Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούττε, ζήτησε αύξηση κατά 400% στις αεροπορικές και πυραυλικές δυνατότητες της Συμμαχίας, σε ομιλία του στις 9 Ιουνίου στο Chatham House, μίας δεξαμενής σκέψης διεθνών υποθέσεων, στο Λονδίνο.
Ο Ρούττε, που ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Οκτώβριο του 2024, υποστήριξε πως η αύξηση αυτή είναι απαραίτητη για να διατηρηθεί η αξιοπιστία της αποτροπής και της άμυνας του ΝΑΤΟ.
Σε αποσπάσματα από την ομιλία, ο ίδιος επισημαίνει ότι «βλέπουμε στην Ουκρανία πώς επιτίθεται η Ρωσία από αέρος, γι’ αυτό θα ενισχύσουμε την ασπίδα που προστατεύει τους ουρανούς μας». Ο Ρούττε τόνισε επίσης την ανάγκη για «ποσοτικό άλμα στη συλλογική μας άμυνα», τονίζοντας πως «χρειαζόμαστε περισσότερες δυνάμεις για να εφαρμόσουμε πλήρως τα σχέδια άμυνας μας». Πρόσθεσε δε ότι «ο κίνδυνος δεν θα εξαφανιστεί, ακόμα και όταν τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία», υπογραμμίζοντας την ανάγκη για «αύξηση 400% στην αεροπορική και πυραυλική άμυνα».
Επιπλέον, δήλωσε ότι οι στρατοί των κρατών-μελών χρειάζονται «χιλιάδες ακόμα θωρακισμένα οχήματα και άρματα μάχης, εκατομμύρια περισσότερες οβίδες πυροβολικού, και πρέπει να διπλασιάσουμε τις υποστηρικτικές δυνατότητες όπως η εφοδιαστική, η μεταφορά και η ιατρική υποστήριξη».
Κατά την παραμονή του στο Λονδίνο, ο Ρούττε θα συναντηθεί με τον Βρετανό πρωθυπουργό Κηρ Στάρμερ, εν όψει της συνόδου κορυφής των ηγετών του ΝΑΤΟ που θα διεξαχθεί αυτόν τον μήνα στη Χάγη.
Η συγκεκριμένη σύνοδος είναι η πρώτη συνάντηση των ηγετών της Συμμαχίας μετά τις αλλαγές σε κορυφαίες θέσεις, καθώς από την προηγούμενη σύνοδο στην Ουάσιγκτον, το 2024, έχει αλλάξει η ηγεσία στις ΗΠΑ, τη Γερμανία, τον Καναδά και το ΝΑΤΟ. Προηγουμένως, ο Ρούττε, που υπήρξε πρωθυπουργός της Ολλανδίας πριν αναλάβει τη θέση του γ.γ. του ΝΑΤΟ πέρυσι, είχε ζητήσει από τα κράτη-μέλη να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες τους στο 3,5% του ΑΕΠ και να δεσμευθούν για περαιτέρω 1,5% σε δαπάνες σχετικές με την υποδομή ασφαλείας.
Η πρωτοβουλία για αύξηση των δαπανών πυροδοτήθηκε από την απαίτηση του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, να φτάσουν τα κράτη-μέλη στο 5% του ΑΕΠ για τις αμυντικές δαπάνες, ποσοστό σημαντικά πάνω από το τρέχον όριο του 2% που απαιτεί η Συμμαχία. Υπό την πίεση του πολέμου στην Ουκρανία και της αλλαγής της αμερικανικής πολιτικής, που απαιτεί αύξηση της συμμετοχής των Ευρωπαίων στην άμυνα της ηπείρου, οι ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται αντιμέτωπες με την ανάγκη να επενδύσουν μεγαλύτερο ποσοστό του προϋπολογισμού τους σε στρατιωτικές δαπάνες.
Προς το παρόν, κανένα κράτος-μέλος δεν αφιερώνει το 5% του ΑΕΠ στην άμυνα. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, μόνο η Πολωνία βρίσκεται κοντά στον στόχο, με 4,12%. Πολλές χώρες, όμως, όπως η Ισπανία, η Ιταλία και ο Καναδάς, δεν έχουν φτάσει καν το σημερινό όριο του 2%.
Η ρωσική πλευρά έχει ήδη επικρίνει τις δηλώσεις Ρούττε, χαρακτηρίζοντάς τες ως μια ακόμη προσπάθεια να αποσπαστούν χρήματα από τους φορολογούμενους των κρατών-μελών της Συμμαχίας με πρόσχημα «μια πρόσκαιρη απειλή». Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, ανέφερε σύμφωνα με το ρωσικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων TASS ότι «οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι θα ξοδέψουν χρήματα για να αντιμετωπίσουν μια απειλή που, όπως λένε, προέρχεται από τη χώρα μας, όμως αυτό δεν είναι παρά μια πρόσκαιρη απειλή», και πρόσθεσε ότι «εάν οι κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών και τα μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας θέλουν να συμπεριφέρονται έτσι στους φορολογούμενούς τους, τότε ας το κάνουν».
Την προηγούμενη εβδομάδα, ο Ρούττε διοργάνωσε σύνοδο υπουργών Άμυνας του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, όπου συζητήθηκε επίσης η προτεινόμενη αύξηση των αμυντικών δαπανών. Ορισμένα κράτη έχουν ήδη δεσμευτεί για αύξηση των δαπανών τους, με το Ηνωμένο Βασίλειο να υπόσχεται άνοδο από το 2,3% στο 2,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2027, και μετέπειτα στο 3% του ΑΕΠ, σε αόριστο χρόνο. Η Γερμανία επίσης έχει ανακοινώσει ότι θα χρειαστεί περίπου 50.000 έως 60.000 επιπλέον ενεργούς στρατιώτες, σύμφωνα με τους νέους στόχους του ΝΑΤΟ.
Ο Ρούττε πρότεινε να επιτευχθεί ο στόχος του 5% έως το 2032, αν και ορισμένες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης θεωρούν το χρονοδιάγραμμα αυτό υπερβολικά μεγάλο, ενώ άλλες που βρίσκονται μακρύτερα από τα ρωσικά σύνορα το θεωρούν πολύ σύντομο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα τρέχοντα επίπεδα δαπανών, την παραγωγική ικανότητα και την κατάσταση των οικονομιών τους.