Το φαινόμενο της δουλείας – δηλαδή της εμπορίας και εκμετάλλευσης ανθρώπων ως αντικείμενα προς όφελος άλλων – έχει ρίζες βαθιά στην ιστορία, αλλά δυστυχώς επιβιώνει μέχρι και σήμερα σε νέες μορφές. Παρά την τυπική κατάργηση της δουλείας τον 19ο και 20ό αιώνα, εκτιμάται ότι πάνω από 40 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σήμερα υπό καθεστώς σύγχρονης δουλείας, αριθμός τριπλάσιος από αυτόν των σκλάβων στο απόγειο του διατλαντικού δουλεμπορίου. Οι «αγορές σκλάβων» λοιπόν δεν αποτελούν μόνο εικόνες του παρελθόντος – έχουν μεταμορφωθεί σε δίκτυα εμπορίας ανθρώπων, εργασιακής και σεξουαλικής εκμετάλλευσης, ακόμη και παράνομης εμπορίας ανθρώπινων οργάνων στις μέρες μας.
Από τα αρχαία σκλαβοπάζαρα στην κατάργηση της δουλείας
Αρχαιότητα: Η δουλεία ήταν πανάρχαιος και διαπολιτισμικός θεσμός, νόμιμος σχεδόν σε κάθε αρχαία κοινωνία. Ο άνθρωπος μπορούσε να μετατραπεί σε ιδιοκτησία ενός κυρίου, χάνοντας την ανθρώπινη υπόστασή του. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι δούλοι αποτελούσαν το 20%-40% του πληθυσμού μιας κοινωνίας – ενδεικτικό της κλίμακας του φαινομένου. Χαρακτηριστικά, στην αρχαία Αθήνα και τη Ρώμη υπήρχαν οργανωμένα σκλαβοπάζαρα και η οικονομία βασιζόταν στην εργασία πλήθους δούλων. Ακόμη και στη Βίβλο καταγράφεται η μαζική υποδούλωση λαών (π.χ. η αιχμαλωσία των Εβραίων στην Αίγυπτο), ενώ ήδη από το 1780 π.Χ. ο Κώδικας του Χαμουραμπί περιείχε δεκάδες νόμους που ρύθμιζαν τη δουλεία – ένδειξη πόσο θεσμοθετημένη ήταν η ανθρώπινη εκμετάλλευση από τα βάθη της ιστορίας.
Μεσαίωνας: Το δουλεμπόριο συνεχίστηκε και σε μεταγενέστερες εποχές. Στο Βυζάντιο, στον αραβικό και τον οθωμανικό κόσμο, τα σκλαβοπάζαρα παρέμειναν ενεργά. Μάλιστα, η ίδια η λέξη «σκλάβος» (όπως και το αγγλικό slave) προέρχεται από το «Σλάβος» – καθώς πολλοί σλαβικοί λαοί αιχμαλωτίζονταν και πουλιούνταν ως δούλοι κατά τον Μεσαίωνα. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά από την Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία άλλαζαν χέρια ως εμπορεύματα. Σε ισλαμικές αγορές αναφέρονται οι Σακάλιμπα, οι Ευρωπαίοι σκλάβοι, ενώ στην Ευρώπη η φεουδαρχία διατήρησε μορφές δουλείας (π.χ. δουλοπάροικοι). Η σκλαβιά ήταν τόσο κοινή αντίληψη, που τo 1204 μ.Χ. – μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους – υπήρχαν σκλαβοπάζαρα όπου πουλιούνταν αιχμάλωτοι ως λάφυρα πολέμου.
Νεότεροι χρόνοι: Από τον 15ο έως τον 19ο αιώνα εξελίχθηκε η πιο εκτεταμένη και βάναυση μορφή δουλεμπορίου: το διατλαντικό εμπόριο σκλάβων. Ευρωπαϊκές αποικιακές δυνάμεις (με αφετηρία τους Πορτογάλους) δημιούργησαν εμπορικούς σταθμούς σκλάβων στη δυτική Αφρική, απ’ όπου εκατομμύρια Αφρικανοί απάγονταν και μεταφέρονταν με πλοία στην Αμερική . Υπολογίζεται ότι πάνω από 20.000.000 Αφρικανοί πουλήθηκαν ως σκλάβοι στις αποικίες της Βόρειας και Νότιας Αμερικής εκείνη την περίοδο. Το ταξίδι με τα δουλεμπορικά πλοία ήταν φρικτό – περίπου το 20% των σκλάβων πέθαινε καθ’ οδόν από κακουχίες. Όσοι επιζούσαν κατέληγαν σε φυτείες και εργοστάσια, τροφοδοτώντας την οικονομική άνοδο της Ευρώπης και της Αμερικής με το αίμα και τον ιδρώτα τους. Με τον καιρό, σημειώθηκαν αντιδράσεις: εξεγέρσεις σκλάβων (π.χ. στην Αϊτή το 1791, στο Μπαρμπάντος το 1816) και άνοδος των κινημάτων κατάργησης της δουλείας. Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, η Βρετανία και άλλες χώρες άρχισαν να απαγορεύουν το δουλεμπόριο, και σταδιακά τον 19ο αιώνα η δουλεία καταργήθηκε νομικά στις περισσότερες περιοχές (στις ΗΠΑ το 1865, στη Βραζιλία το 1888, κλπ). Η επίσημη κατάργηση σήμανε το τέλος των φανερών αγορών σκλάβων. Ωστόσο, δεν έσβησε εντελώς την ανθρώπινη εκμετάλλευση – απλώς την έσπρωξε στο σκοτάδι.
Σύγχρονη δουλεία και εμπορία ανθρώπων

Παρά τη νομική απαγόρευση, η δουλεία εξακολουθεί να υπάρχει σήμερα σε διάφορες μορφές. Στην εποχή μας δεν βλέπουμε δημόσια σκλαβοπάζαρα, όμως τα δίκτυα εμπορίας ανθρώπων (human trafficking) λειτουργούν υπόγεια σε παγκόσμια κλίμακα. Θύματα είναι συνήθως οι πιο ευάλωτοι: γυναίκες και κορίτσια που εξαναγκάζονται στην πορνεία, παιδιά που ωθούνται σε επαιτεία, εγκληματικές δραστηριότητες ή παιδική εργασία, ακόμη και άνδρες που υποχρεώνονται σε καταναγκαστική εργασία ή στρατολόγηση (π.χ. αιχμάλωτοι πολέμου σε ορισμένες εμπόλεμες περιοχές). Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ και της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, περίπου 40,3 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε καθεστώς σύγχρονης σκλαβιάς διεθνώς – αριθμός σοκαριστικός, αν σκεφτούμε πόσο υπερβαίνει το σύνολο των Αφρικανών που υποδουλώθηκαν κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας. Περισσότεροι από τους μισούς σύγχρονους σκλάβους (σχεδόν 25 εκατομμύρια) βρίσκονται σε καταναγκαστική εργασία, δουλεύοντας υπό απειλή ή εξαναγκασμό, ενώ εκατομμύρια άλλοι είναι παγιδευμένοι σε σεξουαλική εκμετάλλευση ή σε καταναγκαστικούς γάμους και οικιακή δουλεία.
Η εμπορία ανθρώπων συχνά περιγράφεται ως η σύγχρονη μορφή δουλεμπορίου. Πρόκειται για διεθνώς οργανωμένα εγκληματικά κυκλώματα που στρατολογούν, μεταφέρουν και πωλούν ανθρώπους για κέρδος – είτε για εργασία είτε για σεξ είτε για άλλους σκοπούς. Οι άνθρωποι αυτοί μπορεί να έχουν απαχθεί ή να έχουν παρασυρθεί με ψεύτικες υποσχέσεις εργασίας και καλύτερης ζωής. Η βασική συνθήκη που τους καθιστά ευάλωτους είναι συνήθως η φτώχεια και η περιθωριοποίηση. Σε αντίθεση με την παλιά δουλεία, σήμερα η εκμετάλλευση γίνεται στη σκιά: τα θύματα συχνά φοβούνται να μιλήσουν, δεν έχουν χαρτιά ή δικαιώματα, και οι δουλέμποροι του 21ου αιώνα εκμεταλλεύονται αυτή τη θέση αδυναμίας με τη βία, την εξαπάτηση και τον εκφοβισμό.
Εμπόριο οργάνων: το νέο πρόσωπο του δουλεμπορίου
Μία από τις πιο ανατριχιαστικές σύγχρονες μορφές εκμετάλλευσης είναι η εμπορία ανθρωπίνων οργάνων. Με την πρόοδο της μεταμοσχευτικής ιατρικής τον 20ό αιώνα, έγινε εφικτή η μεταμόσχευση ζωτικών οργάνων από άνθρωπο σε άνθρωπο – μια θεραπεία που σώζει ζωές. Όμως η ζήτηση για μοσχεύματα γρήγορα ξεπέρασε κατά πολύ την προσφορά διαθέσιμων οργάνων από εθελοντές δωρητές. Σήμερα, οι νόμιμες μεταμοσχεύσεις καλύπτουν μόλις το 10% των παγκόσμιων αναγκών των ασθενών που περιμένουν για μόσχευμα . Αυτό σημαίνει ότι χιλιάδες ασθενείς πεθαίνουν κάθε χρόνο αναμένοντας ένα όργανο που δεν βρίσκεται. Αυτό το συντριπτικό έλλειμμα δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για ένα διεθνές εγκληματικό εμπόριο: ανθρώπινα όργανα μπορούν πλέον να αγοραστούν, με το κατάλληλο τίμημα, στη μαύρη αγορά.
Το παράνομο εμπόριο οργάνων είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο – μια βρώμικη επιχειρηματική αλυσίδα που ενώνει πλούσιους ασθενείς με φτωχούς ή ευάλωτους «δωρητές». Παρόλο που σχεδόν όλες οι χώρες το απαγορεύουν ρητά, εκτιμάται ότι τα λαθραία μοσχεύματα αποτελούν έως και το 10% του συνόλου των μεταμοσχεύσεων παγκοσμίως . Τα κέρδη αυτού του αιματηρού εμπορίου είναι τεράστια – υπολογίζονται χονδρικά από 840 εκατομμύρια έως 1,7 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως . Για τους «αγοραστές» (συνήθως πλούσιους ασθενείς από ανεπτυγμένες χώρες), ένα νεφρό στη μαύρη αγορά μπορεί να κοστίσει από 50.000 μέχρι 120.000 δολάρια . Τα χρήματα αυτά διακινούνται μέσω ενός διεθνούς δικτύου μεσαζόντων – «μεσίτες» που εντοπίζουν πρόθυμους ή εξαπατημένους δότες, γιατρούς και ιδιωτικές κλινικές που πραγματοποιούν τις μεταμοσχεύσεις, συχνά σε χώρες με χαλαρούς ελέγχους. Ελάχιστα από αυτά τα χρήματα φτάνουν στον ίδιο τον «δότη» – το θύμα. Οι λεγόμενοι δότες προέρχονται σχεδόν πάντα από φτωχές και ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες αναπτυσσόμενων χωρών, και πολλές φορές έχουν παραπλανηθεί, εξαναγκαστεί ή πιεστεί να πουλήσουν τα όργανά τους .
Για παράδειγμα, έρευνες στο Μπαγκλαντές αποκάλυψαν ένα ανθηρό παράνομο δίκτυο εμπορίας νεφρών: πλούσιοι ασθενείς από το εξωτερικό έρχονταν σε επαφή με φτωχούς Μπαγκλαντεσιανούς μέσω μεσαζόντων. Οι απελπισμένοι αυτοί άνθρωποι – συχνά χρεωμένοι, άνεργοι ή πρόθυμοι να μεταναστεύσουν για μια καλύτερη ζωή – δέχονταν να πουλήσουν το ένα νεφρό τους πιστεύοντας σε ψεύτικες υποσχέσεις αμοιβής και βοήθειας. Όπως περιγράφει ανθρωπολογική μελέτη, οι μεσάζοντες παρουσίαζαν την πράξη αυτή ως «δωρεά» και ‘τάιζαν’ τα θύματα με έναν ολόκληρο «πακέτο εξαπάτησης»: ισχυρίζονταν ότι ο άνθρωπος έχει ένα «κοιμισμένο νεφρό» που περισσεύει, υπόσχονταν μεγάλα χρηματικά ποσά, ακόμη και ταξίδια ή βίζα για το εξωτερικό – πράγματα εντελώς ψευδή . Πολλοί από τους φτωχούς δότες δεν γνώριζαν καν τι είναι ακριβώς το νεφρό ή τι κινδύνους συνεπάγεται η αφαίρεσή του, πριν βρεθούν στο χειρουργείο. Μετά την εγχείρηση, αντί για την υποσχόμενη ανταμοιβή, αρκετοί έπεφταν θύματα νέας εκμετάλλευσης: κάποιοι «δωρητές» πληρώνονταν ένα μικρό μόνο μέρος των συμφωνημένων χρημάτων και στη συνέχεια εκδιώκονταν βίαια, ενώ υπήρξαν και περιπτώσεις όπου οι λήπτες και οι μπράβοι τους, χτύπησαν τους φτωχούς δότες όταν ζήτησαν τα «δεδουλευμένα». Άλλοι, όταν μετάνιωσαν και θέλησαν να αποσυρθούν, αναγκάστηκαν υπό την απειλή όπλων να προχωρήσουν στη «δωρεά». Τα σωματικά και ψυχολογικά προβλήματα που ακολούθησαν αυτού του είδους τις «δωρεές» οργάνων ήταν μεγάλα: χρόνια προβλήματα υγείας, αδυναμία για εργασία, κοινωνικός στιγματισμός και βαθιά κατάθλιψη – μια τραγική ειρωνεία, καθώς πούλησαν το όργανό τους ελπίζοντας να ξεφύγουν από τη φτώχεια, και βρέθηκαν τελικά σε χειρότερη εξαθλίωση.
Το παράδειγμα αυτό υπογραμμίζει πως η ματαιοδοξία και η απόγνωση συναντώνται στην αγορά των οργάνων: από τη μία, εύποροι ασθενείς που επιζητούν απελπισμένα να παρατείνουν τη ζωή τους, και από την άλλη άποροι άνθρωποι που νιώθουν ότι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να πουλήσουν ένα κομμάτι από το σώμα τους. Πρόκειται στην ουσία για μια σύγχρονη εκδοχή δουλεμπορίου, όπου το «εμπόρευμα» δεν είναι πια ολόκληρος ο άνθρωπος, αλλά τα εσωτερικά του όργανα. Και όμως, πίσω από αυτή την αγοραπωλησία οργάνων, κρύβεται συχνά κάτι ακόμη χειρότερο από την οικονομική εκμετάλλευση ενός απελπισμένου πωλητή: σε ορισμένες περιπτώσεις, τα όργανα δεν πωλούνται εκούσια – αλλά αρπάζονται με τη βία. Σε αυτά τα σκοτεινά περιστατικά, δεν μιλάμε πια για συναλλαγή, αλλά για δολοφονία με σκοπό την αφαίρεση οργάνων.
Η περίπτωση της Κίνας: Εξαναγκαστικές αφαιρέσεις οργάνων

Ένα από τα πιο διαβόητα παραδείγματα οργανωμένης σύγχρονης δουλείας είναι οι καταγγελίες για εξαναγκαστική αφαίρεση οργάνων κρατουμένων στην Κίνα. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας έχει αναπτύξει τις τελευταίες δεκαετίες έναν από τους μεγαλύτερους τομείς μεταμοσχεύσεων οργάνων στον κόσμο – όμως πλήθος στοιχείων υποδεικνύουν ότι αυτός ο τομέας τροφοδοτείται από την κρατική εκμετάλλευση φυλακισμένων. Ήδη από τη δεκαετία του 1990, είχε γίνει γνωστό ότι στην Κίνα αφαιρούνταν όργανα από εκτελεσμένους θανατοποινίτες για μεταμόσχευση, με την ανοχή (ή και σύμπραξη) των αρχών. Η πρακτική αυτή – που θεωρήθηκε καταχρηστική αλλά όχι εντελώς μυστική – υποτίθεται ότι θα περιοριζόταν. Όμως, γύρω στο 2000, συνέβη κάτι που εκτόξευσε το φαινόμενο: το Πεκίνο εξαπέλυσε μια ευρείας κλίμακας εκστρατεία καταστολής εναντίον του πνευματικού κινήματος διαλογισμού Φάλουν Γκονγκ. Εκατοντάδες χιλιάδες ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ συλλαμβάνονταν και φυλακίζονταν σε όλη τη χώρα, πολλοί χωρίς δίκη, απλώς λόγω των πεποιθήσεών τους. Από εκείνο το σημείο και μετά το μεταμοσχευτικό πρόγραμμα της Κίνας γνώρισε ανεξήγητη άνθηση.
Διεθνείς εμπειρογνώμονες άρχισαν να παρατηρούν ανησυχητικά στοιχεία: τα κινεζικά νοσοκομεία διαφήμιζαν εξαιρετικά σύντομους χρόνους αναμονής για όργανα προς μεταμόσχευση – μερικές φορές μόλις λίγων ημερών ή εβδομάδων, για όργανα όπως καρδιά και ήπαρ, όταν σε άλλες χώρες οι ασθενείς περιμένουν χρόνια . Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι στην Κίνα τα όργανα ήταν διαθέσιμα κατά παραγγελία. Όπως επεσήμανε χαρακτηριστικά ο Αμερικανός βουλευτής Κρις Σμιθ, «μπορείς να αποκτήσεις όργανο σε μια βδομάδα, γιατί ‘απλώς’ σκοτώνουν κάποιον που ταιριάζει στα χαρακτηριστικά σου, ώστε να μη συμβεί απόρριψη». Οι σοκαριστικές αυτές καταγγελίες υποδηλώνουν ότι στην Κίνα υπάρχει μια κρυφή «δεξαμενή» ζωντανών δοτών, οι οποίοι θανατώνονται τη στιγμή που χρειάζεται να εξαχθούν τα όργανά τους για κάποιον ασθενή.
Ποιοι είναι όμως αυτοί οι «δότες»-φαντάσματα; Πληθαίνουν οι αποδείξεις ότι πρόκειται κυρίως για κρατούμενους συνείδησης – ανθρώπους φυλακισμένους λόγω των πεποιθήσεων, της θρησκείας ή της εθνικότητάς τους. Στην κορυφή της λίστας βρίσκονται οι ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ, πολλοί από τους οποίους εξαφανίστηκαν σε στρατόπεδα εργασίας και δεν βρέθηκαν ποτέ. Καταγγελίες όμως αφορούν και Ουιγούρους μουσουλμάνους στην επαρχία Σιντζιάνγκ (όπου επίσης κρατούνται μαζικά σε στρατόπεδα «επανεκπαίδευσης»), Θιβετιανούς βουδιστές, ακόμη και χριστιανούς και άλλες μειονότητες . Έχουν περάσει χρόνια από τότε που ερευνητές και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων – μεταξύ των οποίων ένα Ανεξάρτητο Λαϊκό Δικαστήριο γνωστό ως China Tribunal στο Λονδίνο – εξέτασαν τα στοιχεία και κατηγόρησαν επίσημα το κινεζικό καθεστώς ότι διεξάγει αυτό το μακάβριο εμπόριο οργάνων κρατουμένων συνείδησης, αφαιρώντας τα χωρίς συναίνεση και θανατώνοντας τους «δότες» στη διαδικασία . Το ανεξάρτητο China Tribunal, μάλιστα, στο τελικό πόρισμά του το 2019 δήλωσε ομόφωνα ότι είναι «σίγουρο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας» πως στην Κίνα πραγματοποιείται επί μακρόν αναγκαστική αφαίρεση οργάνων από κρατουμένους συνείδησης, σε πολύ μεγάλο αριθμό θυμάτων . Τα στοιχεία που εξέτασε το δικαστήριο περιελάμβαναν μαρτυρίες από πρώτο χέρι από πρώην κρατουμένους και ιατρικό προσωπικό: πολλοί κρατούμενοι υποβάλλονταν σε ύποπτες ιατρικές εξετάσεις (αιματολογικές, υπέρηχοι, ακτινογραφίες) μέσα στη φυλακή – εξετάσεις που στόχευαν προφανώς στον έλεγχο της υγείας των οργάνων τους . Συχνά, όταν δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν ποινή θανάτου επίσημα, οι κρατούμενοι «εξαφανίζονταν» και λίγο αργότερα τα σώματά τους παραδίδονταν στις οικογένειες με εμφανή σημάδια χειρουργικών επεμβάσεων.
Οι προσωπικές μαρτυρίες είναι συγκλονιστικές. Η Χαν Γιου, κόρη ενός ασκούμενου του Φάλουν Γκονγκ, αφηγείται πως ο πατέρας της συνελήφθη υγιέστατος και πέθανε μυστηριωδώς μέσα σε δύο μήνες στη φυλακή. Όταν επετράπη στην οικογένεια να δει το άψυχο σώμα του, παρατήρησαν μια μεγάλη τομή που ξεκινούσε από τον λαιμό και κατέβαινε ως την κοιλιά, πρόχειρα ραμμένη, και ύποπτες μελανιές στο πρόσωπο . Η Χαν προσπάθησε να ανοίξει τα ρούχα του πατέρα της για να ελέγξει την τομή, αλλά οι φρουροί την πέταξαν έξω με τη βία. Μέσα σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα, οι συγγενείς πρόλαβαν να δουν ότι η κοιλιά του ήταν γεμάτη πάγο – τα όργανα έλειπαν . Αργότερα, ένας αξιωματούχος τούς είπε κυνικά ότι «τα όργανα του πατέρα σας χρησιμοποιήθηκαν ως ιατρικά δείγματα» και η οικογένεια κατάλαβε πως ουσιαστικά ο άνθρωπός τους δολοφονήθηκε για τα όργανά του. Παρόμοια περιστατικά έχουν καταγγελθεί από πολλές πλευρές: ξαφνικοί θάνατοι κρατουμένων χωρίς σαφή αιτία, σώματα με ραφές και χειρουργικά ίχνη, βεβιασμένες αποτεφρώσεις σορών από τις Αρχές και απόλυτη σιωπή όταν οι συγγενείς ζητούν εξηγήσεις .
Ένα πρόσφατο περιστατικό ανέδειξε ωμά τη σύνδεση μεταξύ εξουσίας, ματαιοδοξίας και του εμπορίου οργάνων. Στις 3 Σεπτεμβρίου 2025, στη διάρκεια στρατιωτικής παρέλασης στο Πεκίνο, ανοιχτό μικρόφωνο μετέδωσε μια συζήτηση μεταξύ του Κινέζου ηγέτη Σι Τζινπίνγκ και του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν. Ο Σι σχολίαζε ότι σήμερα οι άνθρωποι ζουν περισσότερο – «παλιά οι άνθρωποι σπάνια έφταναν τα 70· σήμερα στα 70 είσαι ακόμη παιδί», είπε – όταν ο Πούτιν, μέσω διερμηνέα, πρόσθεσε: «Με την πρόοδο της βιοτεχνολογίας, τα ανθρώπινα όργανα μπορούν να αντικαθίστανται συνεχώς, επιτρέποντάς μας να γινόμαστε όλο και νεότεροι. Ίσως φτάσουμε και στην αθανασία… Υπολογίζεται ότι αυτόν τον αιώνα ο άνθρωπος θα μπορεί να ζήσει έως τα 150» . Λίγο μετά χάθηκε το ηχητικό, αλλά τα λόγια καταγράφηκαν. Η συνομιλία αυτή –μεταξύ δύο εκ των ισχυρότερων ηγετών του κόσμου – αποτυπώνει κυνικά μια αντίληψη: ότι η συνεχής αντικατάσταση ανθρωπίνων οργάνων θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να επιμηκύνει δραματικά τη ζωή, ίσως και να προσφέρει κάτι σαν «αθανασία» στους ισχυρούς. Για ανθρώπους όπως η Χαν Γιου, που έχασε τον πατέρα της υπό αυτές τις συνθήκες, το να ακούει τον ανώτατο ηγέτη της Κίνας να μιλά για «αέναη αντικατάσταση οργάνων» είναι ανατριχιαστικό: «Από τα λεγόμενά του φαίνεται να υπονοεί ότι υπάρχει άφθονη προσφορά οργάνων σε αναμονή. Αναρωτιέμαι: πόσοι ακόμα άνθρωποι σαν τον πατέρα μου θα χάσουν τη ζωή τους;» είπε στην Epoch Times.

Η διεθνής κατακραυγή για αυτές τις πρακτικές αυξάνεται. Το 2021, ομάδα ειδικών του ΟΗΕ εξέφρασε «εξαιρετική ανησυχία» για τις αξιόπιστες πληροφορίες περί στοχευμένης αφαίρεσης οργάνων από μέλη θρησκευτικών, εθνοτικών και άλλων μειονοτήτων στην Κίνα. Η Κίνα επισήμως αρνείται τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι από το 2015 έχει σταματήσει να χρησιμοποιεί όργανα εκτελεσθέντων και βασίζεται μόνο σε εθελοντικές δωρεές. Ωστόσο, δεν έχει δώσει επαρκείς εξηγήσεις για τους ασυνήθιστα σύντομους χρόνους αναμονής ούτε για την τεράστια αύξηση μεταμοσχεύσεων που καταγράφεται στις στατιστικές της. Ανεξάρτητοι ερευνητές σημειώνουν ότι τα επίσημα στοιχεία δωρητών δεν επαρκούν για να δικαιολογήσουν τον αριθμό των μεταμοσχεύσεων – το κενό εξακολουθεί να καλύπτεται από πηγές που η κυβέρνηση δεν εξηγεί. Το Ανεξάρτητο Δικαστήριο για την Κίνα χαρακτήρισε την αναγκαστική αφαίρεση οργάνων ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, καλώντας τη διεθνή κοινότητα να αναγνωρίσει πως όποιος συνεργάζεται ουσιαστικά με τη σημερινή ΛΔ Κίνας «συνεργάζεται με ένα εγκληματικό κράτος», όπως αναφέρει στο πόρισμά του.
Φτώχεια: αιτία ή εργαλείο της σύγχρονης σκλαβιάς;
Ένας από τους κύριους παράγοντες που οδηγούν ανθρώπους στα δίχτυα του trafficking (είτε για εργασία, σεξ ή όργανα) είναι αναμφίβολα η φτώχεια. Η ανέχεια, η έλλειψη ευκαιριών και η απόγνωση ωθούν τα θύματα να ρισκάρουν – να εμπιστευτούν ύποπτες υποσχέσεις δουλειάς στο εξωτερικό, να αποδεχτούν επικίνδυνες «ευκαιρίες» ή ακόμα και να πουλήσουν κάποιο όργανό τους. Όπως φάνηκε και στο παράδειγμα του Μπαγκλαντές, για τους φτωχούς ανθρώπους το δέλεαρ του χρήματος μπορεί να τους κάνει να παραβλέψουν τους κινδύνους: «Για τους 33 ανθρώπους που πουλήσανε το νεφρό τους, η απάντηση ήταν απλή: η φτώχεια» σημειώνει ερευνητής.

Το ερώτημα που τίθεται είναι: θα μπορούσε η φτώχεια αυτή καθαυτή να «χειραγωγηθεί» τεχνητά έτσι ώστε να εξυπηρετήσει τα σύγχρονα σκλαβοπάζαρα; Με άλλα λόγια, υπάρχουν περιπτώσεις όπου κάποιοι επιτείνουν ή εκμεταλλεύονται σκόπιμα τη φτώχεια πληθυσμών, προκειμένου να έχουν ένα ανεξάντλητο απόθεμα φθηνών «ανθρώπινων πόρων» προς εκμετάλλευση; Η ιδέα αυτή αγγίζει τα όρια της συνωμοσίας, όμως ιστορικά παρατηρούμε ότι η σχέση οικονομικών συνθηκών και δουλείας είναι αμφίδρομη. Για παράδειγμα, τον Μεσαίωνα και τη νεότερη εποχή, οι τιμές και η διαθεσιμότητα των δούλων επηρεάζονταν από την ευρύτερη οικονομία: όταν ανέβαινε το βιοτικό επίπεδο των ελεύθερων εργατών (και άρα οι μισθοί), οι δουλοκτήτες αντιδρούσαν ακόμα και εξαπολύοντας πολέμους για να αιχμαλωτίσουν φθηνούς δούλους και να ρίξουν το κόστος εργασίας. Αντίθετα, όταν σε κάποια περιοχή επικρατούσε εξαθλίωση και οι μισθοί ήταν ήδη πάρα πολύ χαμηλοί, οι μεγαλογαιοκτήμονες έβρισκαν ασύμφορη τη συντήρηση σκλάβων – προτιμούσαν τους εξαθλιωμένους ελεύθερους εργάτες που δούλευαν για ψίχουλα, χωρίς να χρειάζεται να τους αγοράσουν ή να τους ταΐζουν. Με άλλα λόγια, η ακραία φτώχεια από μόνη της μπορεί να καταστήσει περιττή τη «φόρμουλα» της δουλείας, επειδή δημιουργεί έναν πληθυσμό που δουλεύει αναγκαστικά για ελάχιστα, έτσι κι αλλιώς.
Στον σύγχρονο κόσμο, βλέπουμε παρόμοιες δυναμικές. Τα κυκλώματα trafficking ανθίζουν ιδιαίτερα σε περιοχές με οικονομική ανέχεια, πολιτική αστάθεια και διαφθορά – εκεί όπου οι άνθρωποι είναι απελπισμένοι και απροστάτευτοι. Δεν υπάρχουν εύκολες αποδείξεις ότι κάποια κυβέρνηση ή οργάνωση προκαλεί επίτηδες τη φτώχεια αποκλειστικά για να παράξει σκλάβους ή «δότες» οργάνων. Ωστόσο, είναι αληθές ότι πολλοί ισχυροί παράγοντες επωφελούνται από τις υπάρχουσες ανισότητες και τη δυστυχία. Σε χώρες όπου το οργανωμένο έγκλημα συνεργάζεται με διεφθαρμένους αξιωματούχους, ουσιαστικά διαιωνίζεται μια κατάσταση ατιμωρησίας: οι έμποροι ανθρώπων μπορούν να δρουν ανεμπόδιστα, οπότε δεν υπάρχει πίεση για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που θα βγάλουν τον πληθυσμό από τη φτώχεια. Για τα κυκλώματα αυτά, μια δεξαμενή ανέργων, αγράμματων ή απελπισμένων ανθρώπων είναι πολύτιμη – είναι η πρώτη ύλη του «εμπορεύματος» τους. Έτσι, έμμεσα, η φτώχεια λειτουργεί σαν εργαλείο των σύγχρονων δουλεμπόρων. Την εκμεταλλεύονται και τη χειραγωγούν: φορτώνουν τα θύματα με χρέη (π.χ. μέσω δανείων-παγίδων), τα απομονώνουν από οποιαδήποτε βοήθεια και τα κρατούν σε συνθήκες τρόμου και επισφάλειας, ώστε να μην μπορούν να αποδράσουν από τον κύκλο εκμετάλλευσης.
Στην περίπτωση της εμπορίας οργάνων, όπως περιγράφει η εμπειρογνώμονας Μόνιρ Μονιρουζαμάν για την αγορά νεφρών στο Μπαγκλαντές, «όλη η διαδικασία στρατολόγησης είναι ένα πακέτο εξαπάτησης που χειραγωγεί τους φτωχούς ανθρώπους». Οι διακινητές υπόσχονται στους εξαθλιωμένους «δότες» χρήματα, ιατρική φροντίδα ακόμη και ταξίδια, εκμεταλλευόμενοι τα όνειρα που γεννά η φτώχεια. Τελικά, αφού πάρουν αυτό που θέλουν (το όργανο), τους εγκαταλείπουν και προχωρούν στους επόμενους. Από την άλλη πλευρά, οι παραλήπτες των παράνομων μοσχευμάτων συχνά εθελοτυφλούν ως προς την ηθική διάσταση. Κάποιοι αρνούνται να σκεφτούν ότι συμμετέχουν σε έγκλημα∙ βλέπουν απλώς μια «υπηρεσία υγείας» την οποία πληρώνουν. Σε μια περίπτωση, ένας εύπορος ασθενής διοργάνωσε ακόμη και φιλανθρωπική εκδήλωση για να συγκεντρώσει χρήματα και ταξίδεψε στο Πακιστάν να αγοράσει νεφρό, αντί να δεχτεί μεταμόσχευση από συγγενή – δικαιολογώντας το ότι «δεν ήθελε να διακινδυνεύσει την υγεία της οικογένειάς του». Τέτοιες λογικές καταδεικνύουν μια ωμή ματαιοδοξία: την πίστη πως η ζωή των πλουσίων (ή των ‘σημαντικών’) αξίζει τόσο, που μπορεί να παραταθεί επ’ αόριστον ακόμη και εις βάρος της ζωής ενός φτωχού αγνώστου. Όπως περιέγραψε χαρακτηριστικά ένας αναλυτής, οι σύγχρονοι αυτοί ‘αγοραστές’ αντιμετωπίζουν το ανθρώπινο όργανο σαν εμπόρευμα παρόμοιο με έναν φορητό υπολογιστή – η τιμή ενός νεφρού στη μαύρη αγορά (περί τα 1.500 δολάρια στο Μπαγκλαντές) δεν τους κοστίζει περισσότερο από ένα λάπτοπ, συνεπώς θεωρούν εύλογο να το αγοράσουν.

Από τα σκλαβοπάζαρα της αρχαιότητας μέχρι τις σημερινές μυστικές κλινικές παράνομων μεταμοσχεύσεων, η ιστορία της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο φαίνεται να διατρέχει τους αιώνες με διαφορετικά προσωπεία αλλά την ίδια ουσία. Η ανθρώπινη ζωή, όταν υποτιμάται σε αντικείμενο προς πώληση, ανοίγει την πόρτα στη βαρβαρότητα. Οι μορφές μπορεί να αλλάζουν – από τους αλυσοδεμένους δούλους στις φυτείες, στις γυναίκες-«σκλάβες του σεξ» στους οίκους ανοχής και στους ανώνυμους κρατουμένους που «θερίζονται» για τα όργανά τους – αλλά ο πυρήνας είναι κοινός: η απληστία και η αδιαφορία για την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Στην περίπτωση της Κίνας, βλέπουμε πώς ένας σύγχρονος ολοκληρωτικός μηχανισμός μπορεί να επαναφέρει τη λογική των σκλαβοπάζαρων υπό το πέπλο της ιατρικής προόδου. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα κρατικά ενορχηστρωμένο δουλεμπόριο, όπου τα θύματα όχι μόνο υποδουλώνονται, αλλά θανατώνονται για να αποσπαστεί από μέσα τους ό,τι θεωρείται πολύτιμο εμπόρευμα – ένα υγιές ζωτικό όργανο. Αυτή η ζοφερή πραγματικότητα εξυπηρετεί τη ματαιοδοξία εκείνων που πιστεύουν ότι μπορούν να νικήσουν το θάνατο εις βάρος άλλων. Όπως έχουν επισημάνει διεθνείς παρατηρητές, η ωμή, βιομηχανική αντιμετώπιση του ανθρώπινου σώματος σαν απλό απόθεμα ανταλλακτικών θυμίζει τις χειρότερες φρικαλεότητες του 20ού αιώνα.
Και όμως, υπάρχει και η άλλη πλευρά: η παγκόσμια ευαισθητοποίηση και αντίδραση. Η εποχή που ζούμε – όσο σκοτεινή κι αν μοιάζει ενίοτε – είναι επίσης μια εποχή όπου η πληροφορία και η φωνή των θυμάτων μπορούν να ταξιδέψουν μακριά. Δημοσιογραφικές έρευνες, εκθέσεις οργανισμών και το θάρρος των επιζησάντων έχουν αρχίσει να φέρνουν στο φως αυτές τις αθέατες αλυσίδες σκλαβιάς. Η διεθνής κοινότητα (ΟΗΕ, κοινοβούλια, ακτιβιστές) ασκεί πίεση: ζητά διαφάνεια, λογοδοσία και αυστηρές κυρώσεις για όσους διαπράττουν τέτοια εγκλήματα. Η μάχη μόνο εύκολη δεν είναι, καθώς τα οικονομικά συμφέροντα είναι τεράστια και οι εγκληματικές δομές περίπλοκες. Ωστόσο, το πρώτο βήμα για την καταπολέμηση αυτής της νέας μορφής δουλεμπορίου είναι ακριβώς αυτό: να αναγνωρίσουμε ότι συμβαίνει και να μην κοιτάζουμε αλλού.
Σε τελική ανάλυση, όσο υπάρχει ακραία φτώχεια και διαφθορά στον κόσμο, οι επίδοξοι δουλέμποροι θα βρίσκουν τρόπους να εκμεταλλεύονται τους αδύναμους. Η πρόκληση για τις σύγχρονες κοινωνίες είναι διττή: αφ’ ενός, να εξαρθρώσουν τα εγκληματικά δίκτυα εμπορίας ανθρώπων – είτε πρόκειται για σεξουαλική εκμετάλλευση, είτε για εργασιακή δουλεία είτε για εμπόριο οργάνων – και αφ’ ετέρου να θεραπεύσουν τη ρίζα του προβλήματος, δηλαδή τη φτώχεια και την έλλειψη εκπαίδευσης που αφήνουν εκατομμύρια ανθρώπους ευάλωτους σε τέτοιες θηριωδίες. Μόνο έτσι θα κλείσει επιτέλους το μαύρο κεφάλαιο των σκλαβοπάζαρων, τόσο του τότε όσο και του σήμερα – μετατρέποντας το εμπόριο ανθρώπων από ζωντανή πραγματικότητα σε μια πραγματικά απαγορευμένη ανάμνηση της ιστορίας.