Το χρονικό του περιστατικού
Το σοβαρό ένοπλο επεισόδιο εκτυλίχθηκε το μεσημέρι της Τρίτης 27 Μαΐου, έξω από πρατήριο καυσίμων στην περιοχή Ταγαράδων, ανατολικά της Θεσσαλονίκης . Περίπου στις 15:30 με 16:00, ένα ασημί τζιπ με ξένες πινακίδες σταμάτησε δήθεν για ανεφοδιασμό καυσίμων στο βενζινάδικο. Εκείνη τη στιγμή, σε κοντινή απόσταση βρισκόταν διακριτικά ένα όχημα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) που παρακολουθούσε το τζιπ, στο πλαίσιο μυστικής επιχείρησης συλλογής πληροφοριών για το τουρκικό οργανωμένο έγκλημα . Μέσα στο αυτοκίνητο της ΕΥΠ επέβαινε τουλάχιστον ένας αξιωματικός της υπηρεσίας – ο ίδιος ο οδηγός, που ήταν στέλεχος της ΕΥΠ – ενώ, σύμφωνα με πληροφορίες, η ομάδα παρακολούθησης συμπληρωνόταν από δύο ακόμη πράκτορες που ακολουθούσαν με μηχανή μεγάλου κυβισμού λίγο πιο πίσω.
Όταν οι τρεις επιβαίνοντες του τζιπ αντιλήφθηκαν πως τους ακολουθούν, αντέδρασαν άμεσα. Ένας από αυτούς βγήκε από το όχημα, τράβηξε πιστόλι και άνοιξε πυρ εναντίον του αυτοκινήτου της ΕΥΠ. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες μαρτυρίες, ακούστηκαν τουλάχιστον τέσσερις με πέντε πυροβολισμοί – μία σφαίρα προς τη μοτοσικλέτα των πρακτόρων και οι υπόλοιπες κατά του αυτοκινήτου. Το όχημα της ΕΥΠ δέχθηκε πέντε διαμπερείς βολές στο μπροστινό μέρος και την πόρτα του συνοδηγού, ωστόσο από θαύμα δεν τραυματίστηκε κανείς από τους επιβαίνοντες . Ο οδηγός-στέλεχος της ΕΥΠ γλίτωσε χωρίς τραύματα, ενώ ούτε διερχόμενοι πολίτες ή εργαζόμενοι του πρατηρίου υπέστησαν κάποια βλάβη. Αμέσως μετά την επίθεση, οι δράστες επέστρεψαν ταχύτατα στο τζιπ, ανέπτυξαν ταχύτητα και εξαφανίστηκαν από την περιοχή, προτού προλάβουν οι αστυνομικές αρχές να φθάσουν στο σημείο .
Το συμβάν αρχικά αναφέρθηκε στην Άμεση Δράση ως περιστατικό «άσκοπων πυροβολισμών», χωρίς να είναι σαφές στους πρώτους αστυνομικούς που έσπευσαν ποιοι εμπλέκονταν . Οι περίοικοι ειδοποίησαν έντρομοι την αστυνομία, καθώς άκουσαν τις εκπυρσοκροτήσεις χωρίς προφανή αιτία και αντίκρισαν ένα αυτοκίνητο να διαφεύγει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Δεν υπήρξαν υλικές ζημιές στις εγκαταστάσεις του πρατηρίου, ενώ οι αστυνομικοί περισυνέλεξαν τρεις κάλυκες από πυροβόλο όπλο ως πειστήρια . Σύμφωνα με κατοίκους, οι πυροβολισμοί που ακούστηκαν ήταν τέσσερις, γεγονός που υποδηλώνει ότι ίσως δεν εντοπίστηκαν όλοι οι κάλυκες. Παρά τη σφοδρότητα της επίθεσης «εν μέση οδώ», το ευτύχημα ήταν ότι κανένας πολίτης δεν τραυματίστηκε – κάτι που αποδίδεται στην τύχη, δεδομένου ότι το πρατήριο βρίσκεται σε πολυσύχναστη περιοχή και η επίθεση σημειώθηκε μέρα μεσημέρι.
Η αστυνομική έρευνα και οι πρώτες προσαγωγές
Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκονται οι έρευνες της Ελληνικής Αστυνομίας, με την Υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος Βορείου Ελλάδος (την αρμόδια υπηρεσία για σοβαρές υποθέσεις οργανωμένου εγκλήματος, αποκαλούμενη και «ελληνικό FBI») να έχει αναλάβει εξ ολοκλήρου τη διερεύνηση της υπόθεσης. Ήδη από τις βραδινές ώρες της Τρίτης και κυρίως νωρίς το πρωί της Τετάρτης 28 Μαΐου, η ΕΛ.ΑΣ. εξαπέλυσε εκτεταμένη επιχείρηση-σκούπα σε κύκλους υπόπτων, με στόχο τον εντοπισμό των δραστών αλλά και τυχόν συνεργών τους.
Κατά τη διάρκεια συντονισμένων αστυνομικών επιχειρήσεων, προσήχθησαν συνολικά έξι ύποπτοι που ενδέχεται να σχετίζονται με την υπόθεση. Οι πέντε από τις προσαγωγές πραγματοποιήθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, ενώ μια έκτη έλαβε χώρα ταυτόχρονα στην πόλη της Κομοτηνής. Σύμφωνα με πληροφορίες από την ΕΛ.ΑΣ., όλοι οι προσαχθέντες είναι Tούρκοι υπήκοοι και εξετάζεται ενδελεχώς ο ρόλος τους στο περιστατικό . Ωστόσο, μέχρι στιγμής δεν έχει προκύψει τεκμηριωμένη σύνδεση των συγκεκριμένων έξι με το ένοπλο συμβάν των Ταγαράδων – εκτιμάται ότι δεν πρόκειται για τα ίδια τα άτομα που επέβαιναν στο τζιπ και άνοιξαν πυρ, αλλά για πρόσωπα του ευρύτερου κύκλου τους . Η αστυνομία φαίνεται πως προχώρησε στις εν λόγω προσαγωγές τόσο για διερεύνηση όσο και για άσκηση πίεσης στο δίκτυο των υπόπτων, με σκοπό να εντοπιστούν ταχύτερα οι πραγματικοί δράστες .
Στους πέντε συλληφθέντες της Θεσσαλονίκης αποδόθηκαν κατηγορίες πλημμεληματικού χαρακτήρα – συγκεκριμένα συνελήφθησαν επ’ αυτοφώρω για παράνομη κατοχή ναρκωτικών ουσιών, αφού στην κατοχή τους βρέθηκαν μικροποσότητες. Ο έκτος ύποπτος, που προσήχθη στην Κομοτηνή, συνελήφθη για παράβαση του νόμου περί όπλων, καθώς στην κατοχή του βρέθηκαν φυσίγγια (σφαίρες) χωρίς νόμιμη άδεια . Οι κατηγορίες αυτές επιλέχθηκαν ώστε να κρατηθούν νόμιμα οι προσαχθέντες υπό περιορισμό όσο συνεχίζεται η έρευνα (στο πλαίσιο της αυτόφωρης διαδικασίας). Αξίζει να σημειωθεί ότι ο εν λόγω έκτος συλληφθείς φέρεται να ήταν συγκάτοικος του ιδιοκτήτη του ασημί τζιπ που χρησιμοποιήθηκε στην επίθεση. Δηλαδή, το όχημα με τις ξένες πινακίδες δεν ανήκει (τυπικά) σε κάποιον από τους τρεις ένοπλους δράστες, αλλά σε άλλο πρόσωπο – ενδεχομένως σε κάποιον ομοεθνή τους που διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα. Μαζί με τον συγκάτοικο, οι αρχές προχώρησαν και στην προσαγωγή ενός φίλου του, ο οποίος τον συνόδευε, ώστε να διερευνηθεί τυχόν εμπλοκή ή γνώση του για την υπόθεση.
Μετά το περιστατικό, σήμανε συναγερμός σε όλα τα σημεία διαφυγής: από την πρώτη στιγμή οι αρχές σφράγισαν τα σύνορα της χώρας, χερσαία και εναέρια, για να αποτρέψουν ενδεχόμενη φυγή των δραστών προς το εξωτερικό. Παράλληλα, έμπειρα στελέχη της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος (ΔΑΟΕ) μετακινήθηκαν από την Αθήνα στη Βόρεια Ελλάδα, ώστε να ενισχύσουν τις έρευνες των συναδέλφων τους της Θεσσαλονίκης και να συνδράμουν στον ταχύτερο εντοπισμό των επικίνδυνων κακοποιών . Οι αστυνομικοί του οργανωμένου εγκλήματος ‘χτενίζουν’ συστηματικά περιοχές όπου εκτιμούν ότι μπορεί να κρύβονται οι ένοπλοι, συλλέγοντας υλικό από κάμερες διαχείρισης κυκλοφορίας, μαρτυρίες και πληροφορίες από τον κύκλο των υπόπτων. Την προανάκριση έχει αναλάβει επίσημα η Διεύθυνση/Υποδιεύθυνση Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος Β. Ελλάδος, ενώ έχει σχηματιστεί αρχικά δικογραφία για το αδίκημα των άσκοπων πυροβολισμών, η οποία θα αναβαθμιστεί σε κατηγορία απόπειρας ανθρωποκτονίας μόλις ταυτοποιηθούν και συλληφθούν οι φυσικοί αυτουργοί .
Οι ύποπτοι και η σχέση τους με την τουρκική μαφία
Οι τρεις δράστες που διέφυγαν χαρακτηρίζονται ως εξαιρετικά επικίνδυνοι κακοποιοί, με προφίλ «μαφιόζων» διεθνούς βεληνεκούς. Σύμφωνα με πληροφορίες από την ΕΛ.ΑΣ., έχουν ήδη ταυτοποιηθεί τα στοιχεία των τριών ανδρών που συμμετείχαν στην επίθεση, και θεωρούνται μέλη ευρύτερου κυκλώματος οργανωμένου εγκλήματος. Μάλιστα, οι αρχές εκτιμούν ότι οι συγκεκριμένοι ανήκουν σε διεθνική εγκληματική οργάνωση, η οποία φέρεται να ευθύνεται για σειρά εγκλημάτων – συμπεριλαμβανομένων ανθρωποκτονιών – στο έδαφος της Ελλάδας . Πηγές ανέφεραν ότι οι τρεις Τούρκοι ύποπτοι δραστηριοποιούνταν μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης και εμπλέκονται σε υποθέσεις συμβολαίων θανάτου και άλλων βαριών εγκλημάτων, στα πλαίσια ενός «πολέμου» που μαίνεται στους κόλπους της τουρκικής μαφίας με διεθνείς προεκτάσεις .
Η Ελληνική Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία και η Υπηρεσία Πληροφοριών παρακολουθούσαν εδώ και καιρό τη δράση τέτοιων κυκλωμάτων. Πηγές ασφαλείας σημειώνουν ότι οι αρχές έχουν ‘χαρτογραφήσει’ δεκάδες Τούρκους υπηκόους που εισήλθαν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα προφασιζόμενοι ότι είναι διωκόμενοι πολιτικοί πρόσφυγες από το καθεστώς Ερντογάν, όμως στην πραγματικότητα είναι μέλη τουρκικών εγκληματικών οργανώσεων με διεθνή δράση. Τα άτομα αυτά, έχοντας βρει καταφύγιο στη χώρα μας μέσω της οδού του ασύλου, συνεχίζουν την παράνομη δραστηριότητά τους και μάλιστα συχνά λύνουν τις διαφορές τους με βίαιο τρόπο οπουδήποτε βρουν ευκαιρία – ακόμη και σε πλατείες ή πολυσύχναστους χώρους – θέτοντας σε κίνδυνο αθώους πολίτες . Χαρακτηριστική ήταν η πολύκροτη υπόθεση δολοφονίας έξι Τούρκων υπηκόων τον περασμένο Σεπτέμβριο στο Λουτράκι/Αρτέμιδα Αττικής, καθώς και άλλα περιστατικά ένοπλων ‘ξεκαθαρισμάτων’, που αποδίδονται σε διαμάχες μεταξύ αντίπαλων τουρκικών συμμοριών. Σύμφωνα με στοιχεία των αρχών, πάνω από δέκα συμβόλαια θανάτου και δολοφονίες στην Ελλάδα από το φθινόπωρο του 2023 μέχρι σήμερα έχουν συνδεθεί με τη δράση της τουρκικής μαφίας. Οι αναλυτές του οργανωμένου εγκλήματος επισημαίνουν ότι η ένοπλη ενέδρα στους Ταγαράδες συνιστά κλιμάκωση της εγκληματικής τολμηρότητας των εν λόγω ομάδων, καθώς είναι η πρώτη φορά που φερόμενα μέλη της τουρκικής μαφίας στοχοποιούν κρατικούς αξιωματούχους (εν προκειμένω, στελέχη της ΕΥΠ) σε ελληνικό έδαφος .
Ένα κρίσιμο ερώτημα που διερευνούν οι αρχές είναι το κίνητρο πίσω από τους πυροβολισμούς. Όλες οι ενδείξεις συνηγορούν ότι επρόκειτο για αντίδραση αυτοσυντήρησης των υπόπτων και όχι οργανωμένο σχέδιο επίθεσης κατά της ΕΥΠ. Συγκεκριμένα, εξετάζεται το ενδεχόμενο οι δράστες να νόμιζαν ότι το όχημα που τους ακολουθούσε ανήκε σε αντίπαλη εγκληματική ομάδα της τουρκικής μαφίας, και όχι σε ελληνική υπηρεσία ασφαλείας . Όταν αντιλήφθηκαν την ‘ουρά’, πιθανώς θεώρησαν ότι επρόκειτο για αντιπάλους που τους είχαν στήσει ενέδρα, με αποτέλεσμα να ανοίξουν πυρ πρώτοι για εκφοβισμό ή εξουδετέρωση της φερόμενης απειλής . Αυτή η εκτίμηση στηρίζεται στο σκεπτικό ότι οι δράστες δεν θα ρίσκαραν να επιτεθούν σε αστυνομικούς ή σε στελέχη της ΕΥΠ εάν γνώριζαν την ταυτότητά τους – κάτι που θα επέφερε σφοδρή καταδίωξη από το κράτος . Με άλλα λόγια, η επίθεση φαίνεται να εντάσσεται στον ‘εσωτερικό πόλεμο’ του οργανωμένου εγκλήματος, παρά σε κάποια τρομοκρατική ενέργεια ή στοχευμένο χτύπημα κατά των ελληνικών Αρχών. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν ενδείξεις εμπλοκής των συγκεκριμένων υπόπτων σε τρομοκρατικές οργανώσεις – αντιθέτως, αντιμετωπίζονται ξεκάθαρα ως μέλη μαφιόζικων συμμοριών με κίνητρο το οικονομικό όφελος και τον έλεγχο παράνομων δραστηριοτήτων (ναρκωτικά, εκβιασμοί κ.ά.).
Δηλώσεις, αντιδράσεις και μαρτυρίες
Επισήμως, η Ελληνική Αστυνομία δεν έχει κάνει εκτενή δημόσια δήλωση για το περιστατικό, δεδομένου ότι η έρευνα είναι σε εξέλιξη και το θέμα αγγίζει ευαίσθητες πτυχές εθνικής ασφάλειας. Ωστόσο, αρμόδιες πηγές της ΕΛ.ΑΣ. περιγράφουν το συμβάν ως εξαιρετικά σοβαρό και πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα . «Πρόκειται για επικίνδυνη κλιμάκωση εκ μέρους της τουρκικής μαφίας», ανέφερε χαρακτηριστικά αξιωματούχος, σχολιάζοντας ότι η τόλμη των δραστών να πυροβολήσουν εν ψυχρώ μέρα-μεσημέρι, θέτει σε συναγερμό τις διωκτικές αρχές. Οι αστυνομικοί του Τμήματος Οργανωμένου Εγκλήματος εκτιμούν ότι οι συμμορίες αυτές δεν διστάζουν πλέον να δράσουν βίαια ακόμα και παρουσίᾳ πολιτών, κάτι που παρακινεί τις αρχές να εντείνουν τις προσπάθειες εξάρθρωσής τους. Ήδη, η ΕΛ.ΑΣ. εντατικοποιεί την συνεργασία με τις μυστικές υπηρεσίες και τις διεθνείς διωκτικές αρχές (Interpol, Europol), προκειμένου να ανταλλάξει πληροφορίες για τα δίκτυα των Τούρκων μαφιόζων που δρουν εντός και εκτός συνόρων.
Η τοπική κοινωνία εμφανίζεται σοκαρισμένη από το περιστατικό. Οι κάτοικοι στους Ταγαράδες δεν είναι συνηθισμένοι σε ανταλλαγές πυρών και δηλώνουν αναστατωμένοι που μια μαφιόζικη συμπλοκή εκτυλίχθηκε κυριολεκτικά στην ‘αυλή’ τους. «Άκουσα δυνατούς κρότους και νόμιζα πως ήταν κάποιο λάστιχο που έσκασε ή petarda (κροτίδα)» ανέφερε χαρακτηριστικά ένας περίοικος, για να συνειδητοποιήσει στη συνέχεια ότι επρόκειτο για πυροβολισμούς. Άλλοι περιγράφουν ότι είδαν ένα SUV να φεύγει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και αμέσως μετά έφτασαν στο σημείο περιπολικά. Από πλευράς των ιδιοκτητών του βενζινάδικου, ευτυχώς δεν σημειώθηκε ζημιά σε αντλίες ή εγκαταστάσεις και το κατάστημα συνέχισε τη λειτουργία του μόλις ολοκληρώθηκε η αυτοψία της αστυνομίας. Το συμβάν όμως έχει δημιουργήσει ένα αίσθημα ανησυχίας: «Αν δεν φοβούνται να πυροβολήσουν σε κοινή θέα, τι θα γίνει την επόμενη φορά;» διερωτήθηκε κάτοικος, εκφράζοντας την αγωνία πολλών στην περιοχή.
Από πλευράς πολιτείας, κυβερνητικοί κύκλοι αποφεύγουν προς το παρόν τις δημόσιες τοποθετήσεις, εν αναμονή των συλλήψεων των δραστών. Ανεπίσημα, στελέχη ασφαλείας σχολιάζουν ότι η σύλληψη των ενόπλων αποτελεί ζήτημα τιμής για τις ελληνικές Αρχές, καθώς θεωρείται ανεπίτρεπτο ένοπλοι ξένοι μαφιόζοι να δρουν έτσι ασύδοτοι στο ελληνικό έδαφος. Η υπόθεση βρίσκεται υπό στενή παρακολούθηση και από την κυβέρνηση, δεδομένου ότι αγγίζει τόσο τη δημόσια ασφάλεια όσο και τις διπλωματικές σχέσεις με την Τουρκία – καθώς πρόκειται για Τούρκους υπηκόους και μάλιστα φερόμενους ως διεθνώς καταζητούμενα μέλη εγκληματικών οργανώσεων.
Οι έρευνες συνεχίζονται εντατικά. Η αισιοδοξία στην αστυνομία είναι συγκρατημένη αλλά υπαρκτή, ότι σύντομα θα υπάρξουν εξελίξεις. Ήδη οι πρώτες προσαγωγές ατόμων του περιβάλλοντος των υπόπτων δίνουν κάποιες πληροφορίες-κλειδιά. Οι κάμερες ασφαλείας του πρατηρίου καυσίμων και της γύρω περιοχής έχουν κατασχεθεί και το υλικό αναλύεται καρέ-καρέ, μήπως προκύψουν ευδιάκριτα χαρακτηριστικά των δραστών ή του οχήματός τους.