Σχολιασμός
Όταν ήμουν παιδί στη Νέα Υόρκη, η βιβλιοθήκη της 96ης οδού ήταν το επίκεντρο της ζωής μου. Παρότι συνεχώς έχανα την κάρτα της βιβλιοθήκης και συγκέντρωνα πρόστιμα για βιβλία που δεν είχα παραδώσει, αυτή (καθώς και οι κινηματογράφοι της 86ης οδού) ήταν το «σπίτι» μου μακριά από το σπίτι μου.
Επίσης είχε, από ότι καταλάβαινα, την ίδια λειτουργία για τον νεαρό Τζέιμς Μπόλντουιν (παρότι το Wikipedia παραθέτει την βιβλιοθήκη της 135ης οδού στο Χάρλεμ) και για άλλους καταξιωμένους συγγραφείς του παρελθόντος και είχε μια ιστορία δημιουργίας συγγραφέων, κάτι που ακόμη και τότε ονειρευόμουν να γίνω.
Ήταν επίσης ένας χώρος «ενεργοποίηση» του μυαλού καθώς μόνο τα βιβλία μπορούν να καταφέρουν κάτι τέτοιο.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της, η 96η την παρούσα περίοδο βιώνει μια αναμόρφωση. Ταυτόχρονα, με ενδιαφέρον διάβασα πως, μια νέα βιβλιοθήκη ανοίγει στην τωρινή μου πατρίδα –για τα τελευταία έξι χρόνια– το Νάσβιλ.
Από το Axios Nashville: «Μουσικές παραστάσεις, κουκλοθέατρο και εμφανίσεις από πολιτικούς ηγέτες του Νάσβιλ σηματοδότησαν τα πολυαναμενόμενα εγκαίνια του τμήματος της βιβλιοθήκης Ντόνελσον την Δευτέρα».
Αλλά περιμένετε, όπως λένε, υπάρχει και συνέχεια: «Η νέα βιβλιοθήκη έκτασης 24.000 τετραγωνικών ποδιών (περίπου 2.230 τ.μ) έχει τρία αφιερωμένα τμήματα για την διεξαγωγή κοινωνικών εκδηλώσεων, έξι αίθουσες μελέτης, έργα τέχνης από τοπικούς καλλιτέχνες και μια κινητή κουζίνα χορηγία της Λέσχης Γυναικών του Στόουν Ρίβερ».
Βγάζουν επίσης άδειες οχημάτων. Σοβαρά. Ούτε λόγος για αίθουσα μπόουλινγκ.
Ο τοπικός επικεφαλής, ο οποίος χορηγούσε το έργο για χρόνια, είπε: «Οι βιβλιοθήκες δεν υπάρχουν για να πας απλά να ψάξεις ένα βιβλίο. Είναι σύγχρονα κέντρα πολυμέσων και τόπος για κάθε είδους κοινωνικούς προγραμματισμούς».
Διαφωνώ. Οι βιβλιοθήκες θα πρέπει να είναι πρωτίστως για το ένα πράγμα που λείπει οδυνηρά από την σύγχρονη κοινωνία – τα βιβλία.
Τώρα, πρέπει να παραδεχτώ κάτι: Παρότι είμαι συγγραφέας τώρα που δουλεύει πάνω στο 15ο βιβλίο του, σπάνια έχω επισκεφθεί μια βιβλιοθήκη τα τελευταία χρόνια, με εξαίρεση τις περιστασιακές ομιλίες μου για να προωθήσω το έργο μου.
Αυτή η αποστροφή ξεκίνησε μερικά χρόνια πριν, όταν είχαμε ένα δεύτερο σπίτι στην περιοχή του Σιάτλ. Κοιτούσα με ενδιαφέρον, ακόμη και ενθουσιασμό θα έλεγα, καθώς γινόταν η ανέγερση μιας νέας βιβλιοθήκης. Σχεδιασμένη από τον υψηλά εκτιμώμενο Δανό αρχιτέκτονα Ρεμ Κούλχαας, σίγουρα στιλιστικά ήταν στην τελευταία λέξη της μόδας, χρησιμοποιώντας όλων των ειδών τα γεωμετρικά σχήματα και χρώματα.
Όταν όμως μπήκα για πρώτη φορά στο νέο κτίριο, αυτό που φαινόταν να κυριαρχούσε, πέρα από την μοντέρνα αρχιτεκτονική (δεν έβλεπες σχεδόν καθόλου ράφια για βιβλία), ήταν γραφεία με υπολογιστές. Καθισμένοι σε αυτά τα γραφεία με υπολογιστές ήταν, σε μεγάλο βαθμό, άστεγοι. Αυτό που είχαν στις οθόνες τους δεν ήταν Ντοστογιέφσκι.
Δεν θέλω να υποτιμήσω δραματικά τον καλοπροαίρετο προαναφερθέν αξιωματούχο, αλλά το μόνο πράγμα που δεν θα έπρεπε να είναι οι βιβλιοθήκες είναι «μοντέρνα κέντρα πολυμέσων». Εμείς, και ειδικά τα παιδιά μας, το λαμβάνουμε αυτό ουσιαστικά οπουδήποτε αλλού. Στην πραγματικότητα, μετά βίας μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτό. Ούτε θα πρέπει οι βιβλιοθήκες να είναι κέντρα «κοινωνικού προγραμματισμού» που προσκαλούν την χρήση τους για ιδεολογικούς σκοπούς ή σκοπούς τρόπου ζωής οι οποίοι εγγενώς είναι αποκλειστικοί. (Αυτοί οι τελευταίοι έχουν γίνει ολοένα και πιο κοινοί, με τις βιβλιοθήκες να είναι συχνά οι ένοχοι.)
Οι βιβλιοθήκες θα πρέπει να είναι αυτό για το οποίο πάντα προορίζονταν, αυτό που ήταν και οι πρώτες βιβλιοθήκες – ναοί βιβλίων.
Υποθέτω πως αυτοί που διευρύνουν την ιδέα της βιβλιοθήκης το κάνουν, στο μυαλό τους, για να προτρέψουν τους ανθρώπους να διαβάσουν βιβλία. Νομίζω πως άθελά τους κάνουν το αντίθετο. Υπαινίσσονται ότι η ανάγνωση ενός βιβλίου δεν αρκεί από μόνη της, πράγμα που είναι το αντίθετο της αλήθειας.
Το να διαβάσεις ένα βιβλίο είναι το νόημα. Είναι η καλύτερη τροφή του μυαλού, άσχετα με το θέμα, από τις ημέρες της Βίβλου και πιο πριν. Αυτό είναι το μήνυμα που θα πρέπει να δίνει μια βιβλιοθήκη.
Αυτό που κάνει ένα βιβλίο, όπως τίποτε άλλο, είναι να δημιουργήσει μια συγχώνευση του μυαλού μας με αυτό του συγγραφέα ή των συγγραφέων και, ειδικά όταν το βιβλίο είναι καλό, να μας επιτρέψει, είτε φανταστικά ή μη, να εξετάσουμε το περιεχόμενο του με όλη την πολυπλοκότητά του και να βγάλουμε εκλεπτυσμένα συμπεράσματα. Εν συντομία, ωριμάζουμε μέσα από την εμπειρία.
Κυρίως λόγω του διαδικτύου και της διάσπασης προσοχής (ADHD) που τόσο συχνά προκαλεί, οι άνθρωποι χάνουν το εύρος της προσοχής που χρειάζεται για να διαβάσει κανείς ένα βιβλίο. Παρότι τα γράφω και ο ίδιος, διαβάζω λιγότερα από όσα διάβαζα όταν ήμουν 25 όταν δεν υπήρχαν υπολογιστές ή κινητά τηλέφωνα να μου αποσπούν την προσοχή. Έχει αυτή η τεχνολογία σαπίσει τον εγκέφαλό μου; Νομίζω πως, σε ένα βαθμό, ναι.
Έχοντας προσέξει αυτό το πράγμα, κάνω μια προσπάθεια να βάλω το κινητό στην άκρη – τα τελευταία νέα από την Ουκρανία μπορούν να περιμένουν – και να διαβάσω ένα κομμάτι από κάποιο βιβλίο κάθε βράδυ. Δεν τα καταφέρνω πάντα, αλλά το παλεύω. Σας το προτείνω, εάν δεν το κάνετε ήδη. Θα βρείτε πως είναι επίσης ένα «αντίδοτο» στο στρες της εποχής μας.
Εντωμεταξύ, ελπίζω να μπορέσουμε να λάβουμε κάποια βοήθεια σε αυτό με το να κάνουμε τις βιβλιοθήκες αυτό που ήταν κάποτε – μνημεία για τα βιβλία και κατ’ επέκταση μια δημόσια έμπνευση για δια βίου μάθηση.
Το τελευταίο βιβλίο του Roger Simon είναι το «American Refugees: The Untold Story of the Mass Migration from Blue States to Red States». Αυτό το διάστημα εργάζεται πάνω σε ένα μυθιστόρημα.
Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντανακλούν κατ’ ανάγκη τις απόψεις των Epoch Times