Ο αρχηγός του Συντηρητικού Κόμματος του Καναδά, Πιερ Πουαλιέβρ, επέκρινε δημόσια τους εισαγγελείς για την πρότασή τους να επιβληθούν ποινές κάθειρξης άνω των επτά ετών στους διοργανωτές του κινήματος Freedom Convoy («Κομβόι Ελευθερίας»), Ταμάρα Λιτς και Κρις Μπάρμπερ.
Σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις 21 Ιουλίου, ο Πουαλιέβρ υποστήριξε ότι το αίτημα αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αντιμετώπιση που έχουν, όπως ανέφερε, βίαιοι παραβάτες οι οποίοι συχνά αφήνονται ελεύθεροι χωρίς συνέπειες λόγω του καναδικού συστήματος εγγυοδοσίας. Ειδικότερα σχολίασε ότι την ώρα που βίαιοι δράστες αφήνονται ελεύθεροι λίγες ώρες μετά τη σύλληψή τους και αντισημιτικές ομάδες βανδαλίζουν επιχειρήσεις και παρεμποδίζουν την κυκλοφορία χωρίς κυρώσεις, η Εισαγγελία ζητά επταετείς ποινές για κατηγορίες φθοράς ξένης περιουσίας.
Ανάλογες επισημάνσεις έκανε και ο βουλευτής των Συντηρητικών και πρώην δημοσιογράφος Άντριου Λώτον (Andrew Lawton), ο οποίος έχει γράψει βιβλίο για το «Κομβόι Ελευθερίας». Σε δική του ανάρτηση σημείωσε ότι η δίωξη κατά των δύο κατηγορουμένων υπήρξε, όπως τη χαρακτήρισε, «υπερβολική και εκδικητική», δεδομένου ότι επρόκειτο για «μια ειρηνική διαμαρτυρία διάρκειας τριών εβδομάδων, πριν από σχεδόν τρεισήμισι χρόνια».
Οι Λιτς και Μπάρμπερ υπήρξαν βασικά πρόσωπα της διαμαρτυρίας «Κομβόι Ελευθερίας», η οποία ξεκίνησε ως αντίδραση στην υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών για τον κορωνοϊό και εξελίχθηκε σε ευρύτερη κινητοποίηση κατά των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας. Εκατοντάδες οχήματα συγκεντρώθηκαν στο κέντρο της Οττάβας, κλείνοντας τους δρόμους επί τρεις εβδομάδες, ενώ αντίστοιχες διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν και σε άλλα σημεία της χώρας. Μερικοί κάτοικοι της Οττάβας είχαν εκφράσει παράπονα για συνεχή ηχορύπανση, ρύπανση από καυσαέρια, παρεμπόδιση κυκλοφορίας και περιστατικά παρενόχλησης.
Η καναδική κυβέρνηση επικαλέστηκε τον Νόμο Εκτάκτων Αναγκών στις 14 Φεβρουαρίου 2022, ενεργοποιώντας ειδικές εξουσίες για τη διάλυση της κινητοποίησης, τη σύλληψη διαδηλωτών και το πάγωμα τραπεζικών λογαριασμών. Οι δύο διοργανωτές συνελήφθησαν στις 17 Φεβρουαρίου, μία ημέρα πριν από την επέμβαση της αστυνομίας.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, οι Λιτς και Μπάρμπερ κατηγορήθηκαν για φθορά ξένης περιουσίας, παρεμπόδιση του έργου της αστυνομίας, υποκίνηση σε φθορά και εκφοβισμό, ενώ ο Μπάρμπερ αντιμετώπισε και κατηγορία για υποκίνηση σε παραβίαση δικαστικής απόφασης. Στις 3 Απριλίου 2025, η δικαστής Χέδερ Πέρκινς-ΜακΒέι έκρινε και τους δύο ενόχους για φθορά, ενώ ο Μπάρμπερ κρίθηκε επιπλέον ένοχος για υποκίνηση σε παραβίαση δικαστικής εντολής. Οι λοιπές κατηγορίες δεν τεκμηριώθηκαν επαρκώς, ενώ η κατηγορία της υποκίνησης σε φθορά τέθηκε στο αρχείο.
Αρχικά, οι εισαγγελείς είχαν προτείνει ποινές φυλάκισης διάρκειας δύο ετών για τους δύο κατηγορουμένους, καθώς και την κατάσχεση του φορτηγού του Μπάρμπερ, ονόματι «Big Red», με το οποίο ταξίδεψε από τη Σασκάτσεβαν στην Οττάβα. Ωστόσο, στις 19 Ιουλίου, η Λιτς δήλωσε σε ανάρτησή της ότι η Εισαγγελία ζητά πλέον κάθειρξη επτά ετών για την ίδια και οκτώ ετών για τον Μπάρμπερ.
Η εφημερίδα The Epoch Times απευθύνθηκε στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα του Οντάριο, χωρίς να λάβει άμεση απάντηση. Από την πλευρά της, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Εισαγγελίας ανέφερε ότι το ζήτημα εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Γενικού Εισαγγελέα της επαρχίας.
Η Λιτς ανήρτησε αντίγραφο των εγγράφων του Εισαγγελέα για την επικείμενη διαδικασία καταλογισμού ποινής, όπου αναφέρεται ότι η πρόταση είναι «ανάλογη προς τη σοβαρότητα της αξιόποινης πράξης, την ηθική ευθύνη των δραστών και λαμβάνει υπ’ όψιν τόσο ελαφρυντικά στοιχεία όσο και τις προσωπικές τους συνθήκες».
Η Εισαγγελία απέρριψε επίσης τον ισχυρισμό ότι μια αυστηρότερη ποινή θα είχε αποτρεπτικό αποτέλεσμα στην πολιτική έκφραση, σημειώνοντας ότι πάντοτε είχε τονίσει τη σημασία της ελευθερίας έκφρασης για όλους τους Καναδούς, αλλά ότι η ελευθερία αυτή υπόκειται σε όρια.
Η ακροαματική διαδικασία για την επιβολή ποινής στον Μπάρμπερ έχει προγραμματιστεί για τις 23 Ιουλίου στο Δικαστικό Μέγαρο της Οττάβας. Αποκρινόμενος στη δήλωση Πουαλιέβρ στην πλατφόρμα X, ο Μπάρμπερ τον ευχαρίστησε, προσθέτοντας ότι οι κατηγορούμενοι «περίμεναν καιρό για να μιλήσουν δημόσια εκλεγμένοι αξιωματούχοι».
Του Matthew Horwood