Η πρόταση της αμερικανικής κυβέρνησης για την επιβολή υψηλών τελών σε πλοία κινεζικής κατασκευής φέρνει νέες προκλήσεις για τον παγκόσμιο ναυτιλιακό κλάδο. Το μέτρο, που εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο εμπορικών περιορισμών προς την Κίνα, αναμένεται να έχει άμεσο αντίκτυπο στις ναυτιλιακές εταιρείες με παρουσία στις Ηνωμένες Πολιτείες, μεταξύ αυτών και αρκετές ελληνικών συμφερόντων.
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του Γραφείου του Εμπορικού Αντιπροσώπου των ΗΠΑ (USTR), το προτεινόμενο μέτρο προβλέπει την επιβολή τέλους ύψους έως και 1,5 εκατομμυρίου δολαρίων ανά πλοίο κινεζικής κατασκευής που προσεγγίζει αμερικανικό λιμάνι. Επιπλέον, προτείνεται η επιβολή τελών και στους διαχειριστές πλοίων, καθώς και σε εταιρείες που διατηρούν ενεργές παραγγελίες σε ναυπηγεία της Κίνας.
Η ελληνική εμπορική ναυτιλία, η οποία κατέχει ηγετική θέση στην παγκόσμια αγορά, διαχειρίζεται σημαντικό αριθμό πλοίων που ναυπηγήθηκαν στην Κίνα. Για τον λόγο αυτόν, οι νέες ρυθμίσεις εκτιμάται ότι μπορεί να επιφέρουν αυξήσεις στο λειτουργικό κόστος για εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε δρομολόγια προς τις ΗΠΑ.
Όπως σημειώνει ο Βασίλης Κορκίδης, πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, «οι Έλληνες πλοιοκτήτες έχουν επενδύσει δεκάδες δισεκατομμύρια σε ναυπηγεία της Κίνας την τελευταία δεκαετία. Τα προτεινόμενα μέτρα δημιουργούν ανασφάλεια και επηρεάζουν τις μελλοντικές μας επενδυτικές αποφάσεις».
Σε παρόμοιο τόνο, ανώτατο στέλεχος μεγάλης ναυτιλιακής εταιρείας που διαχειρίζεται στόλο δεξαμενόπλοιων, δήλωσε ότι «οι δασμοί αυτοί δεν αφορούν απλώς το κόστος, αλλά δημιουργούν συνθήκες γεωπολιτικής αστάθειας στη ναυτιλία, την οποία παραδοσιακά χαρακτήριζε η ελευθερία κίνησης».
Σε αυτό το πλαίσιο, αρκετοί πλοιοκτήτες φαίνεται να επανεξετάζουν τις στρατηγικές τους, αναζητώντας εναλλακτικές λύσεις. Ορισμένοι στρέφονται προς ναυπηγεία στη Νότια Κορέα ή την Ιαπωνία, που δεν επηρεάζονται από τους συγκεκριμένους δασμούς, ενώ υπάρχει ενδιαφέρον και για ενίσχυση των δραστηριοτήτων επισκευής και συντήρησης σε ελληνικά ναυπηγεία.
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τον αναλυτή του Baltic and International Maritime Council (BIMCO), Λαρς Γιένσεν, «η αβεβαιότητα γύρω από τις δασμολογικές πολιτικές ενδέχεται να οδηγήσει σε καθυστερήσεις παραδόσεων νέων πλοίων ή και ακυρώσεις παραγγελιών, ειδικά σε περιπτώσεις που οι εταιρείες βασίζονται σε εμπορικές σχέσεις με τις ΗΠΑ».
Οι εξελίξεις έρχονται σε μια περίοδο έντονης κινητικότητας στον ναυπηγικό κλάδο, καθώς οι μεταφορές εμπορευμάτων παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και η ζήτηση για σύγχρονα, αποδοτικά πλοία συνεχίζεται. Την ίδια στιγμή, η γεωπολιτική αστάθεια και οι μεταβολές στο διεθνές εμπορικό τοπίο ωθούν τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις να προσαρμόζονται γρήγορα, αξιολογώντας τις οικονομικές και νομικές παραμέτρους κάθε αγοράς.
Η τελική μορφή των αμερικανικών μέτρων, καθώς και η αντίδραση των διεθνών εμπορικών εταίρων, θα καθορίσουν σε σημαντικό βαθμό τις μελλοντικές κατευθύνσεις των ναυτιλιακών επενδύσεων και τον καταμερισμό της παγκόσμιας ναυπηγικής δραστηριότητας.