Ανάλυση ειδήσεων
Στις 27 Ιουλίου, ο Σι Γιονγκσίν, ηγούμενος του ναού Σαολίν της Κίνας, της θρυλικής γενέτειρας του κουνγκ φου και του Βουδισμού Ζεν, αναφέρθηκε ότι τέθηκε πρόσφατα υπό έρευνα για φερόμενη υπεξαίρεση κεφαλαίων, σύμφωνα με τον επίσημο λογαριασμό κοινωνικής δικτύωσης του μοναστηριού.
Ο 60χρονος μοναχός αντιμετωπίζει επίσης κατηγορίες για παραβίαση των βουδιστικών αρχών, για «διατήρηση ακατάλληλων σχέσεων με πολλές γυναίκες για μεγάλο χρονικό διάστημα» και για πατρότητα τουλάχιστον ενός νόθου παιδιού, σύμφωνα με την ανακοίνωση.
Ωστόσο, σύμφωνα με Κινέζους αντιφρονούντες και γνώστες της υπόθεσης σε βάθος, η υπόθεση του Σι δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό. Αντίθετα, λένε ότι αποκαλύπτει μια παλιά πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ) να οικειοποιείται θρησκευτικά ιδρύματα για πολιτικό έλεγχο. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Σι δεν είναι τόσο ένας κακός μοναχός, αλλά μάλλον ένας εκπαιδευμένος πράκτορας του καθεστώτος.
«Μοναχός» με ανάθεση, όχι με πίστη
Σε συνέντευξή του στην Epoch Times, ο Κινέζος αντιφρονών και πρώην πρόεδρος της Ένωσης Κινέζων Συγγραφέων του Εξωτερικού, Τσάι Κεφένγκ, αφηγήθηκε ένα ελάχιστα γνωστό επεισόδιο από τη δεκαετία του 1970 που φωτίζει, όπως είπε, το σύστημα του ΚΚΚ να τοποθεετεί νεοσύλλεκτους σε θρησκευτικές ηγετικές θέσεις της Κίνας για να εξυπηρετεί πολιτικούς σκοπούς.
Το φθινόπωρο του 1973, ο Τσάι ανάρρωνε από ασθένεια στην Γκουανγκτζού, όταν μια αξιωματούχος του Κόμματος επισκέφθηκε απροσδόκητα το σπίτι του. Το μήνυμά της ήταν ότι το καθεστώς χρειαζόταν μορφωμένους νέους να παριστάνουν τους μοναχούς και τους ιερείς σε ναούς και εκκλησίες σε όλη την Κίνα, όχι για να επιδιώξουν πνευματική φώτιση αλλά για να εντυπωσιάζουν τους ξένους επισκέπτες.
«Δεν θα χρειαστεί να κάνετε χειρωνακτική εργασία», μετέφερε τα λόγια της ο Τσάι. «[Εσείς] απλώς θα καλωσορίζετε τους ξένους επισκέπτες».
Αποκάλυψε ότι το ΚΚΚ προετοιμαζόταν για μαζική άφιξη ξένων λόγω της επικείμενης επίσκεψης του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον στην Κίνα. Έτσι, το καθεστώς σχεδίαζε να τοποθετήσει «καλλιεργημένους και πολιτικά αξιόπιστους ανθρώπους σε θρησκευτικούς χώρους».
Λίγα χρόνια αφότου οι Ερυθροφρουροί του Μάο λεηλάτησαν τους ιστορικούς ναούς της Κίνας και εκδίωξαν τους μοναχούς κατά τη διάρκεια της βάναυσης Πολιτιστικής Επανάστασης, η προσφορά ήταν σουρεαλιστική και αποκαλυπτική.
Σύμφωνα με τον Τσάι, η προσφορά συνοδευόταν από έναν αξιοπρεπή μισθό, που ήταν σημαντικά υψηλότερος από αυτόν που κέρδιζαν οι περισσότεροι απόφοιτοι πανεπιστημίου εκείνη την εποχή. Ωστόσο, η φύση της εργασίας ήταν ενοχλητική. Θα έπρεπε να ξυρίζει το κεφάλι του, να φοράει το ράσο των μοναχών, να απαγγέλει τις γραφές και να τρώει χορτοφαγικά γεύματα. Όταν ο ναός ήταν κλειστός, θα μπορούσε να επιστρέφει στο σπίτι του, να τρώει κρέας, ακόμη και να παντρευτεί, αρκεί να το κρατούσε μυστικό.
Παραδοσιακά, οι Κινέζοι βουδιστές μοναχοί είναι άγαμοι και τηρούν μια αυστηρά χορτοφαγική διατροφή.
Θα είσαι ένας «επαναστάτης μοναχός», επέμεινε η αξιωματούχος τότε. «Θα εκτελείς μια πολιτική αποστολή».
Παρά την υπόσχεση για χρήματα και σταθερότητα, αυτός και η μητέρα του φοβόντουσαν μήπως χαρακτηριστούν ως δεισιδαίμονες ή πολιτικά αναξιόπιστοι σε περίπτωση που οι πολιτικοί άνεμοι της Κίνας άλλαζαν ξανά, όπως είχε συμβεί κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης.
Αργότερα, δραπέτευσε από την Κίνα μέσω μιας σειράς επικίνδυνων προσπαθειών λαθρεμπορίου, και τελικά εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη.
Ηγούμενοι που χορεύουν και παίζουν – πολιτικό – θέατρο
Η αφήγηση του Τσάι ευθυγραμμίζεται με αυτό που περιέγραψε ο ανεξάρτητος Κινέζος σχολιαστής Τζανγκ Σιουτζιέ, στις 28 Ιουλίου. Σαν παράδειγμα, ο Τζανγκ θυμήθηκε ένα περιστατικό της δεκαετίας του 1980, όταν ένας δημοσιογράφος επισκέφθηκε έναν εξέχοντα ναό, που λέγεται πως είναι πιο διάσημος ακόμα κι από τον ναό Σαολίν, για να πάρει συνέντευξη από τον ηγούμενο. Του είπαν ότι ο ηγούμενος δεν ήταν παρών. Αργότερα, τον βρήκαν να χορεύει σε ένα νυχτερινό κέντρο της πόλης.
Όταν ο δημοσιογράφος βρήκε τον ηγούμενο στο κλαμπ, ο άντρας ζήτησε συγγνώμη, έβγαλε την περούκα του, φόρεσε τα ράσα του μοναχού και έδωσε τη συνέντευξη με τη θρησκευτική του εξάρτυση.
Ο Τζανγκ κατέληξε στο συμπέρασμα: «Γι’ αυτό κάποιος σαν τον Σι Γιονγκσίν μπορεί να αναδυθεί από ένα μέρος υποτιθέμενης πνευματικής αγνότητας. Όταν η πολιτική εισβάλλει σε κάθε τομέα, ειδικά στη θρησκεία, τι άλλο να περιμένεις;»
Σι Γιονγκσίν: Ένα προσεκτικά κατασκευασμένο πιόνι;
Γεννημένος το 1965, ο Σι Γιονγκσίν εισήλθε στον ναό Σαολίν στα 16 του και γρήγορα ανέβηκε στην ιεραρχία. Στα 22 του, διορίστηκε διευθυντής της επιτροπής διαχείρισης του ναού και αργότερα έγινε το πρόσωπο της παγκόσμιας επέκτασης του Σαολίν. Είχε υπηρετήσει πολλές θητείες ως εκπρόσωπος στο Εθνικό Λαϊκό Κογκρέσο, το κοινοβούλιο χωρίς εξουσία του ΚΚΚ, και έχει καλλιεργήσει δεσμούς με τις πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ του καθεστώτος.
Για τον Τσάι, μια τόσο γρήγορη άνοδος δεν είναι τυχαία. Ο Σι ταιριάζει απόλυτα στο καλούπι του «πολιτικού μοναχού» που το καθεστώς άρχισε να φτιάχνει πριν από δεκαετίες: νέος, μορφωμένος, πιστός, και ικανός να γεφυρώσει θρησκευτικά, πολιτικά και εμπορικά συμφέροντα.
Ο Τσάι παρατήρησε: «Αν έγινε μοναχός μόνο αφού έκλεισε συμφωνία με τις Αρχές, τότε είναι σαφές ότι υπηρετούσε τη βούληση του Κόμματος».

Το αληθινό σκάνδαλο
Ο Τσάι υποστηρίζει ότι ακόμη και το τρέχον κύμα των ισχυρισμών κατά του Σι, συμπεριλαμβανομένης της αναφερόμενης κατάχρησης κεφαλαίων του ναού και της εμπλοκής με πολλές γυναίκες, δεν πρέπει να θεωρούνται ως καθαρά προσωπικές αποτυχίες.
Ο Τσάι εξήγησε ότι στα μάτια του ΚΚΚ, η προσωπική αρετή είναι ένα ασήμαντο ζήτημα. Το καθεστώς νοιάζεται μόνο για τον έλεγχο. Επομένως, το πραγματικό σκάνδαλο δεν είναι ότι είχε εξωσυζυγικές σχέσεις, αλλά ότι το σύστημα τον άφησε να συνεχίζει και τον προστάτευε για πολλά χρόνια, μέχρι που δεν εξυπηρετούσε πλέον τα συμφέροντα του καθεστώτος.
«Το [ευρύτερο] ζήτημα δεν είναι αν ο Σι Γιονγκσίν αξίζει να αποκαλείται μοναχός, αλλά ποιος του επέτρεψε να γίνει εξαρχής», είπε ο Τσάι.
Πολιτικοί μοναχοί, όχι πνευματικοί οδηγοί
Υπό το κομμουνιστικό καθεστώς, οι βουδιστές μοναχοί, οι ταοϊστές ιερείς και οι χριστιανοί κληρικοί στην Κίνα υπόκεινται όλοι στην έγκριση, την εκπαίδευση και την επιτήρηση του κομματικού κράτους. Οι αληθινά πιστοί αναγκάζονται να κινούνται υπό καθεστώς παρανομίας, όπως στο μαζικό παράνομο εκκλησιαστικό κίνημα της Κίνας.
Οι θρησκευτικοί ηγέτες συχνά κατέχουν διοικητικούς βαθμούς αντίστοιχους με τους κυβερνητικούς αξιωματούχους και πρέπει να περάσουν από ιδεολογικό έλεγχο. Πολλοί έχουν την ευθύνη να φιλοξενούν ξένες αντιπροσωπείες, να προωθούν την προπαγάνδα του Κόμματος και να αναφέρουν τους πιστούς της περιοχής τους.
«Η θέση του μοναχού αποτελεί από καιρό μια μορφή διοικητικού ρόλου», είπε ο Τσάι. «Δεν αφιερώνονται στην πνευματική καλλιέργεια, αλλά εργάζονται και εκτελούν τα καθήκοντα του ενιαίου μετώπου [του ΚΚΚ]. Είναι μοναχοί, ναι – αλλά και κυβερνητικοί αξιωματούχοι, διευθυντές επιχειρήσεων και, τελικά, εργαλεία του πολιτικού συστήματος».
Του Μάικλ Τζουάνγκ