Μια πολιτική καμένης γης που περιλαμβάνει την καταστροφή των προηγμένων εργοστασίων ημιαγωγών σε περίπτωση κινεζικής εισβολής θα ήταν μια καλή αποτρεπτική στρατηγική για το αυτοδιοικούμενο νησί ενάντια στην πολεμοχαρή Κίνα, σύμφωνα με πρόσφατο άρθρο που δημοσιεύτηκε στο U.S. Army War College.
«Στην πράξη, αυτή η στρατηγική σημαίνει ότι η Κίνα, με μια τέτοια εισβολή θα προκαλούσε μια μεγάλη οικονομική κρίση στην ηπειρωτική χώρα, όχι το τεχνολογικό όφελος που κάποιοι πρότειναν ότι θα προέκυπτε ως αποτέλεσμα της απορρόφησης της σταθερής τεχνολογικής βιομηχανίας της Ταϊβάν από τη ΛΔΚ [Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας]», αναφέρει το περιοδικό (pdf).
Το κλειδί είναι να καταστεί η Ταϊβάν «ανεπιθύμητη», αναφέρει το άρθρο, και το οικονομικό κόστος για το Πεκίνο θα «παραμείνει για χρόνια» ακόμη και μετά την κατάληψη του νησιού από το Πεκίνο.
Το άρθρο, με τίτλο «Broken Nest: Deterring China from Invading Taiwan», δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος του 2021 του τριμηνιαίου σε επίσημο περιοδικό του Στρατού των ΗΠΑ.
Η στρατηγική επικεντρώνεται στην τρέχουσα μεγάλη εξάρτηση της Κίνας από την εισαγωγή ημιαγωγών, οι οποίοι είναι μικροσκοπικά τσιπ που τροφοδοτούν τα πάντα, από υπολογιστές, smartphones και ηλεκτρικά οχήματα μέχρι πυραύλους. Σύμφωνα με κρατικά μέσα ενημέρωσης της Κίνας, το Πεκίνο εισήγαγε ημιαγωγoύς αξίας άνω των 350 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2020.
Εκείνο το έτος, μόνο το 5,9 τοις εκατό των ημιαγωγών (8,3 δισεκατομμύρια δολάρια) που χρησιμοποιούνται στην Κίνα κατασκευάζονταν εγχώρια, σύμφωνα με έκθεση της εταιρείας έρευνας αγοράς ημιαγωγών IC Insights με έδρα τις ΗΠΑ.
Τον περασμένο Οκτώβριο, η IC Insights προειδοποίησε ότι το κινεζικό καθεστώς πίστευε ότι θα μπορούσε να λύσει το πρόβλημά του να μην μπορεί να παράγει ημιαγωγούς αιχμής μέσω της «επανένωσης με την Ταϊβάν».
Η Κίνα διεκδικεί την Ταϊβάν ως μέρος της επικράτειάς της παρά το γεγονός ότι το αυτοδιοικούμενο νησί είναι μια de facto ανεξάρτητη χώρα με τους δικούς της δημοκρατικά εκλεγμένους αξιωματούχους, στρατό και νόμισμα.
Επί του παρόντος, η Taiwan Semiconductor Manufacturing Corporation (TSMC), η μεγαλύτερη εταιρεία κατασκευής τσιπ στον κόσμο με έδρα την Ταϊβάν, και η Samsung στη Νότια Κορέα, είναι οι μόνες εταιρείες στον κόσμο που μπορούν να κατασκευάσουν τα πιο προηγμένα τσιπ 5 νανομέτρων. Η TSMC έχει προγραμματίσει να παράγει τσιπ επόμενης γενιάς 3 νανομέτρων το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους.
Το άρθρο συνιστά στην Ταϊβάν να «καταστρέψει τις εγκαταστάσεις που ανήκουν στην» TSMC ενόψει μιας κινεζικής εισβολής, δεδομένου ότι η ταϊβανέζικη εταιρεία κατασκευής τσιπ είναι ο σημαντικότερος προμηθευτής της Κίνας.
Η πρόκληση στην συγκεκριμένη στρατηγική θα ήταν να καταστεί η στρατηγική της καμένης γης «αξιόπιστη» στο κινεζικό καθεστώς, σύμφωνα το άρθρο.
«Εάν η Κίνα υποπτευετεί ότι η Ταϊπέι δεν θα ολοκλήρωνε μια τέτοια απειλή, τότε η αποτροπή θα αποτύχει», εξηγεί το άρθρο.
Οι συντάκτες του άρθρου συνέστησαν στις αρχές της Ταϊβάν να δημιουργήσουν έναν «αυτόματο μηχανισμό» για την καταστροφή των εργοστασίων της TSMC, που θα «πυροδοτηθεί μόλις επιβεβαιωθεί μια εισβολή [από το Πεκίνο]».
Ο Τζερντ ΜακΚίνεϊ (Jared McKinney), πρόεδρος του Τμήματος Στρατηγικής και Σπουδών Ασφάλειας στο eSchool of Graduate Professional Military Education, Air University, και ο Πίτερ Χάρρις (Peter Harris), αναπληρωτής καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Colorado State University, είναι οι συντάκτες του άρθρου.
Χωρίς τα τσιπ της Ταϊβάν, η οικονομία της Κίνας θα δεχόταν μεγάλο χτύπημα και το Πεκίνο δεν θα ήταν σε θέση να διατηρήσει σταθερή οικονομική ανάπτυξη, βλάπτοντας τη νομιμότητα του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος να κυβερνά την ηπειρωτική Κίνα, σύμφωνα με το άρθρο.
«Ο σκοπός εδώ πρέπει να είναι να πειστούν οι Κινέζοι ηγέτες ότι η εισβολή στην Ταϊβάν θα βλαψει τους βασικού εθνικούς στόχους: οικονομική ανάπτυξη, εσωτερική σταθερότητα, ασφαλή σύνορα και ίσως ακόμη και διατήρηση της νομιμότητας του καθεστώτος», προσθέτει το άρθρο.
Οι συντάκτες πρόσφεραν πολλές άλλες συστάσεις που θα μπορούσαν να αποτρέψουν περαιτέρω την Κίνα από το να εισβάλει στην Ταϊβάν. Αυτές περιλαμβάνουν τις ΗΠΑ να ηγηθούν μιας παγκόσμιας εκστρατείας κυρώσεων κατά οποιωνδήποτε εξαγωγών τσιπ στην Κίνα ή να δώσουν το πράσινο φως στους συμμάχους των ΗΠΑ όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Αυστραλία να αναπτύξουν τα δικά τους πυρηνικά όπλα, εάν πραγματοποιηθεί η εισβολή.
«Εάν οι κυρώσεις για την εισβολή στην Ταϊβάν μπορούν να γίνουν αρκετά αυστηρές και αξιόπιστες, το Πεκίνο θα μπορούσε να αποτραπεί από την επιλογή μιας τέτοιας πορείας δράσης», αναφέρει το άρθρο.
Οι δύο συντάκτες σημειώνουν επίσης ότι ένας Κινέζος αναλυτής με δεσμούς με το κινεζικό ναυτικό τους είπε ότι ο στόχος του Πεκίνου για μια επιτυχημένη εισβολή στην Ταϊβάν ήταν 14 ώρες και το Πεκίνο εκτίμησε ότι θα χρειαστούν 24 ώρες για να απαντήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ιαπωνία.
«Εάν αυτό το σενάριο πλησιάζει στο να είναι ακριβές, η κυβέρνηση της Κίνας μπορεί κάλλιστα να είναι διατεθειμένη να επιχειρήσει κάτι τέτοιο μόλις έχει εμπιστοσύνη στις σχετικές δυνατότητές της», ανέφερεαν οι συντάκτες.
Τον Οκτώβριο του περασμένου έτους, ο υπουργός Άμυνας της Ταϊβάν προειδοποίησε ότι το κινεζικό καθεστώς θα είναι σε θέση να πραγματοποιήσει μια πλήρους κλίμακας εισβολή στο νησί μέχρι το 2025.
«Εάν η Ταϊβάν έπεφτε στην Κίνα, μια επιτυχημένη δημοκρατία θα έσβηνε και η γεωπολιτική θέση του Πεκίνου στην Ανατολική Ασία θα ενισχυόταν σε βάρος των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους», ανέφερε το άρθρο.