McKinsey & Company (2024) εκτιμά ότι η ζήτηση για εγκαταστάσεις που υποστηρίζουν AI αυξάνεται κατά 33% ετησίως μέχρι το 2030. Αυτή η πρόβλεψη ανησυχεί ειδικούς όπως ο Λέμαν, ο οποίος παρακολουθεί την ανάπτυξη κέντρων δεδομένων σε υδατικά επιβαρυμένες περιοχές όπως η νότια Νεβάδα, όπου έχουν ανακοινωθεί ή κατασκευάζονται 44 νέα κέντρα.
Ο ίδιος τόνισε ότι η διαφάνεια εκ μέρους των κατασκευαστών και ιδιοκτητών των εγκαταστάσεων είναι κρίσιμη για την αντιμετώπιση των ανησυχιών, προσθέτοντας πως η έντονη ανάπτυξη δημιουργεί ανταγωνισμό ανάμεσα στην αστική εξάπλωση, την πληθυσμιακή αύξηση και τις ανάγκες των υδροβόρων αυτών υποδομών.
Αντίστοιχα, ο Άρνολντ Πινκχάσοφ, μηχανικός λογισμικού στην OSLabs, επεσήμανε ότι η αυξημένη άντληση νερού μπορεί να μειώσει τα υπόγεια αποθέματα, να βλάψει την πανίδα και να οδηγήσει σε σύγκρουση με τη γεωργική χρήση. Πρόσθεσε επίσης ότι η θερμική ρύπανση –όταν το νερό επιστρέφει στο περιβάλλον σε υψηλότερες θερμοκρασίες– μπορεί να έχει επιπτώσεις στα οικοσυστήματα ποταμών και λιμνών.
Η ρύθμιση της χρήσης νερού από τα κέντρα δεδομένων παραμένει αποσπασματική. Ο Τζον Χούκιλ, επικεφαλής επικοινωνίας του Data Center Coalition, υποστήριξε ότι η βιομηχανία δεσμεύεται για υπεύθυνη διαχείριση, αν και οι ρυθμιστικοί κανόνες διαφέρουν σημαντικά από πολιτεία σε πολιτεία. Ανέφερε ότι πολλές εταιρείες επενδύουν σε τεχνολογίες όπως ψύξη χωρίς νερό, συστήματα κλειστού κυκλώματος και χρήση ανακυκλωμένου ή μη πόσιμου νερού.
Στη Βιρτζίνια, όπου βρίσκεται η μεγαλύτερη αγορά κέντρων δεδομένων στον κόσμο, δεν υπάρχει ενιαία κρατική ρύθμιση για την κατανάλωση νερού από τις εν λόγω εγκαταστάσεις. Η Πολιτειακή Βουλή είχε ψηφίσει το νομοσχέδιο HB 1601, που θα απαιτούσε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων πριν από την αδειοδότηση νέων κέντρων. Ωστόσο, ο κυβερνήτης Γκλεν Γιάνγκιν το απέρριψε τον Μάιο, υποστηρίζοντας ότι θα περιόριζε την ευελιξία των τοπικών κοινοτήτων και θα δημιουργούσε γραφειοκρατικά εμπόδια.
Η Amazon Web Services (AWS), ο μεγαλύτερος πάροχος cloud, έχει δεσμευθεί να είναι «υδατικά θετική» έως το 2030 – να επιστρέφει δηλαδή περισσότερα αποθέματα νερού απ’ όσα καταναλώνει. Εκπρόσωπός της δήλωσε στην Epoch Times ότι η εταιρεία εντείνει τη χρήση βιώσιμων πηγών, όπως η ανακύκλωση και η συλλογή βρόχινου νερού, και ήδη έχει επενδύσει σε υποδομές ανακύκλωσης στην Καλιφόρνια. Πρόσθεσε πως σε ποσοστό 90% του χρόνου, οι εγκαταστάσεις της στην Αμερική λειτουργούν χωρίς να καταναλώνουν νερό για ψύξη.

Ενώ η εφαρμογή αυτών των μεθόδων εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα των τοπικών υποδομών, τους κανονισμούς και τα πρότυπα ποιότητας του νερού, ο εκπρόσωπος της AWS δήλωσε πραγματοποιούν διεξοδικές αξιολογήσεις σε κάθε τοποθεσία για να καθορίσουν βιώσιμες στρατηγικές διαχείρισης του νερού.
Επιπλέον, έργα αναπλήρωσης υδάτινων πόρων της AWS στις ΗΠΑ και διεθνώς αναμένεται να επιστρέφουν πάνω από 9 εκατ. τόνους νερού ετησίως στο περιβάλλον, μόλις ολοκληρωθούν. Η πρόοδος προς την επίτευξη του στόχου του 2030 φέρεται να έχει φτάσει το 53% το 2024, από 41% το προηγούμενο έτος.
Άλλες μεγάλες εταιρείες της τεχνολογίας έχουν ανακοινώσει προσπάθειες για τη μείωση της κατανάλωσης νερού στα εκτεταμένα συγκροτήματα κέντρων δεδομένων τους. Η Google χρησιμοποιεί ανακυκλωμένο ή μη πόσιμο νερό σε περισσότερο από το 25% των κέντρων δεδομένων της. Τον περασμένο Αύγουστο, η Microsoft παρουσίασε ένα νέο σχέδιο που δεν απαιτεί νερό για την ψύξη των εργασιών που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη στις εγκαταστάσεις της.
Τον Ιούνιο, η AWS ανακοίνωσε σχέδια για την επέκταση των προσπαθειών ανακύκλωσης νερού στα κέντρα δεδομένων σε περισσότερες από 120 τοποθεσίες της σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες.