Μεγάλες πιθανότητες για λήξη του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας διαβλέπει ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ μετά τη συνάντηση του ειδικού απεσταλμένου Στηβ Γουίτκοφ με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν χθες Τετάρτη.
Η συνάντηση έλαβε χώρα δύο ημέρες πριν λήξει η προθεσμία που είχε θέσει ο Αμερικανός πρόεδρος για την επιβολή νέων οικονομικών κυρώσεων και δασμών σε περίπτωση που δεν κάνει η Ρωσία ουσιαστικά βήματα προς μία συμφωνία κατάπαυσης πυρός.
Σε αυτό το φόντο, η συνάντηση χαρακτηρίστηκε «ιδιαιτέρως παραγωγική» από τον Ντ. Τραμπ σε ανάρτησή του στο Truth Social, όπου ανέφερε ότι υπήρξε σημαντική πρόοδος, για την οποία θα ενημερώσει τους Ευρωπαίους συμμάχους, και ότι υπάρχει γενικευμένη επιθυμία να τερματιστεί ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος.
Ωστόσο, η ανάρτησή του δεν περιελάμβανε κάποια ανακοίνωση για κατάπαυση πυρός πριν από την προθεσμία της 8ης Αυγούστου. Οι δασμοί και οι δευτερογενείς κυρώσεις που είχε αναγγείλει αναμένεται να εφαρμοστούν όπως προβλέπεται μέχρι τώρα, σύμφωνα με αξιωματούχο του Λευκού Οίκου, ο οποίος όμως δεν έδωσε περαιτέρω λεπτομέρειες.
Ερωτηθείς για το αν επίκειται συνάντηση με τον Ρώσο πρόεδρο, ο Ντ. Τραμπ δήλωσε ότι «η συζήτηση με τον πρόεδρο Πούτιν εξελίχθηκε πολύ καλά και είναι πολύ πιθανό να πλησιάζουμε στο τέλος [του πολέμου]», προσθέτοντας ότι παρά τις δυσκολίες της μακράς πορείας προς την ειρήνη, μία τέτοια συνάντηση ίσως γίνει σύντομα δυνατή.
Η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Κάρολαϊν Λέβιτ, ανέφερε επίσης ότι ο πρόεδρος Τραμπ είναι διατεθειμένος να συναντήσει τον Ρώσο και τον Ουκρανό ομόλογό του, ενώ επιθυμία για συνάντηση Πούτιν-Τραμπ εξέφρασαν και Ρώσοι αξιωματούχοι κατά της διάρκεια της συνάντησης Πούτιν-Γουίτκοφ, σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο.
Από τη ρωσική πλευρά, ο Γιούρι Ουσάκοφ, σύμβουλος εξωτερικών υποθέσεων του προέδρου Πούτιν, σχολίασε ότι η συζήτηση Πούτιν-Γουίτκοφ ήταν «χρήσιμη και παραγωγική», παρόλο που δεν έχει υπάρξει ακόμη κάποια αναγγελία από το Κρεμλίνο σχετικά με την αναμενόμενη κατάπαυση πυρός.
Δηλώσεις για αυξημένο ενδιαφέρον των Ρώσων για εκεχειρία έκανε ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι στις 6 Αυγούστου, ο οποίος πιστεύει ότι οι οικονομική πίεση που τους ασκείται έχει αποτέλεσμα. Οι κυρώσεις αφορούν και χώρες που προσφέρουν οικονομική στήριξη στη Ρωσία, αγοράζοντας ρωσικά αγαθά.
Πρώτη στο στόχαστρο των ΗΠΑ είναι η Ινδία, η οποία συνεχίζει να προμηθεύεται μεγάλες ποσότητες ρωσικού πετρελαίου παρά τις αμερικανικές προειδοποιήσεις, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει την απειλή δασμολόγησης των εξαγωγών της προς τις ΗΠΑ με συντελεστή 50%.
Αν και η Κίνα αποτελεί εξίσου σημαντικό προμηθευτή ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου, ακόμη δεν έχουν ανακοινωθεί μέτρα εναντίον της. Εν τούτοις, την περασμένη εβδομάδα, ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσσεντ, προειδοποίησε Κινέζους αξιωματούχους ότι και το Πεκίνο ενδέχεται να αντιμετωπίσει οικονομικές κυρώσεις εξαιτίας των εμπορικών του συναλλαγών με τη Μόσχα, κάνοντας λόγο για δασμούς μέχρι και 500% για κάθε χώρα που συνεχίζει να αγοράζει ρωσικά πετρελαϊκά προϊόντα.
Με τη συμβολή του Joseph Lord και πληροφορίες από το Reuters