Η Συμβουλευτική Επιτροπή για τις Πρακτικές Εμβολιασμού (Advisory Committee on Immunization Practices – ACIP) εισηγήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου ότι τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (Centers for Disease Control and Prevention – CDC) θα πρέπει να πάψουν να συνιστούν σε μικρά παιδιά το συνδυαστικό εμβόλιο ιλαράς, παρωτίτιδας, ερυθράς και ανεμοβλογιάς (MMRV).
Η επιτροπή υπογράμμισε πως η σύσταση του CDC πρέπει να αφορά αποκλειστικά το εμβόλιο ιλαράς, παρωτίτιδας και ερυθράς (MMR) και όχι το MMRV, το οποίο προσφέρει επιπλέον προστασία έναντι της ανεμοβλογιάς, για παιδιά κάτω των τεσσάρων ετών. Η απόφαση ελήφθη με ψήφους 8 υπέρ και 3 κατά, ενώ ο Δρ Ρόμπερτ Μαλόουν απείχε, επειδή στο παρελθόν είχε εργαστεί ως έμμισθος εμπειρογνώμονας σε αγωγές κατά της Merck, της φαρμακοβιομηχανίας που παράγει τα εμβόλια MMR και MMRV.
Εφόσον ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας και υπηρεσιακός διευθυντής του CDC, Τζιμ Ο’Νηλ, υιοθετήσει τη σύσταση, θα υπάρξει αλλαγή στο επίσημο πρόγραμμα εμβολιασμών. Επί του παρόντος, το CDC συνιστά είτε το MMRV είτε τον συνδυασμό MMR και ξεχωριστού εμβολίου ανεμοβλογιάς για την πρώτη δόση κατά της ιλαράς. Ωστόσο, θεωρεί προτιμότερο το MMR για παιδιά ηλικίας 12 έως 47 μηνών, καθώς το MMRV «συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο πυρετού και επιληπτικών κρίσεων λόγω πυρετού».
Σύμφωνα με τα στοιχεία, περίπου 85% των παιδιών λαμβάνουν τα εμβόλια MMR και ανεμοβλογιάς, ενώ το 15% επιλέγει το MMRV για την πρώτη δόση. Ο Δρ Τζον Σου, αξιωματούχος του CDC στον τομέα των εμβολιασμών, παρουσίασε ότι μετά τον εμβολιασμό με MMR παρατηρείται μία επιπλέον επιληπτική κρίση ανά 3.000 με 4.000 παιδιά σε σχέση με τα ανεμβολίαστα. Με το MMRV, ο κίνδυνος αυτός διπλασιάζεται στα μικρότερα παιδιά. Διευκρίνισε πάντως ότι δεν υπάρχουν στοιχεία για αυξημένο κίνδυνο μετά τη δεύτερη δόση του MMRV σε παιδιά ηλικίας 4 έως 6 ετών.
Στο πρόγραμμα εμβολιασμών του CDC, η δεύτερη δόση του εμβολίου κατά της ιλαράς προβλέπεται για παιδιά 4 έως 6 ετών.
Οι εταιρείες GlaxoSmithKline και Merck παράγουν εμβόλια MMR που έχουν εγκριθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ η Merck διαθέτει το μοναδικό εμβόλιο MMRV. Καμία από τις δύο εταιρείες δεν απάντησε σε αιτήματα σχολιασμού πριν τη δημοσίευση. Παρά ταύτα, εκπρόσωπος της Merck τόνισε ενώπιον της επιτροπής ότι οποιαδήποτε απόφαση πολιτικής που θολώνει τη σαφήνεια ή τη συνέπεια των οδηγιών για το MMRV θα μπορούσε να υπονομεύσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη του κοινού στον εμβολιασμό, κάνοντας αναφορά στη μείωση των ποσοστών εμβολιασμού μεταξύ μαθητών νηπιαγωγείου.
Ο Ρέτσεφ Λεβί, μέλος της ACIP που ψήφισε υπέρ της αλλαγής, επεσήμανε ότι η απόφαση θα μπορούσε να ενισχύσει τα ποσοστά εμβολιασμού, αφού θα μειωθούν οι ανεπιθύμητες ενέργειες. Αντίθετα, ο Δρ Κόντυ Μέισνερ, που καταψήφισε, τόνισε ότι θα προτιμούσε να παραμείνει η επιλογή στους γονείς, δεδομένου ότι ορισμένοι θα επιθυμούσαν μία λιγότερη ένεση για τα παιδιά τους.
Η επιτροπή είχε προγραμματίσει να ψηφίσει και για την αλλαγή των συστάσεων σχετικά με το εμβόλιο της ηπατίτιδας Β, ωστόσο ανέβαλε την απόφαση για τις 19 Σεπτεμβρίου, ημερομηνία κατά την οποία αναμένεται επίσης να εξεταστούν και οι επικαιροποιημένες οδηγίες για τα εμβόλια COVID-19.
Η πρόκληση του προέδρου της ACIP στους επικριτές του
Παράλληλα, στη συνεδρίαση της ίδιας ημέρας, ο πρόεδρος της ACIP, Μάρτιν Κούλντορφ, κάλεσε τους επικριτές του σε δημόσιο διάλογο. Εξήγησε ότι οι πολίτες πρέπει να εμπιστεύονται μόνο επιστήμονες που είναι διατεθειμένοι να συμμετάσχουν σε ανοιχτές αντιπαραθέσεις με συναδέλφους που εκφράζουν διαφορετικές απόψεις. Χωρίς τέτοιες συζητήσεις, όπως υπογράμμισε, δεν είναι δυνατόν να αξιολογηθούν σωστά τα επιχειρήματα.
Ο Κούλντορφ απηύθυνε την πρόκληση προς τους εννέα πρώην διευθυντές του CDC – μεταξύ αυτών και τη Δρα Μάντυ Κοέν – οι οποίοι πρόσφατα υποστήριξαν ότι τα νέα μέλη της ACIP είναι ανεπαρκώς καταρτισμένα και εκφράζουν «επικίνδυνες και αντιεπιστημονικές απόψεις».
Επικαλέστηκε το εκτενές επιστημονικό του έργο, καθώς και πολυάριθμες μελέτες που συνυπέγραψε με κυβερνητικούς και πανεπιστημιακούς ερευνητές, σημειώνοντας ότι στις περισσότερες δεν εντοπίστηκαν προβλήματα ασφάλειας στα εμβόλια. Υποστήριξε ότι οι χαρακτηρισμοί περί «αντιεπιστημονικών» αμφισβητούν όχι μόνο τους ίδιους, αλλά και την ασφάλεια πολλών παιδικών εμβολίων.
Ο ίδιος απομακρύνθηκε το 2021 από υποεπιτροπή της ACIP επειδή είχε ταχθεί υπέρ της διατήρησης του εμβολίου Johnson & Johnson για την COVID-19, όταν το CDC είχε επιβάλει προσωρινή αναστολή. Το σκεύασμα αποσύρθηκε τελικά από την αγορά, αν και η αναστολή είχε αρθεί νωρίτερα.
Τον Ιούνιο, ο υπουργός Υγείας Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζ. διόρισε τον Κούλντορφ και άλλα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων τον Δρα Ρόμπερτ Μαλόουν, στην ACIP, μετά την απομάκρυνση και των δεκαεπτά παλαιών μελών. Στην πρώτη συνεδρίαση της νέας σύνθεσης εγκρίθηκε η συνέχιση της ετήσιας σύστασης για το εμβόλιο γρίπης και ψηφίστηκε η απομάκρυνση του συντηρητικού θειομερσάλης από τα εμβόλια. Σε κοινή δήλωση, τα μέλη υπογράμμισαν ότι στηρίζουν σθεναρά τα εμβόλια με βάση την τεκμηριωμένη ιατρική και τα αξιόπιστα επιστημονικά δεδομένα.
Ο Κούλντορφ δήλωσε στις 17 Σεπτεμβρίου ότι τα μέλη της ACIP έχουν δεσμευθεί να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη στον εμβολιασμό, απομακρύνοντας περιττούς κινδύνους, κάτι που χαρακτήρισε «φιλο-εμβολιαστική ατζέντα». Αναφέρθηκε επίσης στη διαφορετικότητα των διεθνών προγραμμάτων εμβολιασμού, σημειώνοντας ότι μόνο μία σκανδιναβική χώρα συνιστά το εμβόλιο ηπατίτιδας Β κατά τη γέννηση, ενώ κάποιες χώρες δεν το συνιστούν καθόλου.
Τόνισε ότι η επιτροπή είναι ανοιχτή σε επιστημονική κριτική, αλλά οι ψευδείς κατηγορίες πως τα μέλη είναι «αντιεμβολιαστές» ενισχύουν άθελά τους τις θέσεις των αρνητών, πλήττοντας τη δημόσια υγεία και την εμπιστοσύνη στα εμβόλια. Υπογράμμισε ότι οι πολίτες δεν πρέπει να εμπιστεύονται όσους αρνούνται να συμμετάσχουν σε δημόσιο διάλογο.
Απηύθυνε την ίδια πρόσκληση και στη Σούζαν Μονάρες, που αποπέμφθηκε πρόσφατα από τη θέση της διευθύντριας του CDC, καθώς και σε άλλους υψηλόβαθμους αξιωματούχους που παραιτήθηκαν. Ο πρώην διευθυντής του CDC Τομ Φρίντεν δήλωσε γραπτώς ότι είναι «ανοιχτός σε μια λογική συζήτηση». Αντίθετα, η Μονάρες και άλλοι πρώην διευθυντές δεν απάντησαν.
Ο Κούλντορφ, που είχε συμμετάσχει και στο παρελθόν σε δημόσιες αντιπαραθέσεις για τα εμβόλια – μεταξύ άλλων με τον Δρα Πολ Όφιτ, υποστηρικτή όλων των τρεχουσών συστάσεων – απολύθηκε το 2024 από την Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ επειδή αρνήθηκε να εμβολιαστεί κατά της COVID-19.
Η Μονάρες κατέθεσε στις 17 Σεπτεμβρίου ενώπιον επιτροπής της Γερουσίας ότι αποπέμφθηκε, επειδή αρνήθηκε τις απαιτήσεις του Κέννεντυ να απολύσει επιστήμονες του CDC και να προεγκρίνει τις εισηγήσεις της ACIP. Ο Κέννεντυ δήλωσε ότι η Μονάρες τού είπε πως δεν ήταν αξιόπιστη και ότι είχε δεσμευθεί να μην εγκρίνει τις συστάσεις της επιτροπής.
Η ίδια υπογράμμισε ότι ήταν «ανοιχτή στην επιστήμη», αλλά δεν μπορούσε να δεσμευθεί προκαταβολικά ότι θα ενέκρινε όλες τις εισηγήσεις της ACIP χωρίς επιστημονικά δεδομένα.