Του Sean Fitzpatrick
Μετάφραση: Αλία Ζάε
Ένας λευκός τύμβος, που βλέπει τη θάλασσα από ένα βουνό της Σαμόα. Το τελευταίο αναπαυτήριο αυτού που οι ιθαγενείς αποκαλούσαν «Τουσιτάλα», ο Παραμυθάς. Οι νεκροί δεν αφηγούνται ιστορίες, και φυσικά ούτε κι αυτός, που είχε πει τόσες και τόσες για πειρατές, ιππότες και άλλους ηρωικούς μαχητές: ο Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον. Αλλά οι ιστορίες του παραμένουν, παρά τη σιωπή που πλανάται χαμογελαστή πάνω από τον τάφο του.
Πάνω σε αυτό το ιερό μνήμα βρίσκεται μια μπρούντζινη πλάκα, φαγωμένη απ’ τον καιρό, με τους εξής χαρούμενους στίχους:
Κάτω απ’ τον πλατύ, γεμάτο αστέρια ουρανό
Σκάψτε τον τάφο μου κι αφήστε με εδώ.
Χαρούμενα έζησα και με χαρά πεθαίνω,
Και πρόθυμα μονάχος μου κάτω εδώ μπαίνω..
Ας είναι αυτοί οι στίχοι που για μένανε θα χαραχτούν:
Αυτός κείται εδώ όπου ήθελε.
Στο σπίτι ο ναύτης από τη θάλασσα γυρνά,
Κι ο κυνηγός στο σπίτι του απ’ τα ψηλά βουνά.*
Αυτά είναι τα αποχαιρετιστήρια λόγια του Σκωτσέζου παραμυθά. Μετά από τις προσπάθειες μιας ολόκληρης ζωής να αφήσει το κρεβάτι του και να ζήσει τον πόθο του για τη ζωή όπως την επιθυμούσε, αντί να γράφει μόνο γι’ αυτήν, ο Στήβενσον ταξίδεψε στη Σαμόα αναζητώντας ένα κλίμα που θα υποστήριζε την ευαίσθητη υγεία του.
Κι ήταν σε εκείνο το μέρος όπου – ενώ άνοιγε ένα μπουκάλι κρασί μιλώντας στη σύζυγό του Φάννυ – κατέρρευσε και βρήκε την οριστική ανάπαυση το 1894 σε ηλικία 44 ετών. Έτσι προέκυψε η έκδοση του ποιήματος, που είχε γράψει ως επιτάφιό του, με τον τίτλο «Ρέκβιεμ» – όπως λέγεται στα λατινικά η ανάπαυση.
Οι επιτύμβιοι στίχοι του Στήβενσον είναι εξίσου ζωηροί με αυτούς που είχε γράψει για τη συλλογή του «Ένας παιδικός κήπος στίχων» («A Child’s Garden of Verses»). Έχουν κάτι από το ατσάλι που λάμπει στο «Νησί των θησαυρών» και κάτι από τη δύναμη που διαπερνά την «Απαγωγή». Έχουν κάτι από το ανθρώπινο παράδοξο, όπως η ιστορία «Δόκτωρ Τζέκυλ και κύριος Χάυντ», και κάτι από την κλιμάκωση του μοιραίου του «Άρχοντα του Μπαλαντρέ». Είναι ένα καλό ποίημα γιατί, όπως πολλές από τις ιστορίες του, μιλά για κάτι καλό.
Γυρίζοντας στο σπίτι
Αυτό που κάνει καλό το παραπάνω ποίημα είναι η νοσταλγία του, τόσο στο νόημα όσο και στο αποτέλεσμά του. Όλα τα καλά ποιήματα είναι νοσταλγικά, με την έννοια ότι μας βοηθούν να επιστρέψουμε στην «πατρίδα» μιας αλήθειας – ο νόστος είναι η επιστροφή στο σπίτι, στην πατρίδα.
Η καλή ποίηση μας βοηθά να επιστρέψουμε σε ένα μέρος ή άποψη αρμονικά ανάλογη προς την ανθρώπινη φαντασία και σκέψη. Μας βοηθά να επιστρέψουμε στο μέρος όπου ανήκουμε, αλλά απ’ το οποίο έχουμε ξεστρατίσει, χωρίς να έχουμε πολυκαταλάβει πώς, κάνοντας την εμπειρία του ποιήματος ένα είδος νόστου. Αυτός είναι ένας τρόπος να βιώνουμε τη γνώση ποιητικά.
Η ιδέα του νόστου ισχύει επίσης και για την κατανόησή μας για τον θάνατο, όταν έρχεται να πάρει κάποιον που έχει ζήσει μια γεμάτη και δημιουργική ζωή. Ο θάνατος για έναν καλό άνθρωπο είναι νοσταλγικός, όσο περίεργο κι αν ακούγεται αυτό. Αυτός ο κόσμος δεν είναι το σπίτι μας. Όλοι είμαστε περαστικοί.
Παρά τους ζοφερούς συνειρμούς που φέρνει στο μυαλό μας ο θεριστής, ο θάνατος είναι η ανάπαυση που κέρδισε με την αξία του ο κουρασμένος άνθρωπος. Ο τάφος είναι ένα κρεβάτι. Φυσικά, υπάρχουν πολλές θεολογικές θεωρίες που ισχυρίζονται ότι με τον θάνατος ξεκινά η πραγματική ζωή. Η ζωή είναι κοπιαστική, αλλά όταν οι κόποι μας γίνονται έργα αγάπης, τότε ο θάνατος δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα ανάπαμα – ένα ρέκβιεμ.
Στην θαυμάσια βιογραφία που έγραψε για τον Στήβενσον ο Γκ. Κ. Τσέστερτον, αναφέρει:
«Πέθανε γρήγορα σαν να χτυπήθηκε από βέλος κι ακόμα και πάνω από τον τάφο του αιωρείται ένα κάτι ανώτερης ελαφρότητας με φτερά πουλιού. Το «Χαρούμενα έζησα και με χαρά πεθαίνω» είναι σαν ένα κελάηδισμα που συνεχίζει να ακούγεται αληθινό παρά τις επαναλήψεις, που ανεβαίνει ανάλαφρο σαν τους πυργίσκους του Spyglass Hill και διάφανο σαν κύμα που χορεύει. Διάφορα είδη μιας λεπτής αλλά ανθεκτικής ελαφρότητας και ο θρύλος που έκανε τον τάφο του βουνοκορφή και τον επιτάφιό του τραγούδι».
Έτσι, μας λέει ο Τσέστερτον, έχει χαραχτεί στην πέτρα η αισιοδοξία του Στήβενσον. Το «Ρέκβιεμ» είναι η στάση και η ανάπαυση που αρμόζει στον ακούραστο παραμυθά της ζωής. Βλέπει τον θάνατο με έναν τρόπο φιλικό και αισιόδοξο – μιλώντας για την ελπίδα της επιστροφής, ξορκίζει τον τρόμο του επέκεινα.
Αυτό που μας λέει το ποίημα είναι ότι ο άνθρωπος που έζησε καλά τη ζωή του μπορεί να καλωσορίσει τον θάνατο και να τον δει θετικά, σαν μια επιστροφή στο σπίτι. Ίσως να είναι κι έτσι, και ίσως να έπρεπε να γράφεται σε κάθε επιτύμβια στήλη ότι «Χαρούμενα έζησα και με χαρά πεθαίνω».
Ο Σων Φιτζπάτρικ είναι φιλόλογος στο οικοτροφείο Gregory the Great Academy, στο Elmhurst, Pa. Κείμενά του για την εκπαίδευση, τη λογοτεχνία και τον πολιτισμό έχουν δημοσιευτεί σε πολλά έντυπα, όπως τα Crisis Magazine, Catholic Exchange, και The Imaginative Conservative.
* “Κάτω απ’ τον πλατύ, τον έναστρο ουρανό
σκάψετε μνήμα κι άστε να ξεκουραστών.
Χαρούμενα όπως έζησα
έτσι πεθαίνω με χαρά.
Στο μνήμα να χαράξετε θέλω τα λίγα λόγια αυτά:
Κείτεται εδώ όπου τόσο λαχταρούσε
για νάβρη μιαν ημέρα τη θανή.
Και βρήκε σπίτι ο ναύτης, ο ταξιδευτής
Σπίτι ο κυνηγός και των βουνών ο εραστής.” 1
Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον, Κλασσικά Εικονογραφημένα Νο 1062, σελ. 46, Εκδόσεις Μ. Πεχλιβανίδη & Σία