Οι πιθανότητες να αναπτύξουν οι άνθρωποι σύνδρομο χρόνιας κόπωσης ύστερα από COVID-19 ή οποιαδήποτε άλλη λοίμωξη, είναι περίπου οι ίδιες σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη.
«Ο COVID-19 μπορεί να προκαλέσει ΜΕ/ΣΧΚ (μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα ή αλλιώς σύνδρομο χρόνιας κόπωσης), αλλά υπάρχουν και άλλες λοιμώδεις ασθένειες που επίσης οδηγούν σε ΜΕ/ΣΧΚ», είπε στους Epoch Times η Δρ Μπεθ Ούνγκερ, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης στα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ.
Η νέα μελέτη βρήκε πως 2% – 3% πρώην ασθενών COVID ανέπτυξαν συμπτώματα ΜΕ/ΣΧΚ, που συχνά συνδέονται με το σύνδρομο χρόνιου COVID, έναν χρόνο αφού κόλλησαν COVID-19. Το ποσοστό αυτό βρίσκεται πολύ κοντά στο 3% – 4% των ατόμων που ανέφεραν συμπτώματα ΜΕ/ΣΧΚ μετά από ασθένειες άσχετες με τον COVID.
Η ΜΕ/ΣΧΚ είναι μια κατάσταση χρόνιας κόπωσης η οποία χαρακτηρίζεται από μια σειρά συμπτωμάτων, που περιλαμβάνουν χρόνια κόπωση, προβλήματα ύπνου, ομίχλη εγκεφάλου, αδιαθεσία μετά την άσκηση και πολλά άλλα.
«Αν και τα ποσοστά συχνότητας εμφάνισης ασθενειών σαν τη ΜΕ/ΣΧΚ ύστερα από νόσηση με COVID μπορεί να θεωρούνται χαμηλά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν πόσα εκατομμύρια άτομα πέρασαν COVID-19, αυτό υποδηλώνει πως ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός ατόμων μπορεί να πάσχει από ΜΕ/ΣΧΚ», είπε στους Epoch Times η Δρ Τζόαν Έλμορ, επικεφαλής συν-συγγραφέας και καθηγήτρια ιατρικής στο τμήμα της γενικής εσωτερικής ιατρικής και έρευνας υπηρεσιών υγείας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες (UCLA).
Η μελέτη διεξήχθη από ερευνητές από το CDC και το UCLA.
Παρόμοια ποσοστά
Η μελέτη, που δημοσιοποιήθηκε στο JAMA Network Open, είναι μία από τις πολλές που υποδηλώνουν πως η συχνότητα εμφάνισης της ΜΕ/ΣΧΚ ύστερα από COVID-19 ίσως να είναι μικρότερη από ό,τι νόμιζαν προηγουμένως.
Η μελέτη παρακολούθησε περισσότερα από 4.700 άτομα για 12 μήνες, με συνολική διάρκεια από τον Δεκέμβριο του 2020 έως τον Αύγουστο του 2022.
Oι συμμετέχοντες εξετάζονταν κάθε τρεις μήνες σχετικά με τα συμπτώματα τους. Οι ερευνητές ακολούθησαν τα κριτήρια του Ινστιτούτου Ιατρικής του 2015 σχετικά με τη ΜΕ/ΣΧΚ για να καθορίσουν εάν οι συμμετέχοντες έχουν όντως σύνδρομο χρόνιας κόπωσης βασισμένοι στα συμπτώματα που ανέφεραν.
Κάποια από τα κριτήρια περιελάμβαναν μειωμένα επίπεδα δραστηριότητας για πάνω από έξι μήνες, κόπωση, ύπνο που δεν έφερνε ξεκούραση και αδιαθεσία μετά την άσκηση.
Από το σύνολο των συμμετεχόντων που μελετήθηκαν και οι οποίοι ανέπτυξαν συμπτώματα σαν αυτά του COVID, περίπου οι μισοί βγήκαν θετικοί στον COVID-19 και θεωρήθηκαν μολυσμένοι.
Τρεις μήνες μετά τη λοίμωξη, πάνω από το 3% και των δύο ομάδων, τόσο αυτών που ήταν θετικοί στον COVID-19 όσο και αυτών που ήταν αρνητικοί, ανέφεραν πως βίωσαν ασθένεια παρόμοια με τη ΜΕ/ΣΧΚ.
Μετά από επανεξέταση, μέσα σε 12 μήνες μετά από την αρχική λοίμωξη, το 2,8% με 3,7% της ομάδας που ήταν θετικοί στον COVID-19 ανέφεραν συμπτώματα παρόμοια με τη ΜΕ/ΣΧΚ, ενώ το 3,1% με 4,5% της ομάδας που ήταν αρνητικοί στον COVID-19 ανέφεραν παρόμοια συμπτώματα.
Αντικρουόμενα ευρήματα;
Προηγούμενες έρευνες υποδηλώνουν πως περίπου το 10% των ατόμων που νοσούν με COVID-19 θα αναπτύξουν σύνδρομο χρόνιου COVID, μια κατάσταση που έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τη ΜΕ/ΣΧΚ.
Η Λώρεν Γουίσκ, μια από τις επικεφαλής συν-συγγραφέας, τόνισε πως τα ευρήματα της συγκεκριμένης μελέτης δεν αντικρούουν παλαιότερα συμπεράσματα.
«Δεν σχολιάζουμε συγκεκριμένα την επικράτηση του συνδρόμου χρόνιου COVID εδώ, αλλά μια ξεχωριστή κατάσταση η οποία έχει ξεκάθαρα κλινικά κριτήρια για τη διάγνωσή της», είπε στους Epoch Times. «Νομίζω πως υπάρχουν πολλά χαρακτηριστικά που επικαλύπτονται μεταξύ των δύο ομάδων, αλλά δεν νομίζω πως μπορούμε να πούμε κάτι ουσιαστικό από αυτές τις εκτιμήσεις σχετικά με την επικράτηση του συνδρόμου χρόνιου COVID.»
Πρόσθεσε πως ο υπάρχων ασαφής ορισμός του συνδρόμου χρόνιου COVID είναι βασικός παράγοντας στη δυσκολία της εκτίμησης της επικράτησης του συνδρόμου αυτού.
Παλαιότερη μελέτη του CDC, η οποία δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2024 και η οποία εκτίμησε τα ηλεκτρονικά δεδομένα υγείας περισσότερων από 4.500 ασθενών με COVID-19, βρήκε μια σημαντική αύξηση στη χρόνια κόπωση μετά τη λοίμωξη.
Η μελέτη έδειξε πως τα άτομα που κόλλησαν COVID-19 είχαν 68% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν κόπωση και 330% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν χρόνια κόπωση, σε σχέση με αυτούς που δεν κόλλησαν.
Η Δρ Έλμορ είπε πως η προηγούμενη μελέτη διαφέρει από τη νέα στο ότι βασίστηκε στα ηλεκτρονικά αρχεία υγείας.
Η Δρ Ούνγκερ εξήγησε με παρόμοιο τρόπο τις διαφορές, προσθέτοντας πως οι δύο μελέτες δεν είναι συγκρίσιμες επειδή η προηγούμενη εξέτασε μονάχα τον ρυθμό κόπωσης και τα συμπτώματα της χρόνιας κόπωσης. Αντιθέτως, η παρούσα μελέτη ερεύνησε την επικράτηση της διάγνωσης ΜΕ/ΣΧΚ ύστερα από COVID-19.
«Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η ‘κόπωση’ και η ‘χρόνια κόπωση’ είναι διαφορετικές από τη ΜΕ/ΣΧΚ. Για να διαγνωστεί κάποιος με ΜΕ/ΣΧΚ, το άτομο πρέπει να έχει μια ασθένεια που επηρεάζει πολλά συστήματα του σώματος… Τα συμπτώματα της ΜΕ/ΣΧΚ είναι κάτι παραπάνω από το να ‘νιώθει κάποιος κουρασμένος’, το οποίο είναι αυτό στο οποίο αναφέρεται η κόπωση και η χρόνια κόπωση», τόνισε η Δρ Ούνγκερ.
Οι συγγραφείς έγραψαν στη μελέτη τους πως η ΜΕ/ΣΧΚ μπορεί να παραληφθεί στην κλινική διάγνωση, καθιστώντας τα ηλεκτρονικά αρχεία υγείας πιθανώς αναξιόπιστα. Ωστόσο, σημείωσαν επίσης πως η έρευνά τους ίσως να υποτιμά τη συχνότητα εμφάνισης της κατάστασης σε ασθενείς που κόλλησαν COVID-19, καθώς ορισμένοι δεν αναφέρουν τα σωστά συμπτώματα, ενώ άλλοι μπορεί να βγουν αρνητικοί στη νόσο.
Η Δρ Έλμορ είπε πως δεν αποκλείεται τα μελλοντικά δεδομένα να αντικρούσουν τα τωρινά.
«Πιθανόν να υπάρξει μεταβλητότητα στους μελλοντικούς ρυθμούς συχνότητας εμφάνισης λόγω διαφορών στον πληθυσμό της μελέτης και τα είδη των δεδομένων που χρησιμοποιούνται για να καθορίσουν τη ΜΕ/ΣΧΚ [μετά από COVID-19]», είπε στους Epoch Times.
Της Marina Zhang
Μετάφραση: Βλαδίμηρος Αλεξάντρωφ
Επιμέλεια: Αλία Ζάε