Ανάλυση ειδήσεων
Ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ότι θα υποδεχθεί τον Τούρκο ομόλογό του, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στον Λευκό Οίκο στις 25 Σεπτεμβρίου 2025. Σύμφωνα με τον ίδιο, στην ατζέντα βρίσκονται σημαντικές συμφωνίες εμπορικού και αμυντικού χαρακτήρα – από μια «ευρείας κλίμακας» αγορά αεροσκαφών της Boeing, έως μια «μεγάλη συμφωνία» για μαχητικά F-16, καθώς και η συνέχιση των συνομιλιών για το πρόγραμμα των F-35, «που αναμένεται να ολοκληρωθούν θετικά». «Με τον Πρόεδρο Ερντογάν είχαμε πάντα πολύ καλή σχέση. Ανυπομονώ να τον δω στις 25 του μηνός!» γράφει ο Τραμπ, δίνοντας προσωπικό τόνο σε μια συνάντηση που όμως επισκιάζεται από επίμαχα ζητήματα.
Η συνάντηση αυτή πραγματοποιείται σε μια περίοδο όπου οι σχέσεις Ουάσιγκτον-Άγκυρας παραμένουν σύνθετες. Παρά τους θερμούς προσωπικούς δεσμούς Τραμπ–Ερντογάν από την πρώτη θητεία του Αμερικανού προέδρου, η περίοδος 2017–2021 σημαδεύτηκε από εντάσεις λόγω της συνεργασίας των ΗΠΑ με τους Κούρδους στη Συρία και κυρίως λόγω των δεσμών της Τουρκίας με τη Μόσχα. Η απόφαση της Άγκυρας να προμηθευτεί το ρωσικό αντιαεροπορικό σύστημα S-400 το 2019 εξόργισε την Ουάσιγκτον, που σε αντίποινα ακύρωσε την προγραμματισμένη πώληση μαχητικών F-35 στην Τουρκία και απέβαλε τη χώρα από το πολυεθνικό πρόγραμμα συμπαραγωγής του αεροσκάφους. Έκτοτε, η Τουρκία αποκλείστηκε από το stealth μαχητικό που η ίδια είχε συμβάλει να αναπτυχθεί, ενώ υπέστη και αμερικανικές κυρώσεις βάσει του νόμου CAATSA το 2020, γεγονός που «πάγωσε» τη διμερή αμυντική συνεργασία. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, η επικείμενη συνάντηση στον Λευκό Οίκο αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς σηματοδοτεί προσπάθεια επαναπροσέγγισης μέσω μεγάλων συμφωνιών – αλλά όχι χωρίς αντιδράσεις. Μένει να φανεί, σε βάθος χρόνου, αν αυτή η προσέγγιση του Τραμπ είναι καθαρά οικονομική ή ένας τακτικός ελιγμός.
Boeing, F-16 και F-35: Το παζάρι των συμφωνιών
Κεντρικό κομμάτι των συνομιλιών Τραμπ-Ερντογάν θα είναι οι επιχειρηματικές συμφωνίες. Ο Τραμπ ανέφερε ρητά μια πιθανή μαζική αγορά πολιτικών αεροσκαφών Boeing από την Τουρκία. Πράγματι, δημοσιεύματα αναφέρουν ότι η Boeing βρίσκεται κοντά στο να εξασφαλίσει παραγγελία-μαμούθ έως 250 νέων αεροσκαφών από την Τουρκία, η οποία ενδέχεται να ανακοινωθεί με την ευκαιρία της επίσκεψης Ερντογάν. Ο ίδιος ο Ερντογάν φέρεται -κατά την τουρκική αντιπολίτευση- να υποσχέθηκε 300 επιβατικά αεροσκάφη Boeing ως αντάλλαγμα για να κλείσει το πολυπόθητο ραντεβού με τον Τραμπ. Ανώτατο στέλεχος της Turkish Airlines επιβεβαίωσε ότι εδώ και καιρό συζητούν με την αμερικανική εταιρεία την αγορά νέων αεροπλάνων, αλλά τόνισε πως «δεν έχει ληφθεί ακόμη οριστική απόφαση». Με άλλα λόγια, η φημολογούμενη τεράστια συμφωνία με τη Boeing είναι ακόμη στα σκαριά – αν και όλα δείχνουν ότι Ουάσιγκτον και Άγκυρα προετοιμάζουν το έδαφος για ένα ηχηρό εμπορικό ντηλ που θα ικανοποιήσει και τις δύο πλευρές.
Στην άμυνα, η προσοχή στρέφεται στα μαχητικά αεροσκάφη. Μετά τον αποκλεισμό της από τα F-35, η Τουρκία έχει επιδοθεί σε μια προσπάθεια αναβάθμισης της Πολεμικής της Αεροπορίας μέσω των F-16. Η Άγκυρα έχει ζητήσει την αγορά 40 καινούριων F-16 Block 70 και κιτ εκσυγχρονισμού για δεκάδες παλαιότερα, σε ένα πακέτο αξίας περί τα 20–23 δισεκατομμύρια δολάρια . Η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε δηλώσει από το 2022 έτοιμη να υποστηρίξει αυτή την πώληση – συνδέοντάς την άτυπα με τη συναίνεση της Τουρκίας στην ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Πλέον, υπό τον Τραμπ, οι ΗΠΑ φαίνεται να έχουν δώσει το πράσινο φως: «μόλις εγκρίθηκε» η προμήθεια των F-16 προς την Τουρκία, σύμφωνα με αναλυτικές πηγές . Ωστόσο, πρόκειται για μια συμφωνία που εξακολουθεί να τελεί υπό το μικροσκόπιο του Κογκρέσου. Νομοθέτες και από τα δύο κόμματα εγείρουν επιφυλάξεις, ιδίως λόγω των περιφερειακών ενεργειών της Άγκυρας και των συνεχιζόμενων εντάσεών της με συμμάχους όπως η Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο νομοθετικό πλαίσιο συζητούνται όροι που θα απαγορεύουν τη χρήση των νέων F-16 κατά χωρών-μελών του ΝΑΤΟ, διασφαλίζοντας ότι δεν θα απειληθεί η ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο.
Το πρόγραμμα των F-35 αποτελεί το πιο ευαίσθητο ζήτημα. Ο Τραμπ άφησε να εννοηθεί ότι οι διαπραγματεύσεις με την Τουρκία για αυτό το υπερσύγχρονο μαχητικό ξαναξεκινούν και μάλιστα «αναμένεται να έχουν θετική κατάληξη». Πρόκειται για εντυπωσιακή μεταστροφή, δεδομένου ότι η Τουρκία ήταν μέχρι πρότινος εκτός προγράμματος. Η αποπομπή της το 2019 –όταν παρέλαβε τους S-400– έγινε με την αιτιολογία ότι δεν μπορεί να συνυπάρξει ένα ρωσικό σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας με τα απόρρητα τεχνολογικά μυστικά του F-35 στην ίδια χώρα. Έκτοτε η Άγκυρα επιμένει να ζητά την επανένταξή της ή έστω την παραλαβή των F-35 που είχε ήδη πληρώσει (1,4 δισ. δολάρια η προκαταβολή). Ο Ερντογάν ισχυρίζεται ότι έχουν ξεκινήσει τεχνικές συνομιλίες με την Ουάσιγκτον για την επίλυση του ζητήματος των S-400 και την άρση των αμερικανικών κυρώσεων – κάτι που θα μπορούσε να ξεκλειδώσει μια φόρμουλα επιστροφής στο πρόγραμμα F-35. Ωστόσο, προς το παρόν οι ΗΠΑ διατηρούν επιφυλάξεις. Ο Τραμπ ναι μεν εμφανίζεται πιο διαλλακτικός (έχοντας παλαιότερα επιρρίψει ευθύνες και στην κυβέρνηση Ομπάμα που δεν ικανοποίησε έγκαιρα το αίτημα της Τουρκίας για πυραύλους Patriot), αλλά το κλίμα στην Ουάσιγκτον δεν είναι καθόλου μονόπλευρο υπέρ της Άγκυρας.
Σκεπτικισμός στην Ουάσιγκτον: Πολιτικοί και Κογκρέσο αντιδρούν
Πίσω στις ΗΠΑ, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί αξιωματούχοι εκφράζουν ανοικτά προβληματισμό για το ενδεχόμενο επανεκκίνησης της αμυντικής συνεργασίας με την Τουρκία χωρίς αυτή να αλλάξει στάση. Μόλις τον Αύγουστο, 40 μέλη του Κογκρέσου -από τα δύο κόμματα- συνυπέγραψαν επιστολή προς τον Υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο καλώντας τον να μπλοκάρει κάθε κίνηση επανένταξης της Τουρκίας στο πρόγραμμα F-35. Οι νομοθέτες υπογράμμισαν ότι εάν η Άγκυρα δεν απομακρύνει πρώτα το ρωσικό σύστημα S-400 από το έδαφός της, οποιαδήποτε συγχώρεση και πρόσβαση ξανά στα F-35 θα έθετε σε κίνδυνο την ακεραιότητα και ασφάλεια του αμερικανικού μαχητικού . Το ρωσικής κατασκευής ραντάρ S-400, υποστηρίζουν, θα μπορούσε να συλλέξει ευαίσθητα δεδομένα για τις ικανότητες stealth του F-35 και να τα διοχετεύσει στη Μόσχα – εξέλιξη απαράδεκτη για τα συμφέροντα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Με σχεδόν 6 χρόνια να έχουν περάσει από την αγορά των S-400, οι βουλευτές σημειώνουν ότι η Τουρκία δεν έχει δείξει καμία διάθεση να τους εγκαταλείψει· αντιθέτως, η αναστροφή της αμερικανικής στάσης τώρα θα ισοδυναμούσε με αδυναμία (“ανταμείβοντας συμπεριφορές αντίθετες στα συμφέροντα της Συμμαχίας”).
Η πρωτοβουλία αυτή στο Κογκρέσο μόνο μεμονωμένη δεν ήταν. Ελληνοαμερικανοί και φιλέλληνες νομοθέτες πρωτοστάτησαν, όπως ο Δημοκρατικός βουλευτής Κρις Πάππας και οι Ρεπουμπλικανοί Γκας Μπιλιράκης και Νικόλ Μαλλιωτάκη, μαζί με τη Δημοκρατική Ντίνα Τάιτους. Συνολικά 40 βουλευτές -ανάμεσά τους υψηλόβαθμα μέλη επιτροπών Εξωτερικών Υποθέσεων και Αμυντικών Δαπανών- υπέγραψαν, σηματοδοτώντας ένα ευρύ διακομματικό μέτωπο επιφυλακής. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι την προσπάθεια αυτή στήριξε ένα ετερόκλητο συνασπισμός οργανώσεων πίεσης: από την Αμερικανική Εβραϊκή Επιτροπή (AJC) και την οργάνωση Christians United for Israel (Ευαγγελιστές υποστηρικτές του Ισραήλ), μέχρι την Αρμενική Εθνική Επιτροπή και ελληνικές ομογενειακές οργανώσεις (HALC, PSEKA κ.ά.), καθώς και το American Friends of Kurdistan. Η ευρεία αυτή συμμαχία αντανακλά ότι το ζήτημα της στρατιωτικής ενίσχυσης της Τουρκίας ανησυχεί πολλούς διαφορετικούς κύκλους στην Ουάσιγκτον – φιλοϊσραηλινούς, φιλελληνικούς, αρμενικούς, κουρδικούς – γεγονός που αυξάνει το πολιτικό κόστος για τον Λευκό Οίκο.
Πέραν του συλλογικού αυτού κλίματος, επιφανείς Αμερικανοί πολιτικοί έχουν διατυπώσει έντονες θέσεις για την Τουρκία. Ο ΥΠΕΞ Μάρκο Ρούμπιο θεωρείται εδώ και χρόνια «γεράκι» έναντι της Άγκυρας . Ως γερουσιαστής είχε προωθήσει τη νομοθεσία Eastern Mediterranean Security Act το 2019, εδραιώνοντας τον ενεργειακό–αμυντικό άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ με την υποστήριξη των ΗΠΑ. Δεν δίστασε επίσης πρόσφατα -ως υπουργός πλέον- να επικρίνει δημοσίως τις αυταρχικές ενέργειες του Ερντογάν, όπως τη φυλάκιση του δημάρχου Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου τον Μάρτιο. Σύμφωνα με δυτικές διπλωματικές πηγές, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Νετανιάχου βλέπει στο πρόσωπο του Ρούμπιο έναν ισχυρό σύμμαχο στο να μπλοκάρει την απόκτηση F-35 από την Τουρκία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Νετανιάχου φέρεται να είχε επανειλημμένες τηλεφωνικές επικοινωνίες με τον Ρούμπιο την άνοιξη για να τον πιέσει πάνω σε αυτό το θέμα.
Μια ακόμα πιο σκληρή φωνή είναι αυτή της Τάλσι Γκάμπαρντ, πρώην βουλευτού των Δημοκρατικών, η οποία ανέλαβε Διευθύντρια της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (DNI) στον νέο κύκλο Τραμπ. Η Γκάμπαρντ έχει ιστορικό δριμείας κριτικής έναντι του Ερντογάν, τον οποίο έχει αποκαλέσει «φανατικό ισλαμιστή μεγαλομανή που θέλει να γίνει χαλίφης», κατηγορώντας τον μάλιστα ότι συνεργάστηκε με τζιχαντιστές του ISIS στη Συρία. Σε βίντεο που είχε κυκλοφορήσει η ίδια, τόνιζε ότι «ο Ερντογάν δεν είναι φίλος μας» , στηλιτεύοντας το γεγονός ότι η Τουρκία επιτέθηκε στους συμμάχους Κούρδους. Ήταν από τις σπάνιες περιπτώσεις πολιτικών που επέκριναν όχι μόνο την Τουρκία αλλά και τον ίδιο τον Τραμπ, όταν το 2019 έδωσε το «πράσινο φως» στον Ερντογάν να εισβάλει στη βόρεια Συρία αποσύροντας τα αμερικανικά στρατεύματα. «Ο Τραμπ στρώνει κόκκινο χαλί για μια τουρκική επίθεση εθνοκάθαρσης κατά των Κούρδων», είχε πει τότε η Γκάμπαρντ . Η τοποθέτησή της σε κορυφαίο πόστο ασφαλείας τώρα γεννά το ερώτημα αν θα συνεχίσει να κρατά αυτή τη γραμμή έναντι της Άγκυρας ή αν θα υπάρξει προσαρμογή χάριν της επίσημης πολιτικής. Πάντως, δείχνει ότι ακόμα και εντός της κυβέρνησης Τραμπ συνυπάρχουν πολύ διαφορετικές οπτικές για τον Ερντογάν: από τη μια ο ίδιος ο πρόεδρος που επαινεί τη «σπουδαία σχέση» τους, κι από την άλλη στενοί του συνεργάτες με σαφή δυσπιστία προς τον Τούρκο ηγέτη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η σκληρή στάση του Κογκρέσου απέναντι στην Τουρκία δεν είναι συγκυριακή, αλλά έχει βάθος χρόνου. Ο επί πολλά έτη πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, Μπομπ Μενέντεζ, υπήρξε ίσως ο πιο ένθερμος πολέμιος της πώλησης νέων όπλων στην Άγκυρα, επιβάλλοντας ανεπίσημο «βέτο» στις F-16 όσο η Τουρκία κρατούσε τους S-400 και απειλούσε γείτονες. Η πρόσφατη εμπλοκή του Μενέντεζ σε σκάνδαλο διαφθοράς και η παραίτησή του από την προεδρία της Επιτροπής έδωσε ελπίδες στην Άγκυρα ότι θα χαλαρώσει το μπλοκάρισμα. Ωστόσο, όπως είδαμε, μια ευρύτερη μερίδα του Κογκρέσου συνεχίζει στο ίδιο μήκος κύματος – κάτι που ο Ερντογάν θα βρει μπροστά του στις συναντήσεις στην Ουάσιγκτον.
Ο παράγοντας Ισραήλ: Τεταμένες σχέσεις και άσκηση επιρροής
Το Ισραήλ διαδραματίζει αθέατο αλλά κρίσιμο ρόλο στις αμερικανοτουρκικές εξελίξεις. Οι σχέσεις Άγκυρας–Τελ Αβίβ έχουν υπάρξει τεταμένες καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της διακυβέρνησης Ερντογάν, και ιδίως το τελευταίο έτος έχουν φθάσει σε νέο ναδίρ. Ο Τούρκος πρόεδρος αυτοπροβάλλεται ως ένθερμος υπερασπιστής των Παλαιστινίων και δεν δίστασε να συγκρουστεί φραστικά με το Ισραήλ μετά την επίθεση της Χαμάς τον Οκτώβριο 2023. Αρχικά κράτησε κάποιες ισορροπίες, όμως γρήγορα κλιμάκωσε τη ρητορική του: σε ομιλία του στην τουρκική Βουλή, δήλωσε ότι «η Χαμάς δεν είναι τρομοκρατική οργάνωση, αλλά ομάδα απελευθέρωσης, μουτζαχεντίν που μάχονται για την πατρίδα τους» . Παράλληλα, κατηγόρησε το Ισραήλ για «σφαγή» αμάχων στη Γάζα και τους δυτικούς υποστηρικτές του Ισραήλ για συνενοχή σε «εγκλήματα πολέμου» . Οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων. Το Ισραηλινό Υπουργείο Εξωτερικών τις καταδίκασε άμεσα, αποκαλώντας τη Χαμάς «μια ειδεχθή τρομοκρατική οργάνωση» και τον Ερντογάν «υπερασπιστή τρομοκρατών». Ο ίδιος ο Ερντογάν, οργισμένος, ακύρωσε επισήμως μια προγραμματισμένη επίσκεψή του στο Ισραήλ και δήλωσε ότι η εξομάλυνση που επιχειρήθηκε πρόσφατα έχει πλέον παγώσει. «Έσφιξα το χέρι αυτού του ανθρώπου που λέγεται Νετανιάχου μία φορά στη ζωή μου… Αν είχε συνεχίσει με καλές προθέσεις, οι σχέσεις μας θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικές. Αλλά τώρα πια δεν υπάρχει περίπτωση, διότι εκμεταλλεύτηκαν την καλή μας διάθεση», είπε, καταλογίζοντας στο Ισραήλ ότι πρόδωσε την εμπιστοσύνη της Τουρκίας.
Η σύγκρουση κορυφώθηκε στα τέλη του 2023, όταν ο Ερντογάν παρομοίασε ανοιχτά τον Μπενιαμίν Νετανιάχου με τον Χίτλερ. «Τον κατηγορούσαν όλοι τον Χίτλερ… Τι διαφορά έχετε εσείς από τον Χίτλερ; Θα μας κάνετε στο τέλος να τον νοσταλγήσουμε. Είναι ο Νετανιάχου λιγότερο εγκληματίας από τον Χίτλερ; Όχι, δεν είναι» είπε οργισμένα, υποστηρίζοντας ότι οι ισραηλινές επιχειρήσεις στη Γάζα θυμίζουν ναζιστικές θηριωδίες . Ο Νετανιάχου αντέδρασε επίσης σε προσωπικό επίπεδο, εξαπολύοντας πρωτοφανή επίθεση κατά του Τούρκου προέδρου. Δήλωσε ότι «ο Ερντογάν, που διαπράττει γενοκτονία εναντίον των Κούρδων και κατέχει το παγκόσμιο ρεκόρ φυλάκισης δημοσιογράφων, είναι ο τελευταίος που μπορεί να κάνει μαθήματα ηθικής σε εμάς».
Μέσα σε αυτό το ψυχροπολεμικό κλίμα Άγκυρας-Τελ Αβίβ, δεν αποτελεί έκπληξη πως το Ισραήλ κινεί παρασκηνιακά τα νήματα για να αποτρέψει μια αμερικανοτουρκική προσέγγιση που θα ενίσχυε στρατιωτικά την Τουρκία. Σύμφωνα με αποκαλυπτικές πηγές, ο Νετανιάχου προσωπικά έχει ασκήσει πιέσεις στην Ουάσιγκτον ώστε να μην δοθούν F-35 στην Άγκυρα. Την άνοιξη του 2025, ο Νετανιάχου είχε αλλεπάλληλες τηλεφωνικές συνομιλίες με τον ΥΠΕΞ Ρούμπιο, στις οποίες έθεσε επιτακτικά το θέμα. Ο Ισραηλινός ηγέτης μάλιστα σχεδίαζε να εγείρει το ζήτημα και κατ’ ιδίαν στον Τραμπ, σε επίσκεψή του στον Λευκό Οίκο, που θα ήταν ήδη η δεύτερη μέσα στο έτος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Τζάρεντ Κούσνερ, κύριος διαμεσολαβητής στις Συμφωνίες του Αβραάμ, είναι γιος του στενού οικογενειακού φίλου του Νετανιάχου, Τσαρλς Κούσνερ. Η οικογενειακή σχέση του Τζάρεντ με τον Τραμπ -έχει παντρευτεί την κόρη του, Ιβάνκα Τραμπ- διευκόλυνε τον ρόλο του ως ανώτερου συμβούλου στον Λευκό Οίκο. Πέρα από στενός συνεργάτης, είναι κυριολεκτικά μέλος της οικογένειας Τραμπ.
Οι Ισραηλινοί ανησυχούν ότι μια Τουρκία εξοπλισμένη με αμερικανικά υπερσύγχρονα όπλα θα αυξήσει την επιρροή της σε μέτωπα κρίσιμα για την ασφάλεια του Ισραήλ. Για παράδειγμα, στη Συρία οι δρόμοι Άγκυρας-Ιερουσαλήμ συγκρούονται: πρόσφατα η Τουρκία συμφώνησε κατ’ αρχήν με τη (νέα) κυβέρνηση της Δαμασκού να εγκαταστήσει αντιαεροπορικά συστήματα της σε συριακές βάσεις προκειμένου να την προστατέψει. Το Ισραήλ έσπευσε να βομβαρδίσει κάποιες από αυτές τις βάσεις πριν ολοκληρωθεί η τουρκική ανάπτυξη, εκμεταλλευόμενο το μικρό χρονικό «παράθυρο» που είχε στη διάθεσή του. Επίσης μετά το χτύπημα του Ισραήλ στο Κατάρ είχε διαρρεύσει ότι τα Ιεροσόλυμα κατα την εξέταση πιθανών στοχεύσεων ηγετών της Χαμάς σε χώρες που τους φιλοξενούν είχε προταθεί και το όνομα της Τουρκίας. Τέτοιες κινήσεις καταδεικνύουν ότι ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός Τουρκίας-Ισραήλ οξύνεται σε διάφορα πεδία – από τη Γάζα και τη διπλωματία μέχρι τη Συρία και τον ενεργειακό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου.
Το αποτέλεσμα είναι πως ισχυροί φιλοϊσραηλινοί παράγοντες στις ΗΠΑ -τόσο εντός κυβερνητικού μηχανισμού όσο και στο Κογκρέσο- τάσσονται υπέρ του “φρένου” σε ενδεχόμενη επανεξοπλισμό της Τουρκίας. Δεν είναι μόνο το ζήτημα των S-400 ή των ελληνοτουρκικών διαφορών· είναι και το ότι η Τουρκία του Ερντογάν φιλοξενεί στελέχη της Χαμάς στο έδαφός της και αρνείται να χαρακτηρίσει τη Χαμάς τρομοκρατική οργάνωση, αντίθετα με ό,τι κάνουν οι δυτικές χώρες. Σε μια περίοδο που το Ισραήλ πολεμά τη Χαμάς, τέτοιες επιλογές της Άγκυρας την καθιστούν για πολλούς στην Ουάσιγκτον αναξιόπιστο σύμμαχο. «Πώς να δώσουμε F-35 σε μια χώρα που ανοιχτά υποστηρίζει τους εχθρούς του Ισραήλ;» διαμηνύουν ανεπίσημα Αμερικανοί αξιωματούχοι, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές. Γι’ αυτό και βλέπουμε οργανώσεις όπως η AJC ή η CUFI (Χριστιανοί υπέρ του Ισραήλ) να συστρατεύονται με την ελληνοαμερικανική και κουρδική διασπορά κατά της τουρκικής επανένταξης στα F-35. Με άλλα λόγια, το αντιτουρκικό λόμπι στην Ουάσιγκτον είναι πολυπρόσωπο και έχει βρει κοινό βηματισμό, με αιχμή του δόρατος αυτή τη στιγμή το ζήτημα των F-35.
Προοπτικές και συμπέρασμα
Η επικείμενη συνάντηση κορυφής στον Λευκό Οίκο έχει όλα τα στοιχεία ενός υψηλού ρίσκου διπλωματικού παζαριού. Ο Τραμπ και ο Ερντογάν προσέρχονται με διάθεση για «business», ευελπιστώντας σε συμφωνίες που θα προβληθούν ως νίκες στο εσωτερικό τους – ο μεν Αμερικανός μια μεγάλη εξαγωγική επιτυχία για την Boeing και (ενδεχομένως) επαναφορά της Τουρκίας στην τροχιά της Δύσης, ο δε Τούρκος μια αποκατάσταση σχέσεων με τον ισχυρότερο σύμμαχο και ενίσχυση της οικονομίας και άμυνάς του. Ωστόσο, τα εμπόδια και τα γεωπολιτικά ερρείσματα παραμένουν. Στις ΗΠΑ, το Κογκρέσο και βασικοί παράγοντες εθνικής ασφάλειας εμφανίζονται αποφασισμένοι να μη δώσουν “λευκή επιταγή” στην Άγκυρα, απαιτώντας απτά ανταλλάγματα: την απομάκρυνση των S-400, σεβασμό των συμμάχων, ίσως και αλλαγή στάσης έναντι του Ισραήλ. Από την άλλη, ο Ερντογάν δεν φημίζεται για υποχωρήσεις σε θέματα κυριαρχίας – το αντίθετο, συχνά εκβιάζει τη Δύση με το γεωπολιτικό του ειδικό βάρος.
Σε αυτό το σκηνικό, ο ρόλος του Ντόναλντ Τραμπ ως μεσολαβητή θα είναι καθοριστικός. Ο ίδιος έχει δείξει προτίμηση στην προσωπική διπλωματία και στις «συμφωνίες πακέτο». Δεν αποκλείεται λοιπόν να επιχειρήσει ένα μεγάλο “deal” όπου η Τουρκία θα πάρει κάποια από όσα ζητά (π.χ. εκσυγχρονισμό F-16, εμπορικές συμφωνίες) και σε αντάλλαγμα θα κάνει κινήσεις καλής θέλησης (π.χ. περιορισμό του ρωσικού υλικού, διαβεβαιώσεις για το πώς θα χρησιμοποιήσει τα όπλα ή ακόμη και ρητορική εξομάλυνση προς το Ισραήλ). Θα αποδειχθεί αυτή η συνταγή επιτυχής; Ή μήπως οι χρόνιες διαφορές θα επαναφέρουν το γνωστό μοτίβο: θερμές χειραψίες μπροστά στις κάμερες, αλλά ρήγματα που παραμένουν από κάτω; Το βέβαιο είναι ότι η 25η Σεπτεμβρίου 2025 δεν θα είναι ένα απλό εθιμοτυπικό τετ-α-τετ, αλλά ένας κρίσιμος σταθμός που μπορεί να αναδιαμορφώσει τις ισορροπίες από την Ουάσιγκτον και την Άγκυρα έως την Ιερουσαλήμ και πέρα από αυτήν.