Η καλοσύνη είναι μια αρετή που, κατά καιρούς, μοιάζει να ανήκει στο παρελθόν, ειδικά όταν βλέπει κανείς την αρνητικότητα που μας περιβάλλει. Ας θυμόμαστε όμως ότι η καλοσύνη, η αγάπη και η συμπόνια δεν είναι απλώς ιδέες. Είναι θεϊκές αρετές με πανίσχυρη δύναμη, ικανές να μεταμορφώσουν, να εξυψώσουν, ακόμα και να σώσουν ζωές.
Το παραμύθι «Διαμάντια και Φρύνοι», που έγραψε ο Σαρλ Περώ το 1697 (ως μέρος της συλλογής Contes de ma mère l’ oye – Ιστορίες της Μαμάς Χήνας), μιλά για τις συνέπειες των πράξεων και των λόγων μας και για το πώς ο χαρακτήρας μας επιδρά στη διαμόρφωση της ζωής μας. Όπως λέει και το ρητό: «Το καλό ανταμείβεται. Το κακό ανταποδίδεται».
Ο Σαρλ Περώ, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, θεωρείται ο πατέρας των παραμυθιών ως αφηγημάτων που γράφτηκαν ειδικά για παιδιά, εμπνευστής των αδελφών Γκριμ, του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και όλων των παραμυθάδων που ακολούθησαν. Τα πιο γνωστά παραμύθια του είναι η Σταχτοπούτα, η Ωραία Κοιμωμένη, η Κοκκινοσκουφίτσα, ο Κοντορεβιθούλης και ο Παπουτσωμένος γάτος, παρόλο που οι εκδοχές που γνωρίζουμε έχουν αλλοιωθεί αρκετά, ιδίως όσον αφορά κάποια τρομακτικά στοιχεία που περιείχαν ή το τέλος όταν αυτό ήταν εις βάρος του ήρωα (π.χ., στην εκδοχή του Περώ, το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας τελειώνει όταν ο λύκος την τρώει).
Διαμάντια και φρύνοι
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στις παρυφές του δάσους μία γυναίκα με τις δύο της κόρες. Ήταν μια γυναίκα ανόητη και κακή. Καθώς η μεγαλύτερη κόρη της έμοιαζε, την αγαπούσε περισσότερο και την παραχάιδευε, με αποτέλεσμα εκείνη να γίνει αλαζονική και κακομαθημένη. Η μικρότερη κόρη, όμως, ήταν γλυκιά, καλοδιάθετη και με ευγενική ψυχή.
Η μεγαλύτερη αδερφή και η μητέρα εκμεταλλεύονταν την αγαθότητα της μικρότερης κόρης, αναγκάζοντάς την να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού και φωνάζοντάς της συνεχώς. Ένα από τα καθήκοντά της ήταν να φέρνει νερό από μία πηγή που βρισκόταν βαθιά μέσα στο δάσος. Παρά τη δυσκολία και τον κόπο, εκείνη απολάμβανε πάντα την ομορφιά του δάσους και το κελάηδισμα των πουλιών.
Ένα πρωινό, συνάντησε στην πηγή μια ηλικιωμένη γυναίκα που την πλησίασε για να της ζητήσει λίγο νερό.
«Μετά χαράς, κυρούλα», απάντησε το κορίτσι. «Άφησέ με να σου κρατήσω το κανάτι για να πιεις, είναι πολύ βαρύ.»
Μόλις η γυναίκα ήπιε νερό, γύρισε και της είπε:
«Είσαι καλόκαρδη και ευγενική. Θα σου ανταποδώσω την καλοσύνη σου. Με κάθε σου λέξη, λουλούδια, διαμάντια και μαργαριτάρια θα βγαίνουν από τα χείλη σου».
Και λέγοντας αυτά εξαφανίστηκε, γιατί στην πραγματικότητα ήταν μία νεράιδα, που ήθελε να διαπιστώσει αν η κοπέλα ήταν ευγενής.
Όταν η νέα γύρισε στο σπίτι, η μητέρα της άρχισε να την μαλώνει που άργησε τόσο πολύ.
«Με συγχωρείς για την καθυστέρηση, μητέρα», απάντησε εκείνη μειλίχια.
Αμέσως μόλις πρόφερε αυτά τα λόγια, από το στόμα της έπεσαν διαμάντια, λουλούδια και μαργαριτάρια απερίγραπτης ομορφιάς.
Η μητέρα της την κοίταξε έκπληκτη.
«Τι είναι αυτά, παιδί μου;», τη ρώτησε, μιλώντας της για πρώτη φορά γλυκά. «Τι συνέβη;»
«Έδωσα λίγο νερό σε μια ηλικιωμένη γυναίκα και εκείνη μού είπε ότι θα βγαίνουν διαμάντια και λουλούδια από το στόμα μου όταν μιλώ», είπε η μικρότερη κόρη.
«Δώσε μου αυτά τα διαμάντια!», ζήτησε η μεγαλύτερη αδερφή, απλώνοντας το χέρι της για να τα πάρει.
«Σιωπή», της φώναξε η μητέρα της. «Δεν βλέπεις; Εάν πας κι εσύ και δώσεις στη γριά μάγισσα λίγο νερό, θα σε ευλογήσει κι εσένα με κοσμήματα και λουλούδια. Θα γίνουμε πλούσιες!».
Μετά από αρκετούς καυγάδες, η μεγαλύτερη κόρη δέχτηκε απρόθυμα να πάει για νερό. Σε όλη τη διαδρομή γκρίνιαζε, και σκεπτόταν ότι δεν θα έδινε ούτε ένα διαμάντι στην οικογένειά της, αλλά θα τα κρατούσε όλα για τον εαυτό της.
Πλησιάζοντας στην πηγή, είδε μία νέα γυναίκα ντυμένη με ένα υπέροχο, πολυτελές φόρεμα.
«Τι γυρεύεις εσύ εδώ;», τη ρώτησε με αγένεια. «Πού είναι η γριά μάγισσα;»
Αγνοώντας τον άσχημο τρόπο της, η κοπέλα ρώτησε τη μεγαλύτερη κόρη αν μπορούσε να της δώσει λίγο νερό να πιει.
«Δεν είμαι υπηρέτριά σου! Περιμένω τη γριά, που θα κάνει να πέφτουν διαμάντια και λουλούδια από το στόμα μου. Βάλε μόνη σου νερό, αν θες να πιεις.»
Όμως, η νέα γυναίκα ήταν στην πραγματικότητα η ίδια νεράιδα.
«Σε αντίθεση με την αδερφή σου, είσαι πολύ αγενής. Γι’ αυτό, τώρα, φρύνοι και φίδια θα πετάγονται από το στόμα σου με κάθε λέξη που λες.»
Η μεγάλη κόρη, σοκαρισμένη από την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα, επέστρεψε στο σπίτι της με το κεφάλι κρεμασμένο.
Όταν έφτασε, η μητέρα της τη ρώτησε αν είχε συναντήσει τη γριά κι αν της έδωσε νερό.
Αλλά, μόλις το κορίτσι άνοιξε το στόμα της για να απαντήσει και πρόφερε την πρώτη της λέξη, φρύνοι και φίδια πετάχτηκαν από το στόμα της.
Η μητέρα της έβαλε μια φωνή και τρομοκρατημένη έτρεξε μέσα στο σπίτι. Από το παράθυρο στο πάνω μέρος του σπιτιού, φώναξε:
«Γιατί αυτά τα αξιολύπητα πλάσματα σέρνονται από το στόμα σου; Δεν έδωσες νερό σε εκείνη την άσχημη γριά;»
Με δάκρυα, θυμωμένα λόγια και πολλούς φρύνους και φίδια, η μεγάλη κόρη εξήγησε ότι η ηλικιωμένη γυναίκα δεν ήταν εκεί, αλλά μόνο μία νεαρή γυναίκα, που της ζήτησε νερό. Όμως, εκείνη, αντί να τη βοηθήσει, την έβρισε.
Κι έτσι έγινε και η κάθε κοπέλα πήρε αυτό που της άξιζε.
Του Tyler Wilson
Επιμέλεια: Βαλεντίνα Λισάκ