Σάββατο, 19 Ιούλ, 2025

Γαλλία, Γερμανία και Βρετανία παροτρύνουν το Ιράν να διαπραγματευτεί «το ταχύτερο δυνατό, χωρίς προϋποθέσεις»

Οι υπουργοί Εξωτερικών της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Γερμανίας παρότρυναν το Ιράν να επιστρέψει το ταχύτερο δυνατό, χωρίς προϋποθέσεις, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό του πρόγραμμα, σύμφωνα με γαλλική διπλωματική πηγή.

Ο Ζαν-Νοέλ Μπαρό, ο Ντέιβιντ Λάμι και ο Γιόχαν Βάντεφουλ, οι οποίοι είχαν συνομιλίες το βράδυ της Δευτέρας με την επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Κάγια Κάλας, κάλεσαν επίσης την Τεχεράνη να αποφύγει οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως φυγή προς τα εμπρός εις βάρος των δυτικών συμφερόντων, οποιαδήποτε περιφερειακή επέκταση της σύγκρουσης ή πυρηνική κλιμάκωση – όπως η μη συνεργασία με τον Διεθνή Οργανισμό Ατομικής Ενέργειας (ΔΟΑΕ), η αποχώρηση από τη Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων (Non-Proliferation Treaty – NPT) ή η υπέρβαση των επιτρεπόμενων ορίων εμπλουτισμού ουρανίου.

Κατά τη διάρκεια της νύχτας, το ιρανικό υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε ότι ο επικεφαλής της ιρανικής διπλωματίας -ο οποίος ηγείται και της ομάδας διαπραγμάτευσης για το πυρηνικό πρόγραμμα- είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τους ομολόγους του από τη Γαλλία, τη Βρετανία και τη Γερμανία, καθώς και με την Κάγια Κάλας.

Ο Αμπάς Αραγτσί, σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση, εξέφρασε την άποψη ότι η ισραηλινή επίθεση κατά του Ιράν εν μέσω διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ για το πυρηνικό πρόγραμμα «καταφέρει πλήγμα στη διπλωματία».

Η Γαλλία, η Γερμανία και η Βρετανία, καθώς και η ΕΕ συνολικά, συγκαταλέγονται -μαζί με την Κίνα και τη Ρωσία- στα συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, από την οποία οι ΗΠΑ αποχώρησαν μονομερώς το 2018, κατά την πρώτη προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ.

Το Παρίσι, το Βερολίνο και το Λονδίνο, που συγκροτούν την ομάδα E3, ξεκίνησαν εκ νέου συνομιλίες με την Τεχεράνη πέρυσι, σε μια προσπάθεια επίτευξης νέας συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

Παράλληλα, οι ΗΠΑ διεξήγαγαν έμμεσες διαπραγματεύσεις με την Τεχεράνη στις αρχές του έτους, οι οποίες προσέκρουαν κυρίως στο ζήτημα του εμπλουτισμού ουρανίου.

Ένας νέος γύρος διαπραγματεύσεων επρόκειτο να ξεκινήσει την Κυριακή, πριν από τα ισραηλινά πλήγματα στο ιρανικό έδαφος.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι δυτικοί τους σύμμαχοι, όπως και το Ισραήλ -που θεωρείται από ειδικούς η μόνη πυρηνική δύναμη στη Μέση Ανατολή- κατηγορούν επί μακρόν την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν ότι επιδιώκει να αποκτήσει πυρηνικό οπλοστάσιο. Η Τεχεράνη έχει επανειλημμένως διαψεύσει αυτούς τους ισχυρισμούς.

Τέλος, σύμφωνα με τη γαλλική διπλωματική πηγή, οι υπουργοί Εξωτερικών της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Γερμανίας διαβίβασαν μηνύματα στο Ισραήλ, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να μην στοχοποιούνται πολιτικές αρχές, πολιτικές υποδομές και άμαχοι πληθυσμοί.

Ιρανός πρέσβης στον ΟΗΕ: Το Ιράν άσκησε το εγγενές του δικαίωμα στην αυτοάμυνα – Καταγγελίες για συνενοχή των ΗΠΑ στην ισραηλινή επίθεση

Μιλώντας στους διαπιστευμένους ανταποκριτές του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, πρέσβης Αμίρ-Σαΐντ Ιραβανί, καταδίκασε τη συνεχιζόμενη, όπως τη χαρακτήρισε, «τρομοκρατική και εγκληματική επίθεση από το ισραηλινό καθεστώς».

Προειδοποίησε ότι τα πλήγματα συνιστούν κατάφωρη παραβίαση της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας του Ιράν, κατηγορώντας το Ισραήλ ότι έχει εξαπολύσει μια συντονισμένη εκστρατεία παράνομης και αδιάκριτης βίας κατά αμάχων και κρίσιμων υποδομών. Τόνισε ότι η εκστρατεία αυτή κατά του ιρανικού λαού συνεχίζεται αδιάκοπα και χωρίς ανάπαυλα.

Σύμφωνα με τον Ιραβανί, οι ενέργειες αυτές αποτελούν σοβαρή παραβίαση του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου. Επεσήμανε δε ότι οι επιθέσεις υπερβαίνουν κάθε κόκκινη γραμμή, ειδικά καθώς, όπως υποστήριξε, το Ισραήλ έπληξε σκόπιμα μια ειρηνική πυρηνική εγκατάσταση που τελεί υπό την πλήρη επιτήρηση του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (ΔΟΑΕ).

Ο Ιρανός πρέσβης χαρακτήρισε το πλήγμα αυτό ως επικίνδυνη και παράνομη πράξη, προειδοποιώντας για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις. Τόνισε ότι υπήρχε σοβαρός κίνδυνος απελευθέρωσης ραδιενεργών υλικών και σημείωσε πως, αν το Ιράν δεν είχε παρέμβει αμέσως για τον περιορισμό της κατάστασης, οι συνέπειες θα μπορούσαν να είναι καταστροφικές.

Απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του Ισραήλ περί «χειρουργικών πληγμάτων», ο Ιραβανί υποστήριξε ότι οι σχετικές αξιώσεις είναι ψευδείς και παραπλανητικές. Αντιθέτως, είπε, το Ισραήλ έχει εξαπολύσει μια σειρά από παράνομες και αδιάκριτες επιθέσεις κατά πολιτικών υποδομών στο Ιράν, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν και άμαχοι.

Παρουσιάζοντας σχετικά στοιχεία, ανέφερε ότι 1.480 Ιρανοί έχουν σκοτωθεί ή τραυματιστεί, ανάμεσά τους τουλάχιστον 224 άμαχοι, μεταξύ των οποίων γυναίκες και παιδιά. Επικαλέστηκε μάλιστα επίθεση σε πολυκατοικία στην Τεχεράνη, στην οποία περίπου 20 παιδιά έχασαν τη ζωή τους, αριθμός που, όπως είπε, ενδέχεται να αυξηθεί λόγω της σοβαρότητας των τραυμάτων.

Αναφέρθηκε, επίσης, σε σημαντικές ζημιές σε πολιτικές και οικονομικές υποδομές, κάνοντας λόγο για πλήγματα σε δεξαμενές νερού, αποθήκες καυσίμων, πετροχημικές εγκαταστάσεις — μεταξύ αυτών και το διυλιστήριο Asaduyeh στην επαρχία Μπουσέρ — καθώς και σε νοσοκομεία. Τόνισε ότι δεν πρόκειται για τυχαία πλήγματα, αλλά για εγκλήματα πολέμου.

Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στην επίθεση στα γραφεία του κρατικού πρακτορείου ειδήσεων κατά τη διάρκεια ζωντανής μετάδοσης, υποστηρίζοντας ότι το ισραηλινό καθεστώς έπληξε σκόπιμα τον εθνικό φορέα ενημέρωσης του Ιράν. Όπως υποστήριξε, η επίθεση αυτή αποτελεί κατάφωρο έγκλημα πολέμου και άμεση επίθεση στην ελευθερία του Τύπου.

Κατηγόρησε το Ισραήλ ότι αποτελεί τον κυριότερο εχθρό της αλήθειας, προσθέτοντας πως κατέχει, όπως είπε, το ντροπιαστικό ρεκόρ του μεγαλύτερου δράστη βίας κατά δημοσιογράφων και εργαζομένων στα μέσα ενημέρωσης σε παγκόσμιο επίπεδο.

Αναφερόμενος στην ιρανική απάντηση, δήλωσε ότι το Ιράν άσκησε το εγγενές του δικαίωμα στην αυτοάμυνα, σύμφωνα με το Άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, σε απάντηση, όπως είπε, στη βάρβαρη επίθεση και επιθετικότητα. Υπογράμμισε ότι η απάντηση του Ιράν ήταν αμυντική, στοχευμένη και αναλογική.

Διευκρίνισε ότι η Τεχεράνη δεν επιδιώκει πόλεμο ή κλιμάκωση, ωστόσο δεν θα διστάσει να υπερασπιστεί τον λαό, το έδαφος και την κυριαρχία της. Ανέφερε ακόμη ότι, σε αντίθεση με το ισραηλινό καθεστώς, το Ιράν σέβεται το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο και δεν στοχεύει αμάχους.

Ο Ιραβανί κατηγόρησε ευθέως τις Ηνωμένες Πολιτείες για συνενοχή, υποστηρίζοντας ότι οι αμερικανικές δυνάμεις στήριξαν την ισραηλινή επιθετικότητα. Χωρίς τα όπλα, τις πληροφορίες και την πολιτική κάλυψη των ΗΠΑ, αυτή η επίθεση, κατά την άποψή του, δεν θα μπορούσε να είχε πραγματοποιηθεί. Προειδοποίησε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μοιραστούν την ευθύνη για αυτή την παράνομη πράξη.

Πρόσθεσε, επίσης, ότι η ισραηλινή επίθεση αποσκοπεί στην υπονόμευση των πυρηνικών διαπραγματεύσεων που επρόκειτο να επαναληφθούν στη Μόσχα. Τόνισε ότι το Ιράν προσήλθε στο τραπέζι του διαλόγου με καλή πίστη, παρουσιάζοντας νέα πρόταση για γεφύρωση των διαφορών, ενώ οι ΗΠΑ, όπως είπε, απάντησαν με κακή πίστη. Κατά την εκτίμησή του, αυτή η στάση υπονομεύει την εμπιστοσύνη και τη διπλωματία, ενώ το Ισραήλ προσπαθεί να σαμποτάρει τις διπλωματικές προσπάθειες μέσω της βίας.

Προειδοποίησε ακόμη ότι οι διακοπτόμενες συνομιλίες οδηγούν σε κλιμάκωση και αποσπούν την προσοχή από τα συνεχιζόμενα εγκλήματα του Ισραήλ, με πιο χαρακτηριστικό, όπως είπε, τη γενοκτονία στη Γάζα.

Διευκρίνισε ότι το Ιράν δεν έχει επιτεθεί στο Ισραήλ ούτε έχει ξεκινήσει οποιονδήποτε πόλεμο. Το αφήγημα περί «υπαρξιακής απειλής», σύμφωνα με τον Ιρανό διπλωμάτη, είναι ψευδές, στερείται νομικής βάσης και χρησιμοποιείται μόνο για τη δικαιολόγηση επιθέσεων και την απόκρυψη των ισραηλινών εγκλημάτων πολέμου.

Απηύθυνε, τέλος, προειδοποίηση προς τρίτες χώρες ότι οποιοδήποτε κράτος υποστηρίξει την ισραηλινή επιθετικότητα θα μοιραστεί τη νομική ευθύνη για τις συνέπειες.

Υπενθύμισε ότι το Ιράν έχει ζητήσει επείγουσα σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας, επισημαίνοντας ότι το σχετικό αίτημα είναι απλό: το Συμβούλιο, είπε, οφείλει να καταδικάσει την επιθετικότητα, να σταματήσει τον επιτιθέμενο και να υπερασπιστεί τον Καταστατικό Χάρτη και το διεθνές δίκαιο.

Καταδίκασε δε τη σιωπή του Συμβουλίου Ασφαλείας, τονίζοντας ότι η αδράνεια και η αδιαφορία του υπονομεύουν την αξιοπιστία του και τα θεμέλια του ίδιου του ΟΗΕ.

Ευχαρίστησε όσους στήριξαν το Ιράν, όπως την Οργάνωση Ισλαμικής Συνεργασίας (Organization of Islamic Cooperation – OIC) και την Ομάδα Φίλων για την Υπεράσπιση του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Ανέφερε επίσης ότι έχει ήδη σταλεί νέα επιστολή στον Γενικό Γραμματέα και στο Συμβούλιο Ασφαλείας.

Τέλος, κάλεσε το Συμβούλιο Ασφαλείας να καταδικάσει την πράξη επιθετικότητας, να αποδοθούν ευθύνες στον επιτιθέμενο και στους υποστηρικτές του και να ληφθούν επειγόντως μέτρα για την αποτροπή περαιτέρω επιθέσεων. Προειδοποίησε ότι η αδράνεια απλώς ενθαρρύνει τον επιτιθέμενο και υπονομεύει το κράτος δικαίου, πλήττοντας την αξιοπιστία του Συμβουλίου.

Υπογράμμισε, επίσης, ότι το Ισραήλ είναι το μόνο καθεστώς στην περιοχή που διαθέτει πυρηνικά όπλα, αρνείται να προσχωρήσει στη Συνθήκη Μη Διάδοσης και να θέσει τις εγκαταστάσεις του υπό διεθνή έλεγχο, ενώ έχει επιτεθεί, όπως είπε, σχεδόν σε όλους τους γείτονές του, συνεχίζοντας να διαπράττει θηριωδίες στη Γάζα χωρίς καμία συνέπεια.

Κατέληξε ότι το Ιράν θα συνεχίσει να ενεργεί στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και θα υπερασπίζεται τον εαυτό του νόμιμα και αναλογικά, αλλά επεσήμανε πως αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του Συμβουλίου Ασφαλείας να διατηρεί τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Κάλεσε εκ νέου το Συμβούλιο να αναλάβει δράση, προκειμένου να σταματήσει, όπως είπε, ο γενοκτονικός επιτιθέμενος από το να διαπράξει νέα εγκλήματα κατά του ιρανικού λαού.

Του Γ. Γαραντζιώτη

Δημόσιο συμφέρον και προστασία της ιδιωτικής ζωής σε τροχιά σύγκρουσης στη Σουηδία

Ανάλυση ειδήσεων

Ο αυστηρός κώδικας δεοντολογίας που εφαρμόζουν τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης της Σουηδίας, βασισμένος στην προστασία της ιδιωτικής ζωής, έχει οδηγήσει στο φαινόμενο πολλοί εγκληματίες να μένουν ανώνυμοι στη δημοσιότητα επί χρόνια.

Παράλληλα, η χώρα διακρίνεται για μια έντονη παράδοση διαφάνειας—τη λεγόμενη «offentlighetsprincipen»—βάσει της οποίας όλες οι δικαστικές αποφάσεις είναι προσβάσιμες στο κοινό.

Το χάσμα ανάμεσα στα διαθέσιμα στο δημόσιο τομέα στοιχεία και σε όσα επιλέγουν να δημοσιεύουν τα μέσα ενημέρωσης, οδήγησε στην άνθιση μιας ιδιότυπης βιομηχανίας βάσεων δεδομένων: εταιρείες αντλούν δημόσια ποινικά μητρώα και τα ανεβάζουν σε διαδικτυακές πλατφόρμες, επιτρέποντας, με αντίτιμο, σε όποιον το επιθυμεί να διαπιστώσει αν ένα πρόσωπο —για παράδειγμα ένας νέος σύντροφος ή υποψήφιος συνέταιρος— φέρει ποινικό παρελθόν.

Ωστόσο, τον Φεβρουάριο, το σουηδικό Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε δύο αποφάσεις που αναμένεται να επηρεάσουν καθοριστικά τον κλάδο, ενδεχομένως οδηγώντας τον σε οριστικό κλείσιμο.

Έλεγχος του ιστορικού

Ο Γκούνναρ Άξεν, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και εκδότης του πρακτορείου Nyhetsbyrån Verifiera, στο οποίο ανήκουν δύο από τις μεγαλύτερες βάσεις δεδομένων της χώρας, οι Verifiera και Lexbase, δηλώνει ότι ο κόσμος τις χρησιμοποιεί για διάφορους λόγους—μια γυναίκα ελέγχει το παρελθόν ενός άνδρα με τον οποίο βγαίνει, ένας ιδιοκτήτης ακινήτου εξετάζει τον υποψήφιο ενοικιαστή, ή ένας επιχειρηματίας ερευνά ένα πιθανό συνέταιρο. «Αυτή είναι μια θεμιτή χρήση, που στηρίζεται στην αρχή ότι η πρόσβαση στη δημόσια πληροφορία ενισχύει την εμπιστοσύνη, την ασφάλεια και τη λογοδοσία.»

Ο Άξεν επισημαίνει πως το κοινό πρέπει να διατηρήσει το δικαίωμα πρόσβασης στην πληροφορία, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να εξετάζει και να αναδημοσιεύει ανεξάρτητα ό,τι είναι νομίμως διαθέσιμο.

Ο Ντάνιελ Βέστμαν, ανεξάρτητος νομικός σύμβουλος και ειδικός στο δίκαιο των μέσων ενημέρωσης, δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι ο στόχος της διάταξης για τις βάσεις δεδομένων στον θεμελιώδη νόμο για την ελευθερία της έκφρασης στη Σουηδία δεν ήταν να καθιστά δυνατές τις βάσεις δεδομένων με ποινικά αρχεία, αλλά να παρέχει ίση προστασία στις διαδικτυακές εκδόσεις όπως στα έντυπα μέσα.

Παραδέχεται ωστόσο ότι «ο τρόπος διατύπωσης της διάταξης τις καθιέρωσε στην πράξη».

Ανέφερε πως τα τελευταία δέκα χρόνια υπήρξαν ορισμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες για να κλείσει αυτό το «παραθυράκι», συμπληρώνοντας ότι υπάρχουν κάποιοι στη Σουηδία που υποστηρίζουν τη δημόσια, προσβάσιμη βάση δεδομένων ποινικών μητρώων.

Θυμίζει επίσης πως τον 19ο αιώνα ο Τύπος στη Σουηδία συνήθιζε να αναφέρει το όνομα κάθε συλληφθέντος τη στιγμή της σύλληψης κιόλας, προτού καν ασκηθεί δίωξη ή καταδικαστεί. «Έτσι, για παράδειγμα, ο ξυλουργός Σβένσον που είχε συλληφθεί επειδή χτύπησε τη σύζυγό του, κατονομαζόταν στον Τύπο», εξηγεί.

Με την εξέλιξη της δημοσιογραφίας στη χώρα, σημειώνει ο Βέστμαν, «η κουλτούρα άλλαξε και σταδιακά επικράτησε να μην κατονομάζονται πρόσωπα που απλώς κατηγορούνται, εκτός αν κατέχουν πολιτικό αξίωμα ή αν υπάρχει σαφές δημόσιο συμφέρον για την ταυτοποίησή τους».

Τονίζει ακόμη ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, ακολουθούν παρόμοια νομικά και δημοσιογραφικά πρότυπα, σύμφωνα με τα οποία αποφεύγεται η πλήρης ταυτοποίηση των υπόπτων, με το σκεπτικό ότι, αν διασυρθεί κάποιος, δεν μπορεί ποτέ να επανενταχθεί πλήρως στην κοινωνία.

Η Σουηδία, σε αντίθεση με τη Γερμανία, τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει έξαρση εγκληματικότητας, την οποία πολλοί στη δεξιά αποδίδουν στα αυξημένα ποσοστά μετανάστευσης.

Τον Ιανουάριο του 2025, η εφημερίδα Aftonbladet μετέδωσε πως ο πρωθυπουργός Ουλφ Κρίστερσον δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου ότι η Σουηδία βρίσκεται εν μέσω ενός νέου κύματος βίας. «Είναι ξεκάθαρο ότι δεν έχουμε τον έλεγχο αυτής της κατάστασης. Διαφορετικά, δεν θα είχαμε φτάσει σ’ αυτό το σημείο σήμερα.»

Η δημοσιοποίηση του ονόματος κάποιου οδηγεί αυτομάτως και στην αποκάλυψη της εθνικότητάς του. Πολλοί μετανάστες που έφτασαν στη Σουηδία τη δεκαετία του 1990, του 2000 και του 2010 βρήκαν τον δρόμο προς το οργανωμένο έγκλημα.

Πιο διαβόητος εγκληματίας της χώρας θεωρείται ο Ράβα Ματζίντ, γνωστός ως «Κουρδική Αλεπού», αρχηγός του δικτύου Foxtrot. Ο Ματζίντ κατάγεται από το Ιράκ, γεννήθηκε στο Ιράν, ενώ μεγάλωσε στην πόλη Ουψάλα της κεντρικής Σουηδίας. Τον Μάρτιο του 2025, η αμερικανική κυβέρνηση του επέβαλε κυρώσεις, χαρακτηρίζοντας το δίκτυο Foxtrot «διασυνοριακή εγκληματική οργάνωση».

Άνοδος της δυσπιστίας προς τα ΜΜΕ

Ο Άξεν προειδοποιεί ότι υπάρχει ο κίνδυνος η επιλεκτική κάλυψη ή μια υπέρμετρα προσεκτική στάση στην ονοματοδοσία προσώπων ή στην αναφορά συγκεκριμένων τάσεων να καλλιεργήσει την αίσθηση έλλειψης διαφάνειας. Αυτό, με τη σειρά του, μπορεί να ενισχύσει τη δυσπιστία προς τα κύρια μέσα ενημέρωσης και τις Αρχές.

Ο Βέστμαν διαπιστώνει ότι η δυσπιστία προς τα παραδοσιακά μέσα αυξάνεται στη Σουηδία, τάση που πιθανόν σχετίζεται με την ισχυροποίηση κομμάτων της ακροδεξιάς, όπως οι Σουηδοί Δημοκράτες, που έχουν στηρίξει την προεκλογική τους εκστρατεία στην αντίθεση προς τη μετανάστευση. «Υπάρχει έρευνα που δείχνει ότι τα επίπεδα εμπιστοσύνης, όχι μόνο απέναντι στα ΜΜΕ αλλά συνολικά και στους θεσμούς, είναι θεαματικά χαμηλότερα στην άκρα δεξιά», σημειώνει.

Η διστακτικότητα των σουηδικών μέσων να ταυτοποιούν κατηγορούμενους για εγκλήματα μπορεί να φαίνεται παράξενη σε όσους μεγάλωσαν στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στη Βρετανία ή σε χώρες όπου το όνομα του κατηγορουμένου δημοσιοποιείται αμέσως στα ΜΜΕ και στα κοινωνικά δίκτυα.

Ωστόσο, ο Άξεν τονίζει πως αυτή η αυτορρύθμιση είναι καίρια και ότι προστατεύει τα δικαιώματα των ατόμων χωρίς την ανάγκη λογοκρισίας από το νόμο και αφήνει χώρο στην κρίση των συντακτών.

Ο ενημερωτικός τομέας στη Σουηδία κυριαρχείται από τρεις πυλώνες—τον όμιλο Bonnier, τον Schibsted και τον κρατικό ραδιοτηλεοπτικό φορέα SVT—που εδώ και χρόνια έχουν υιοθετήσει κοινό κώδικα δεοντολογίας.

Τα κριτήρια για το τι συνιστά «δημόσιο συμφέρον» στη δημοσίευση καθορίζονται εσωτερικά. Η Bonnier διαθέτει τις εφημερίδες Expressen και Dagens Nyheter (DN), ο νορβηγικών συμφερόντων όμιλος Schibsted τις Aftonbladet  και Svenska Dagbladet, ενώ το SVT ελέγχει τα μεγαλύτερα ραδιοτηλεοπτικά μέσα της χώρας.

Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι μετακινούνται διαρκώς μεταξύ αυτών των τριών εργοδοτών και δεσμεύονται στον ίδιο κώδικα, λειτουργώντας επί της ουσίας ως «θυρωροί» της πληροφορίας που φτάνει στο ευρύ κοινό.

«Στη Σουηδία παραδοσιακά εκτιμούμε την ισορροπία ανάμεσα στην ελευθερία του Τύπου και τη δημοσιογραφική δεοντολογία», εξηγεί ο Άξεν. «Ο νόμος επιτρέπει τη δημοσιοποίηση ταυτοτήτων υπόπτων, όμως ο επαγγελματικός κώδικας συνήθως προτρέπει σε αυτοσυγκράτηση, ιδιαίτερα αν το πρόσωπο δεν έχει καταδικαστεί ή αν η δημοσίευση θα προκαλούσε δυσανάλογη ζημιά».

Ωστόσο, η ονοματοδοσία υπόπτων από τα μέσα παραμένει εν πολλοίς αυθαίρετη.

Πρόσφατα, τα περισσότερα μέσα ανέφεραν ονομαστικά τον Οσάμα Κράγιεμ όταν κατηγορήθηκε στο Πρωτοδικείο Στοκχόλμης για εγκλήματα πολέμου στη Συρία, μεταξύ των οποίων και η πυρπόληση ενός αιχμαλώτου Ιορδανού πιλότου μαχητικού αεροσκάφους τον Δεκέμβριο του 2014. Αντιθέτως, η 52χρονη Λίνα Ισχάκ αναφερόταν μέχρι πρόσφατα απλώς ως «γυναίκα του ISIS» μέχρι την καταδίκη της για εγκλήματα πολέμου και γενοκτονία κατά των Γεζίντι της Συρίας, οπότε και αποκαλύφθηκε το όνομά της τον Φεβρουάριο 2025.

Ο Άντζελο Μπράουν, αναπληρωτής καθηγητής εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο του Άρκανσας, επισήμανε πως ο κώδικας δεοντολογίας που ακολουθούν τα σουηδικά μέσα στη δημοσιοποίηση ταυτοτήτων υπόπτων διαφέρει ριζικά από την πρακτική των ΗΠΑ, όπου κυριαρχεί η αμέριστη δημοσιοποίηση των ονομάτων.

Αναφερόμενος στο νομικό περιβάλλον περί δυσφήμησης στη Σουηδία, ανέφερε ότι ακόμη και ένας καταδικασμένος για έγκλημα, ή οι συγγενείς νεκρού προσώπου, μπορούν να προσφύγουν επιτυχώς κατά μέσου για δυσφήμηση. Υπενθύμισε υπόθεση του 1966 όπου το Ανώτατο Δικαστήριο καταδίκασε εφημερίδα για συκοφαντική δυσφήμηση του Νταγκ Χάμμαρσκελντ,ο οποίος σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα στην Αφρική, κρίνοντας πως το δημοσίευμα ήταν «βλαβερό για τους ζώντες» και επέβαλε πρόστιμο στον εκδότη.

Το 2021, η πλατφόρμα Netflix απειλήθηκε με αγωγή στη Σουηδία για τη δραματοποιημένη σειρά The Unlikely Murderer, η οποία πραγματεύεται τη δολοφονία του Σουηδού πρωθυπουργού Ούλοφ Πάλμε το 1986 — μια υπόθεση που παραμένει ανεξιχνίαστη.

Το 2020, ο εισαγγελέας Κρίστερ Πέτερσον είχε κατονομάσει ως βασικό ύποπτο τον Στιγκ Ένγκστρεμ, ο οποίος είχε πεθάνει το 2000. Στη σειρά του Netflix, ο Ένγκστρεμ παρουσιάζεται να διαπράττει τη δολοφονία, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση συγγενικού του προσώπου. Ο τελευταίος απείλησε με προσφυγή στη δικαιοσύνη, υποστηρίζοντας ότι επρόκειτο για σαφή περίπτωση δυσφήμησης.

Η Σουηδία διαθέτει από τους αυστηρότερους νόμους περί συκοφαντικής δυσφήμησης διεθνώς. Το 2021, η πρόεδρος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, Έμπα Μπους, παραδέχθηκε την ενοχή της για δυσφήμηση, παρότι οι δηλώσεις της ήταν αληθείς.

Η αλήθεια μπορεί να είναι δυσφημιστική

Ο Γιαν Ρόσεν, καθηγητής αστικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, είχε δηλώσει τότε ότι ακόμη και η αλήθεια μπορεί να θεωρηθεί δυσφήμηση, σύμφωνα με τη σουηδική νομοθεσία.

Μιλώντας στο Sveriges Radio, υπογράμμισε πως «η αλήθεια πρέπει πάντοτε να δικαιολογείται».

Ο Μπράουν επισήμανε ότι, στην εποχή του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η παγκοσμιοποίηση της πληροφορίας καθιστά ολοένα δυσκολότερο για τη Σουηδία να διατηρήσει τα υφιστάμενα επίπεδα ιδιωτικότητας. «Αν δεν το δημοσιεύσουν τα σουηδικά μέσα, θα το κάνουν τα αμερικανικά ή τα βρετανικά – όλα αυτά τα μέσα που βρίσκονται εκτός Σουηδίας θα δώσουν το όνομα στη δημοσιότητα. Και συχνά αυτό σημαίνει πως το όνομα δεν προστατεύεται ουσιαστικά σε διεθνές επίπεδο», σημείωσε.

Σε ανάλογο τόνο κινήθηκε και ο Άξεν, επισημαίνοντας πως «οι παγκόσμιες πλατφόρμες έχουν ήδη αλλάξει τα δεδομένα στη ροή της πληροφορίας». Σύμφωνα με τον Άξεν, «οι άνθρωποι κοινοποιούν, αναπαράγουν και αποκαλύπτουν πληροφορίες ανεξαρτήτως εθνικής νομοθεσίας ή ηθικών ορίων». Πρόσθεσε δε ότι είναι κρίσιμο η Σουηδία να μην απαντήσει περιορίζοντας τις εσωτερικές της ελευθερίες σε μια μάταιη προσπάθεια να ελέγξει τις διεθνείς πλατφόρμες.

Σε ό,τι αφορά τις βάσεις δεδομένων, η αντιπαράθεση συνεχίζεται.

Ο Άξεν δήλωσε πως διαφωνεί με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Σουηδίας, το οποίο έκρινε ότι η βάση δεδομένων με τα ποινικά μητρώα δεν είναι συμβατή με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (General Data Protection Regulation – GDPR) της Ευρωπαϊκής Ένωσης — κανονισμός που τέθηκε σε ισχύ το 2016, με στόχο την «εναρμόνιση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων». Ο Άξεν υποστήριξε ότι η απόφαση αυτή «θέτει σε κίνδυνο τα θεμέλια του σουηδικού μοντέλου διαφάνειας».

Αναφέρθηκε επίσης σε «ανοικτές νομικές οδούς», όπως ενδεχόμενες προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένης της «έντασης ανάμεσα στο ευρωπαϊκό δίκαιο περί ιδιωτικότητας και στις εθνικές συνταγματικές ελευθερίες».

Ο Γουέστμαν, από την πλευρά του, παρατήρησε ότι η Σουηδία δείχνει έντονη προσήλωση στην προστασία της ελευθερίας του λόγου και της πληροφόρησης, ενώ ταυτόχρονα αποδέχεται περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου όταν πρόκειται για ζητήματα δυσφήμησης. Όπως πρόσθεσε, τόσο ο GDPR όσο και η νομοθεσία περί δυσφήμησης αποσκοπούν στην προστασία της ιδιωτικής ζωής.

Τι επιφυλάσσει το μέλλον

Σε ερώτηση για το τι επιφυλάσσει το μέλλον, ο Άξεν ανέφερε ότι δεν πιστεύει ότι η λύση είναι να εγκαταλείψουμε την ηθική. Αντιθέτως, πρέπει να διασφαλίσουμε πλήρη διαφάνεια στα δημόσια αρχεία, ώστε κάθε πολίτης, δημοσιογράφος ή ερευνητής να μπορεί να επαληθεύει τα στοιχεία.

«Όταν οι θεσμοί είναι ανοιχτοί, η εικασία αντικαθίσταται από τεκμήρια. Πιστεύω επίσης στη σημασία ανεξάρτητων βάσεων δεδομένων και δημόσιου ελέγχου, ώστε να αποτρέπεται η απόκρυψη δυσάρεστων αληθειών», πρόσθεσε.

«Σε έναν κόσμο παραπληροφόρησης και πόλωσης, η αλήθεια πρέπει να παραμένει προσβάσιμη. Αυτό δεν σημαίνει την απερίσκεπτη δημοσιοποίηση ονομάτων, αλλά την εμπιστοσύνη στους πολίτες ότι μπορούν να έχουν πρόσβαση στην πληροφορία — και όχι την απόκρυψή της.»

Του Chris Summers

Τα ισραηλινά πλήγματα σε ιρανικές στρατιωτικές και πυρηνικές εγκαταστάσεις

Σφοδρές αεροπορικές επιθέσεις εξαπέλυσε το Ισραήλ κατά πολλών περιοχών του Ιράν στις 13 Ιουνίου, με στόχους το πυρηνικό του πρόγραμμα, κρίσιμες στρατιωτικές εγκαταστάσεις και, σύμφωνα με αναφορές, ορισμένες κατοικημένες περιοχές.

Κατά τις επιδρομές φέρεται να σκοτώθηκαν ανώτατοι στρατιωτικοί διοικητές και πυρηνικοί επιστήμονες του Ιράν. Η ισραηλινή ηγεσία ανέφερε πως στόχος ήταν να αποτραπεί η απόκτηση πυρηνικού όπλου από την Τεχεράνη.

Σε ομιλία του το βράδυ της Παρασκευής, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου υποστήριξε ότι η επιδίωξη του Ιράν να αποκτήσει πυρηνικό οπλοστάσιο συνιστά «άμεση και υπαρξιακή απειλή για την επιβίωση του Ισραήλ».

Η Τεχεράνη, από την πλευρά της, αρνείται ότι αναπτύσσει πυρηνικά όπλα. Ο πρέσβης του Ιράν στον ΟΗΕ, Αμίρ Σαΐντ, δήλωσε την Παρασκευή ότι οι 78 νεκροί και οι 320 τραυματίες των επιθέσεων ήταν κατά κύριο λόγο άμαχοι.

Η επιχείρηση, με την κωδική ονομασία «Rising Lion» από τις Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις (IDF), είχε ως αντικειμενικό σκοπό την εξουδετέρωση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, καθώς και την καταστροφή συναφών στρατιωτικών υποδομών, όπως προηγμένα βαλλιστικά συστήματα.

Αν και το πλήρες εύρος των ισραηλινών πληγμάτων παραμένει ασαφές, έχουν επιβεβαιωθεί επιθέσεις σε αρκετούς βασικούς στόχους.

Εγκατάσταση εμπλουτισμού ουρανίου Νατάνζ

Το Νατάνζ αποτελεί τον πυρήνα της ιρανικής πυρηνικής υποδομής και την κεντρική εγκατάσταση εμπλουτισμού ουρανίου της χώρας. Το συγκρότημα βρίσκεται βαθιά στο υπέδαφος, προστατευμένο από ενισχυμένο σκυρόδεμα έναντι πυραυλικών επιθέσεων.

Εκεί παράγεται ουράνιο εμπλουτισμένο σε ποσοστό έως και 60% – ένα τεχνικά μικρό βήμα από το 90% που απαιτείται για την κατασκευή πυρηνικού όπλου. Σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (International Atomic Energy Agency – ΙΑΕΑ), το Ιράν διαθέτει περίπου 275 κιλά ουρανίου εμπλουτισμένου σε αυτό το επίπεδο, ποσότητα επαρκή για την κατασκευή έως και έξι πυρηνικών κεφαλών.

Οι εγκαταστάσεις στο Νατάνζ διεξάγουν επίσης έρευνα και ανάπτυξη σχετικά με την κατασκευή προηγμένων φυγοκεντρικών μηχανών και, ως εκ τούτου, οποιαδήποτε αλλαγή στις δραστηριότητες του Νατάνζ θα είχε πιθανώς άμεσο αντίκτυπο στον χρόνο που απαιτείται για την παραγωγή πυρηνικού όπλου από την Τεχεράνη.

Σύμφωνα με δήλωση του επικεφαλής της Διεθνούς Οργάνωσης Ατομικής Ενέργειας, οι επιθέσεις του IDF την Παρασκευή κατέστρεψαν την επιφανειακή πιλοτική μονάδα εμπλουτισμού στο Νατάνζ, αν και η κατάσταση των υπόγειων εγκαταστάσεων παραμένει άγνωστη.

(Εικονογράφηση από την εφημερίδα The Epoch Times)

 

Τεχεράνη

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Μελετών Πολέμου, μια δεξαμενή σκέψης με έδρα την Ουάσιγκτον, οι ισραηλινές δυνάμεις έπληξαν διάφορους στόχους στην ιρανική πρωτεύουσα Τεχεράνη.

Επιβεβαιωμένες επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν σε μια τοπική βάση αεροπορικής άμυνας, σε έναν μεγάλο πύργο που περιλαμβάνει εμπορικά και οικιστικά ακίνητα, καθώς και στις συνοικίες Αζγκόλ και Φαρμανιέχ της Τεχεράνης.

Κατά τη διάρκεια αυτών των επιθέσεων, πιστεύεται ότι σκοτώθηκαν αρκετά μέλη των ιρανικών ενόπλων δυνάμεων, καθώς και ορισμένοι πυρηνικοί επιστήμονες.

Μεταξύ των επιβεβαιωμένων νεκρών από την ιρανική πλευρά ήταν πολλοί στρατηγοί και άλλοι ανώτεροι αξιωματικοί που υπηρετούσαν στο γενικό επιτελείο του ιρανικού στρατού, εποπτεύονταν διάφορα αρχηγεία και ηγούνταν του Σώματος των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης (IRGC) και του αεροδιαστημικού του τμήματος.

Αεροπορική βάση Ταμπρίζ

Η αεροπορική βάση Ταμπρίζ, η οποία συνυπάρχει με το πολιτικό διεθνές αεροδρόμιο της πόλης, περιβάλλεται από ενισχυμένα σιλό πυραύλων και θεωρείται στρατηγικής σημασίας για την ιρανική πολεμική αεροπορία.

Φιλοξενεί μονάδες ελικοπτέρων και μαχητικών αεροσκαφών, ενώ λειτουργεί ως σημείο εκτόξευσης ισχύος προς τη δυτική περιφέρεια του Ιράν.

Στα γειτονικά σιλό σταθμεύουν όλοι οι γνωστοί τύποι των πυραύλων Shahab – βλήματα μικρού και μεσαίου βεληνεκούς βασισμένα σε βορειοκορεατικά σχέδια.

Σύμφωνα με ανακοίνωση των IDF, καταστράφηκαν ή τέθηκαν εκτός λειτουργίας εγκαταστάσεις της ιρανικής πολεμικής αεροπορίας σε Ταμπρίζ και Χαμαντάν, περιλαμβανομένων μονάδων αεράμυνας, drone και εκτοξευτών πυραύλων εδάφους-εδάφους.

Αεροπορική βάση Χαμαντάν

Η αεροπορική βάση Χαμαντάν φιλοξενεί τις μοίρες μαχητικών F-4 και F-7 της ιρανικής πολεμικής αεροπορίας. Τα τελευταία χρόνια, η βάση έχει φιλοξενήσει και διεθνείς αεροπορικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων ρωσικών βομβαρδιστικών που χρησιμοποίησαν τη βάση ως σημείο εκκίνησης για επιχειρήσεις στη Συρία.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση του IDF, η αεροπορική βάση διέθετε επίσης εγκαταστάσεις αποθήκευσης πυραύλων, υπόγεια υπόστεγα αεροσκαφών και αρκετούς εκτοξευτές πυραύλων εδάφους-αέρος.

Οι ισραηλινές δυνάμεις χτύπησαν επίσης την κοντινή ραντάρ εγκατάσταση Σουμπάσι, την πιο δυτική εγκατάσταση αεροπορικής άμυνας του Ιράν.

Ο ραντάρ σταθμός Σουμπάσι κατασκευάστηκε πριν από μισό αιώνα στο πλαίσιο ενός προγράμματος στρατιωτικής βοήθειας που υποστηρίχθηκε από τις ΗΠΑ και παρέμεινε ένας κρίσιμος κόμβος στην αρχιτεκτονική της αεροπορικής άμυνας του Ιράν, προσφέροντας συνεχή, μακροπρόθεσμη επιτήρηση των γειτόνων της χώρας προς τα δυτικά.

Στρατιωτική βάση Πιρανσάχρ

Το Πιρανσάχρ βρίσκεται κοντά στα σύνορα Ιράν-Ιράκ και χρησιμεύει ως κόμβος για στοιχεία τόσο του ιρανικού στρατού όσο και του IRGC.

Η βάση και οι συνδεδεμένες φρουρές στην επαρχία Δυτικού Αζερμπαϊτζάν εξυπηρετούν κυρίως λειτουργίες περιφερειακής ασφάλειας και ελέγχου των συνόρων, αλλά έχουν επίσης έμμεσο ρόλο στην ευρύτερη στρατηγική του Ιράν έναντι του Ισραήλ.

Η Δύναμη Κουντς του IRGC, η οποία ειδικεύεται στον μη συμβατικό πόλεμο, έχει προηγουμένως λειτουργήσει από τη βάση, διακινώντας εξοπλισμό και προσωπικό σε ομάδες που υποστηρίζονται από το Ιράν σε ολόκληρη την περιοχή, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στη Συρία και το Λίβανο.

Υπόγεια εγκατάσταση Κερμανσάχ

Η υπόγεια στρατιωτική υποδομή της Κερμανσάχ περιλαμβάνει δεκάδες μικρές εγκαταστάσεις διασυνδεδεμένες με τούνελ και καταφύγια, κρίσιμες για την ιρανική πυραυλική ισχύ.

Αποθηκεύονται εκεί πυραυλικά συστήματα μικρού και μεσαίου βεληνεκούς τύπου Shahab, καθώς και πιο προηγμένα όπως τα Emad και Qadr. Στις εγκαταστάσεις λειτουργεί αποθήκη πυρομαχικών της IRGC, καθώς και κοντινή δεξαμενή καυσίμων της ιρανικής πολεμικής αεροπορίας.

Ορισμένα καταφύγια ενδέχεται να φιλοξενούσαν κινητούς εκτοξευτές του συστήματος «Missile Shower», σχεδιασμένο για ταχεία μαζική εκτόξευση πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς.

Το προφίλ των τριών Ιρανών στρατηγών που σκοτώθηκαν στις ισραηλινές επιδρομές

Οι πρόσφατες αεροπορικές επιθέσεις του Ισραήλ κατά του Ιράν οδήγησαν στον θάνατο των τριών κορυφαίων στρατιωτικών διοικητών της Ισλαμικής Δημοκρατίας, οι οποίοι θεωρούνταν κεντρικά πρόσωπα τόσο στα ιρανικά δίκτυα πολέμου δι’ αντιπροσώπων όσο και στο πυρηνικό της πρόγραμμα, το οποίο το Τελ Αβίβ χαρακτηρίζει απειλή για την ασφάλειά του.

Οι επιδρομές, που πραγματοποιήθηκαν τη νύχτα της 12ης προς 13η Ιουνίου, είχαν ως στόχο εγκαταστάσεις τις οποίες το Ισραήλ υποστηρίζει ότι σχετίζονται με την παραγωγή πυρηνικών όπλων και βαλλιστικών πυραύλων, καθώς και ανώτατο επιστημονικό και στρατιωτικό προσωπικό. Αυτό ανέφερε ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου σε βιντεοσκοπημένο μήνυμα που αναρτήθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Στη συνέχεια, οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις (IDF) επιβεβαίωσαν τον θάνατο τριών υψηλόβαθμων Ιρανών στρατηγών, δίνοντας στη δημοσιότητα τους βαθμούς και τα ονόματά τους.

Σε ανακοίνωσή τους, οι IDF χαρακτήρισαν τους τρεις στρατιωτικούς ως «αδίστακτους μαζικούς δολοφόνους με διεθνές αίμα στα χέρια τους», προσθέτοντας ότι «ο κόσμος είναι καλύτερος χωρίς αυτούς».

Ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν, αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, επιβεβαίωσε επίσης τον θάνατο των τριών μέσω ανάρτησης στα κοινωνικά δίκτυα και δεσμεύτηκε ότι η χώρα θα απαντήσει. Όπως έγραψε, «ο ιρανικός λαός δεν θα επιτρέψει το αίμα των ένδοξων μαρτύρων του να μείνει αδικαίωτο, ούτε και θα ανεχθεί την παραβίαση του εναέριου χώρου του». Ο Χαμενεΐ, που κατέχει τον ανώτατο πολιτειακό και θρησκευτικό τίτλο στο Ιράν από το 1989, υπερέχει ιεραρχικά του εκλεγμένου προέδρου της χώρας, Μασούντ Πεζεσκιάν.

Πρόκειται για τις πιο υψηλόβαθμες δολοφονίες Ιρανών αξιωματούχων που έχει πραγματοποιήσει ποτέ το Ισραήλ. Αντίστοιχο προηγούμενο είχε υπάρξει το 2020, όταν οι ΗΠΑ είχαν σκοτώσει τον αντιστράτηγο Κασέμ Σουλεϊμανί.

Ακολουθεί σύντομο προφίλ των τριών στρατηγών:

Χοσεΐν Σαλαμί

Ο υποστράτηγος Χοσεΐν Σαλαμί ήταν αρχηγός των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης (Islamic Revolutionary Guard Corps – IRGC), του κύριου στρατιωτικού σώματος του Ιράν. Ο ρόλος του τον καθιστούσε όχι μόνο στρατιωτικό ηγέτη, αλλά και σημαίνον πολιτικό παράγοντα.

Σε αντίθεση με τον τακτικό στρατό, οι IRGC είναι επιφορτισμένοι τόσο με την εξωτερική ασφάλεια της χώρας όσο και με την προστασία του καθεστώτος στο εσωτερικό. Διαθέτουν δική τους αεροπορία, ναυτικό, μονάδα ειδικών επιχειρήσεων («Δύναμη Κουντς» γνωστή και ως «Δύναμη της Ιερουσαλήμ»), καθώς και τη δύναμη πολιτοφυλακής Μπασίτζ.

Το σώμα διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη φύλαξη των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν, έχει εκτεταμένη παρουσία στην εθνική οικονομία και θεωρείται κινητήριος δύναμη της ιρανικής πολιτικής σκηνής. Έχει χαρακτηριστεί τρομοκρατική οργάνωση από τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες δυτικές χώρες.

Ο Σαλαμί είχε αναλάβει τη διοίκηση των IRGC το 2019, ενώ η στρατιωτική του πορεία ξεκίνησε το 1980, κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ. Πριν αναλάβει την ηγεσία, είχε διατελέσει επικεφαλής της αεροπορικής δύναμης των IRGC για τρία χρόνια.

Είχε συνταχθεί με τη σκληρή ρητορική της Τεχεράνης κατά του Ισραήλ, των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας, ενώ είχε υποστεί κυρώσεις από τον ΟΗΕ και άλλες χώρες για τον φερόμενο ρόλο του στο πυρηνικό πρόγραμμα.

Ο Σαλαμί σκοτώθηκε όταν ισραηλινός πύραυλος έπληξε το διαμέρισμά του στην Τεχεράνη. Μετά τον θάνατό του, ο Χαμενεΐ τον προήγαγε μεταθανάτια στον βαθμό του αντιστρατήγου και όρισε νέο αρχηγό των IRGC τον υποστράτηγο Μοχάμαντ Πακπούρ.

Μοχαμάντ Χοσεΐν Μπαγκερί

Ο υποστράτηγος Μοχαμάντ Χοσεΐν Μπαγκερί ήταν αρχηγός του γενικού επιτελείου των ιρανικών ενόπλων δυνάμεων και ως εκ τούτου ο ανώτατος αξιωματικός του τακτικού στρατού της χώρας.

Η θέση του ήταν αντίστοιχη με αυτή του αρχηγού του γενικού επιτελείου και τον καθιστούσε ηγέτη όλων των στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων του Ιράν, οι οποίες συγκαταλέγονται στην ένατη θέση παγκοσμίως.

Ο λεγόμενος «Αρτές», δηλαδή ο τακτικός στρατός, περιλαμβάνει όχι μόνο χερσαίες δυνάμεις αλλά και την κανονική αεροπορία, το ναυτικό και τη δύναμη αεράμυνας που διαχειρίζεται τα ραντάρ και την παρακολούθηση του εναέριου χώρου. Αν και ήταν επικεφαλής του επιτελείου, ο Μπαγκερί δεν είχε αρμοδιότητα επί των IRGC.

Ο Μπαγκερί είχε συμμετάσχει στην κυβέρνηση του Ιράν για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Σύμφωνα με πληροφορίες, ήταν ένας από τους Ιρανούς φοιτητές που εισέβαλαν στην αμερικανική πρεσβεία στην Τεχεράνη το 1979, προκαλώντας μια πολυετή κρίση με ομήρους που αποτέλεσε τη βάση για τις κακές σχέσεις μεταξύ του Ιράν και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Παρότι ξεκίνησε την καριέρα του στους IRGC, ανέλαβε αργότερα υψηλόβαθμες θέσεις στον τακτικό στρατό, γεγονός που θεωρήθηκε ένδειξη υπεροχής των IRGC. Ο αδελφός του, Χασάν Μπαγκερί, θεωρείται ήρωας του πολέμου κατά του Ιράκ και η υστεροφημία του συνέβαλε στην ανέλιξη του Μοχάμαντ Χοσεΐν.

Ο Μπαγκερί σκοτώθηκε από στοχευμένη αεροπορική επίθεση στο σπίτι του. Τη θέση του ανέλαβε ο υποστράτηγος Σαγιέντ Αμπντολραχίμ Μουσαβί.

Γκολάμ Αλί Ρασίντ

Ο υποστράτηγος Γκολάμ Αλί Ρασίντ ήταν επικεφαλής του κεντρικού στρατιωτικού αρχηγείου του Ιράν, που αποτελεί τον επιχειρησιακό κόμβο συντονισμού των ένοπλων δυνάμεων – ένα είδος αντίστοιχου του Κέντρου Εθνικής Στρατιωτικής Διοίκησης.

Ως διοικητής του συγκεκριμένου επιτελείου, ο Ρασίντ είχε την ευθύνη για τον συντονισμό όλων των στρατιωτικών επιχειρήσεων της χώρας και τη μεταφορά εντολών του ανώτατου ηγέτη προς τις IRGC και τον τακτικό στρατό.

Όπως και οι άλλοι δύο στρατηγοί, ο Ρασίντ προερχόταν από τους IRGC και είχε πολεμήσει κατά τη διάρκεια της σύρραξης με το Ιράκ. Είχε διατελέσει επίσης αναπληρωτής αρχηγός του γενικού επιτελείου.

Μετά τον θάνατό του, τη διοίκηση του επιτελείου ανέλαβε ο υποστράτηγος Αλί Σαντμανί.

Του Arjun Singh

Αεροπορικό δυστύχημα στην Ινδία με περισσότερους από 240 νεκρούς, έναν μόνο επιζώντα

Αξιωματούχοι αναφέρουν τουλάχιστον 241 νεκρούς μετά από συντριβή της Air India, η οποία σημειώθηκε στις 12 Ιουνίου κοντά στο Αχμενταμπάντ, μια πόλη στη δυτική Ινδία. Δεν είναι γνωστό πόσοι άνθρωποι στο έδαφος σκοτώθηκαν.

Το αεροπλάνο, ένα Boeing 787 με 242 επιβαίνοντες με προορισμό το Λονδίνο και αναγνωρισμένο ως πτήση AI 171, συνετρίβη σε κατοικημένη περιοχή λίγο μετά την απογείωση, δήλωσε ο Faiz Ahmed Kidwai, γενικός διευθυντής της διεύθυνσης πολιτικής αεροπορίας.

Ένας μόνο επιζών που βρέθηκε μετά την συντριβή αφηγήθηκε την εμπειρία του.

«Τριάντα δευτερόλεπτα μετά την απογείωση, ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος και μετά το αεροπλάνο συνετρίβη», δήλωσε σε τοπικό μέσο ενημέρωσης ο επιζών, Vishwash Kumar Ramesh, 40 ετών, από το κρεβάτι του στο νοσοκομείο. «Όλα συνέβησαν πολύ γρήγορα».

Ο Ramesh είπε ότι υπέστη τραύματα από πρόσκρουση στο στήθος, τα μάτια και τα πόδια του.

«Όταν σηκώθηκα, υπήρχαν σώματα παντού γύρω μου. Φοβήθηκα. Σηκώθηκα και έτρεξα. Υπήρχαν κομμάτια του αεροπλάνου παντού γύρω μου», είπε.

«Κάποιος με άρπαξε και με έβαλε σε ασθενοφόρο και με μετέφερε στο νοσοκομείο».

Σύμφωνα με τον Vidhi Chaudhary, ανώτερο αξιωματικό της Ινδικής αστυνομίας, ο Ramesh βρισκόταν στη θέση 11Α.

Ο αριθμός των νεκρών αυξήθηκε σταδιακά τις ώρες μετά το συμβάν, καθιστώντας το τη χειρότερη αεροπορική καταστροφή στον κόσμο εδώ και μια δεκαετία.

Αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν ότι είδαν μια τεράστια πύρινη σφαίρα όταν συνετρίβη το αεροπλάνο.

Εικόνες που δημοσιεύτηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από ειδησεογραφικά πρακτορεία δείχνουν συντρίμμια να φλέγονται, με πυκνό μαύρο καπνό να υψώνεται στον ουρανό κοντά στο αεροδρόμιο.

Ένα ειδησεογραφικό πρακτορείο ανέφερε ότι η ρυθμιστική αρχή αεροπορίας της Ινδίας περιέγραψε ένα σήμα «ειδικού κινδύνου» από το αεροπλάνο πριν από τη συντριβή.

Ο πιλότος, Sumeet Sabharwal, φέρεται να είχε 8.200 ώρες εμπειρίας και ο συγκυβερνήτης του είχε 1.100 ώρες χρόνου πτήσης.

Η Air India ανέφερε ότι 169 Ινδοί υπήκοοι, 53 Βρετανοί υπήκοοι, ένας Καναδός υπήκοος και επτά Πορτογάλοι υπήκοοι ήταν μεταξύ των επιβαινόντων.

Σε δήλωση που δημοσιεύτηκε στο X, ο πρόεδρος της Air India, Natarajan Chandrasekaran, επιβεβαίωσε ότι η πτήση 171 της Air India «ενεπλάκη σε ένα τραγικό ατύχημα» στις 12 Ιουνίου.

«Οι σκέψεις μας και τα βαθύτατα συλλυπητήριά μας είναι με τις οικογένειες και τα αγαπημένα πρόσωπα όλων όσων επλήγησαν από αυτό το καταστροφικό συμβάν», είπε.

«Αυτή τη στιγμή, η κύρια εστίασή μας είναι η υποστήριξη όλων των πληγέντων και των οικογενειών τους. Κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να βοηθήσουμε τις ομάδες έκτακτης ανάγκης στο σημείο και να παρέχουμε όλη την απαραίτητη υποστήριξη και φροντίδα σε όσους έχουν πληγεί».

Η μητρική εταιρεία της αεροπορικής εταιρείας, Tata Group, ανακοίνωσε στο X ότι θα παράσχει 10 εκατομμύρια ρουπίες (περίπου 116.800 δολάρια) σε μέλη των οικογενειών των θυμάτων της συντριβής.

Οι αξιωματούχοι δήλωσαν επίσης ότι ο οργανισμός θα καλύψει τα ιατρικά έξοδα των θυμάτων και θα διευκολύνει την ανοικοδόμηση της ιατρικής σχολής που υπέστη ζημιές.

«Είμαστε βαθιά λυπημένοι από το τραγικό συμβάν που αφορά την πτήση 171 της Air India», έγραψε η εταιρεία. «Καμία λέξη δεν μπορεί να εκφράσει επαρκώς τη θλίψη που νιώθουμε αυτή τη στιγμή».

Ο κατασκευαστής του αεροπλάνου εξέφρασε τα συλλυπητήριά του σε όλους τους πληγέντες.

«Είμαστε σε επαφή με την Air India σχετικά με την πτήση 171 και είμαστε έτοιμοι να τους στηρίξουμε. Οι σκέψεις μας είναι με τους επιβάτες, το πλήρωμα, τους πρώτους ανταποκριτές και όλους τους πληγέντες», ανέφεραν στελέχη της Boeing σε ανακοίνωσή τους.

Άνθρωποι στέκονται κοντά σε συντρίμμια στο σημείο της συντριβής αεροπλάνου στην πόλη Αχμενταμπάντ της βορειοδυτικής Ινδίας, στην πολιτεία Γκουτζαράτ, στις 12 Ιουνίου 2025. (Φωτογραφία Ajit Solanki/AP)

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων του Δικτύου Ασφάλειας της Αεροπορίας, αυτή είναι η πρώτη φορά που συντρίβεται αεροσκάφος Boeing 787-8 Dreamliner.

Ο αεροδιαστημικός γίγαντας έχει αντιμετωπίσει προκλήσεις τα τελευταία χρόνια, μετά από καθυστερήσεις στην παραγωγή, περιστατικά ασφαλείας και καταγγελίες που προκάλεσαν ανησυχία για τη φήμη της εταιρείας.

Οι μετοχές της Boeing μειώθηκαν κατά σχεδόν 5% στις 12 Ιουνίου.
Ο Ινδός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι έγραψε στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X ότι η τραγωδία στην Αχμενταμπάντ «μας έχει συγκλονίσει και μας έχει λυπήσει. Είναι σπαρακτική πέρα ​​από κάθε σκέψη».

Κατά τη διάρκεια εκδήλωσης υπογραφής νομοσχεδίου στον Λευκό Οίκο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι η καταστροφή ήταν «φρικτή» και «τρομακτική», υποσχόμενος να υποστηρίξει τον Μόντι και την ινδική κυβέρνηση.

Το Βρετανικό Τμήμα Διερεύνησης Αεροπορικών Ατυχημάτων δήλωσε ότι αναπτύσσει μια διεπιστημονική ομάδα έρευνας στην Ινδία για να υποστηρίξει την έρευνα υπό την ηγεσία της Ινδίας, επειδή «στο αεροσκάφος επέβαιναν Βρετανοί πολίτες».

Τι γνωρίζουμε για τις ισραηλινές επιθέσεις κατά του Ιράν

Αεροπορικές επιδρομές εξαπέλυσε το Ισραήλ σε ιρανικό έδαφος τις πρώτες πρωινές ώρες της 13ης Ιουνίου, σε μια ενέργεια που ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου χαρακτήρισε ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια της χώρας του. Σε τηλεοπτικό του διάγγελμα, δήλωσε ότι ξεκίνησε η επιχείρηση «Rising Lion», μια στοχευμένη στρατιωτική επιχείρηση με σκοπό την αντιμετώπιση της ιρανικής απειλής που, όπως υποστήριξε, απειλεί την ίδια την επιβίωση του Ισραήλ.

Ο Νετανιάχου ανέφερε πως η Τεχεράνη έχει ήδη συγκεντρώσει επαρκείς ποσότητες εμπλουτισμένου σε υψηλά ποσοστά ουρανίου για την κατασκευή εννέα πυρηνικών κεφαλών, και ότι θα μπορούσε να παράξει την πρώτη της κεφαλή μέσα σε λίγους μήνες. Διαμήνυσε ότι οι ισραηλινές επιχειρήσεις θα συνεχιστούν «για όσες ημέρες χρειαστεί» προκειμένου να εξαλειφθεί αυτή η απειλή.

Το εύρος των καταστροφών δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί ανεξάρτητα προς το παρόν, ωστόσο ο ισραηλινός στρατός υποστήριξε πως βασίστηκε σε υψηλής ακρίβειας πληροφορίες για την επιλογή στόχων που σχετίζονται με το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.

Ο Νετανιάχου δήλωσε επίσης ότι επλήγη η βασική ιρανική εγκατάσταση εμπλουτισμού ουρανίου στην Νατάνζ, καθώς και ένα πρόσωπο το οποίο περιέγραψε ως τον επικεφαλής Ιρανό επιστήμονα στον τομέα των πυρηνικών όπλων. Η Διεθνής Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας επιβεβαίωσε ότι η Νατάνζ ήταν μεταξύ των στοχευμένων εγκαταστάσεων. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός προσέθεσε ότι πραγματοποιήθηκαν επίσης επιθέσεις κατά του πυρήνα του ιρανικού προγράμματος βαλλιστικών πυραύλων.

Σύμφωνα με την ιρανική κρατική τηλεόραση, νεκρός από ισραηλινή επίθεση στην Τεχεράνη είναι και ο στρατηγός Χοσεΐν Σαλαμί, επικεφαλής των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης.

Προετοιμασία για αντίποινα στην ισραηλινή επικράτεια

Καθώς εξελίσσονταν οι ισραηλινές επιθέσεις, ο στρατός άρχισε να καλεί τους πολίτες να αναζητήσουν καταφύγιο, εν αναμονή ιρανικών αντιποίνων. Ο επικεφαλής του γενικού επιτελείου, αντιστράτηγος Εγιάλ Ζαμίρ, δήλωσε ότι δεν μπορεί να εγγυηθεί απόλυτη επιτυχία και προειδοποίησε πως οι συνέπειες μπορεί να διαφέρουν από προηγούμενες εμπειρίες.

Υπενθυμίζεται ότι τον Οκτώβριο, το Ιράν είχε εξαπολύσει καταιγισμό πυραύλων κατά του Ισραήλ, ως αντίποινα για την ισραηλινή αεροπορική επιδρομή που προκάλεσε τον θάνατο του Ιρανού στρατηγού Αμπάς Νιλφορουσάν και του ηγέτη της Χεζμπολάχ, Χασάν Νασράλα, στον Λίβανο, καθώς και για την επιχείρηση που είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία του επικεφαλής της Χαμάς, Ισμαήλ Χανίγια, στην Τεχεράνη.

Ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν, αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, μιλάει κατά τη διάρκεια συνάντησης με το προσωπικό της πολεμικής αεροπορίας και της αεροπορικής άμυνας στην Τεχεράνη, στις 7 Φεβρουαρίου 2021. (Γραφείο του ανώτατου ηγέτη του Ιράν μέσω AP)

 

Το πρωί της Παρασκευής, ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης του Ιράν, αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, δήλωσε ότι το Ισραήλ «πρέπει να περιμένει αυστηρή τιμωρία», προσθέτοντας ότι «το σιωνιστικό καθεστώς ετοίμασε για τον εαυτό του ένα πικρό και επώδυνο τέλος με αυτό το έγκλημα, και θα το λάβει σίγουρα».

Οι ΗΠΑ αρνούνται κάθε ανάμειξη

Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, δήλωσε ότι το Ισραήλ ενήργησε μονομερώς και ότι η Ουάσιγκτον δεν συμμετείχε στις επιθέσεις. Τόνισε πως προτεραιότητα των ΗΠΑ παραμένει η προστασία των αμερικανικών δυνάμεων στην περιοχή. Παρότι διέψευσε οποιαδήποτε εμπλοκή, ανέφερε πως Ισραηλινοί αξιωματούχοι είχαν ενημερώσει την Ουάσιγκτον για την πεποίθησή τους ότι η επίθεση ήταν αναγκαία για την εθνική τους άμυνα.

Παραμένει ασαφές σε ποιο βαθμό η αμερικανική κυβέρνηση είχε προειδοποιηθεί για την επικείμενη επιχείρηση.

Ήδη από τις 11 Ιουνίου, η πρεσβεία των ΗΠΑ στη Βαγδάτη είχε ξεκινήσει τη μείωση του προσωπικού της. Στις 12 Ιουνίου, λίγες μόλις ώρες πριν από την έναρξη της επιχείρησης «Rising Lion», η πρεσβεία στο Ιράκ απηύθυνε προειδοποίηση προς τους Αμερικανούς πολίτες να αποφεύγουν τα ταξίδια στη χώρα, ενώ η πρεσβεία στο Ισραήλ διέταξε το προσωπικό να αποχωρήσει από τις περιοχές του Τελ Αβίβ, της Ιερουσαλήμ και της Μπερ Σεβά μέχρι νεοτέρας.

Κατά τη διάρκεια τελετής υπογραφής νομοσχεδίου, στις 12 Ιουνίου, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ρωτήθηκε αν επίκειται επίθεση από το Ισραήλ. Απέφυγε να δώσει σαφή απάντηση, λέγοντας πως δεν μπορεί να τη χαρακτηρίσει «επικείμενη», αλλά φάνηκε να υπονοεί πως ήταν πιθανή.

Μετά τις επιθέσεις, ο Ρούμπιο ανέφερε πως η αμερικανική κυβέρνηση προχώρησε σε πρόσθετα μέτρα προστασίας των αμερικανικών δυνάμεων στην περιοχή και διατηρεί επαφή με τους περιφερειακούς εταίρους. Προειδοποίησε, τέλος, ότι το Ιράν δεν θα πρέπει να στοχοποιήσει αμερικανικά συμφέροντα ή προσωπικό.

Αντιδράσεις Αμερικανών πολιτικών

Η επιχείρηση «Rising Lion» προκάλεσε μικτές αντιδράσεις μεταξύ των Αμερικανών νομοθετών.

Ο γερουσιαστής Τομ Κόττον (R-Ark.) χαιρέτισε την ισραηλινή ενέργεια, υποστηρίζοντας ότι το Ιράν ευθύνεται για τον θάνατο χιλιάδων Αμερικανών και πως επιδιώκει την κατασκευή πυρηνικών όπλων και πυραύλων ικανών να πλήξουν τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Στηρίζουμε το Ισραήλ πλήρως, μέχρι τέλους», έγραψε σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Χ.

Εικόνα της Τεχεράνης μετά από την ισραηλινή επίθεση, στις 13 Ιουνίου 2025. (Vahid Salemi/AP Photo)

 

Ο γερουσιαστής Ρικ Σκοτ (R-Fla.) εξέφρασε την ελπίδα να προστατευθούν οι Αμερικανοί στην περιοχή και να στεφθεί με επιτυχία η ισραηλινή επιχείρηση. Κάλεσε μάλιστα όλους τους Αμερικανούς να προσευχηθούν για την ασφάλεια των αμερικανικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή και την επιτυχία του Ισραήλ στην αντιμετώπιση ενός «πρωταγωνιστή της κρατικής τρομοκρατίας» και κοινής απειλής, όπως χαρακτήρισε το Ιράν.

Από την άλλη πλευρά, ο γερουσιαστής Τζακ Ρηντ (D-R.I.), επικεφαλής της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της Γερουσίας, εκτίμησε ότι η απόφαση του Ισραήλ να επιτεθεί στο Ιράν αποτελεί επικίνδυνη κλιμάκωση που απειλεί να προκαλέσει ευρύτερη ανάφλεξη στην περιοχή και επεσήμανε ότι τίθενται σε κίνδυνο όχι μόνο αθώοι πολίτες, αλλά και η συνολική σταθερότητα της Μέσης Ανατολής.

Ο βουλευτής Χοακίν Κάστρο (D-Texas) χαρακτήρισε την ισραηλινή επίθεση «καθαρή υπονόμευση» των προσπαθειών της κυβέρνησης Τραμπ να συγκρατήσει τις πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν μέσω διπλωματικών μέσων.

Των Ryan Morgan και Joseph Lord

Η Αυστραλία προειδοποιεί για τον πυρηνικό κίνδυνο και καλεί σε αποκλιμάκωση

Η υπουργός Εξωτερικών της Αυστραλίας, Πέννυ Γουόνγκ, κάλεσε το Ισραήλ και το Ιράν να αποφύγουν την κλιμάκωση της έντασης και να δώσουν προτεραιότητα στη διπλωματία έναντι της στρατιωτικής αντιπαράθεσης, εν μέσω αυξανόμενων ανησυχιών για τη σταθερότητα στην περιοχή. Οι δηλώσεις της έγιναν στον απόηχο των αναφορών για εκρήξεις στην Τεχεράνη.

Η Γουόνγκ επεσήμανε ότι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη θα πρέπει να αποφύγουν ενέργειες και ρητορική που ενδέχεται να επιδεινώσουν περαιτέρω την κατάσταση, τονίζοντας ότι παρότι υπάρχουν βάσιμες ανησυχίες για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, η διεθνής κοινότητα οφείλει να επιμείνει στον διάλογο και τις διπλωματικές προσπάθειες. Όπως ανέφερε, το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα συνιστά απειλή για την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια.

Η κυβέρνηση προέτρεψε τους Αυστραλούς πολίτες που σχεδιάζουν ταξίδια στην ευρύτερη περιοχή να παρακολουθούν στενά τις επίσημες ενημερώσεις μέσω της πλατφόρμας Smart Traveller.

Ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα

Παράλληλα, η Αυστραλία ανακοίνωσε νέα δέσμη ανθρωπιστικής βοήθειας προς τη Γάζα, ύψους 5 εκατομμυρίων δολαρίων, μέσω της συνεργασίας με το Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας. Η χρηματοδότηση θα διατεθεί στον Ιορδανικό Χασεμιτικό Φιλανθρωπικό Οργανισμό, ο οποίος λειτουργεί κινητά νοσοκομεία μέσα στη Γάζα. Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι ιατρικές ομάδες έχουν ήδη προσφέρει υπηρεσίες σε περισσότερους από 600.000 ασθενείς και έχουν πραγματοποιήσει περισσότερες από 22.000 χειρουργικές επεμβάσεις.

Η Γουόνγκ επανέλαβε την πάγια θέση της Καμπέρας υπέρ της απρόσκοπτης πρόσβασης της ανθρωπιστικής βοήθειας στη Λωρίδα της Γάζας, σημειώνοντας ότι το Ισραήλ οφείλει να επιτρέψει την άμεση και πλήρη είσοδο της βοήθειας, σύμφωνα με τις δεσμευτικές αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου.

Αναγνώρισε επίσης την έντονη ψυχολογική επιβάρυνση που προκαλεί η σύγκρουση σε μεγάλο μέρος της αυστραλιανής κοινωνίας, λέγοντας πως πολλοί πολίτες αισθάνονται απογοήτευση για την αδυναμία της χώρας να συμβάλει καθοριστικά στις εξελίξεις.

Η υπουργός Πολυπολιτισμικών Υποθέσεων, Αν Άλυ, επιβεβαίωσε ότι η νέα παροχή ανεβάζει τη συνολική συνεισφορά της Αυστραλίας σε βοήθεια προς αμάχους που επλήγησαν από τις συγκρούσεις στη Γάζα και τον Λίβανο, μετά τις 7 Οκτωβρίου 2023, σε πάνω από 110 εκατομμύρια δολάρια.

Απαντώντας σε ερωτήσεις για πιθανές κυρώσεις κατά Ισραηλινών αξιωματούχων, η Γουόνγκ υπογράμμισε ότι η Αυστραλία διατηρεί μακροχρόνιους δεσμούς φιλίας με τον ισραηλινό λαό, επισημαίνοντας ωστόσο ότι η κυβέρνηση της Καμπέρας διαφωνεί με συγκεκριμένες πολιτικές της ισραηλινής ηγεσίας, ιδίως σε σχέση με τον αποκλεισμό της Γάζας και τη στάση ορισμένων υπουργών στο ζήτημα της Δυτικής Όχθης.

Υπενθυμίζεται ότι, πρόσφατα, η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Νέα Ζηλανδία, η Νορβηγία και το Ηνωμένο Βασίλειο ανακοίνωσαν κυρώσεις και άλλα μέτρα κατά των Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ και Μπεζαλέλ Σμότριτς, κατηγορώντας τους για υποκίνηση βίας κατά Παλαιστινίων.

Υπεράσπιση των επιθέσεων από τον Νετανιάχου

Από την πλευρά του, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου υπερασπίστηκε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά του Ιράν, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για κρίσιμες για την επιβίωση του Ισραήλ ενέργειες. Όπως ανέφερε, η επιχείρηση θα συνεχιστεί όσο χρειαστεί ώστε να εξαλειφθεί η απειλή.

Κατηγόρησε δε το Ιράν ότι προχωρά ενεργά στην απόκτηση πυρηνικών όπλων, υποστηρίζοντας πως τους τελευταίους μήνες η Τεχεράνη επαρκείς ποσότητες εμπλουτισμένου σε υψηλό βαθμό ουρανίου για την κατασκευή εννέα ατομικών βομβών.

Σύμφωνα με τον ίδιο, οι ισραηλινές δυνάμεις έπληξαν βασικές εγκαταστάσεις εμπλουτισμού στο Νατάνζ, στοχοποίησαν πυρηνικούς επιστήμονες και στοιχεία του βαλλιστικού προγράμματος του Ιράν. Προειδοποίησε ότι το Ιράν προετοιμάζεται να κατασκευάσει δεκάδες χιλιάδες βαλλιστικούς πυραύλους εντός τριετίας, περιγράφοντας ένα υποθετικό σενάριο στο οποίο 10.000 τόνοι εκρηκτικών πλήττουν μια περιοχή μεγέθους του Νιου Τζέρσεϋ.

Υποστήριξε ότι οι ενέργειες του Ισραήλ λειτουργούν προστατευτικά όχι μόνο για το ίδιο, αλλά και για γειτονικά αραβικά κράτη, τα οποία – όπως είπε – έχουν επίσης υποστεί τις συνέπειες της «ιρανικής εκστρατείας χάους και βίας».

Ο Νετανιάχου προωθεί τη συμμαχία ΗΠΑ-Ισραήλ

Ο Νετανιάχου προειδοποίησε ότι η αυξανόμενη εμβέλεια των ιρανικών πυραύλων καθιστά πιθανή τη μεταφορά της απειλής σε ευρωπαϊκές πόλεις και, εν τέλει, και στην Αμερική.

Ανέφερε ότι το Ιράν αποκαλεί το Ισραήλ «μικρό Σατανά» και τις Ηνωμένες Πολιτείες «μεγάλο Σατανά», επισημαίνοντας ότι για δεκαετίες καθοδηγεί μαζικές εκστρατείες μίσους με συνθήματα όπως «θάνατος στο Ισραήλ» και «θάνατος στην Αμερική».

Καταλήγοντας, ευχαρίστησε τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και δήλωσε πως η δράση του Ισραήλ συμβάλλει στη δημιουργία ενός ασφαλέστερου κόσμου.

Της Naziya Alvi Rahman

ΥΠΕΞ: Σύσταση στους Έλληνες που βρίσκονται στο Ισραήλ να παραμείνουν σε ασφαλές μέρος

Οδηγίες προς τους Έλληνες πολίτες που βρίσκονται στο Ισραήλ δίνει το υπουργείο Εξωτερικών, μετά τις ραγδαίες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή.

Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωσή του, το υπουργείο Εξωτερικών, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που έχει κηρυχθεί στο Ισραήλ, συνιστά στους Έλληνες πολίτες που βρίσκονται στη χώρα να παραμείνουν σε ασφαλές μέρος, πλησίον καταφυγίου, και να ακολουθούν τις οδηγίες των τοπικών Αρχών. Ο εναέριος χώρος του Ισραήλ είναι κλειστός και δεν πραγματοποιούνται, επί του παρόντος, πτήσεις από και προς το αεροδρόμιο Μπεν Γκουριόν.

Το υπουργείο Εξωτερικών έχει ενεργοποιήσει τη Μονάδα Διαχείρισης Κρίσεων. Τηλέφωνα επικοινωνίας: ‪(+30) 210-3681350‬ και ‪(+30) 210-3681730‬.

Η πρεσβεία της Ελλάδας στο Τελ Αβίβ έχει εκδώσει σχετική ανακοίνωση και το υπουργείο συνιστά να παρακολουθείται ο λογαριασμός της πρεσβείας στην πλατφόρμα «Χ»: https://x.com/GreeceInTelAviv

Το Πεντάγωνο επανεξετάζει τη συμφωνία για τα υποβρύχια με Ηνωμένο Βασίλειο και Αυστραλία

Το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας έχει ξεκινήσει την επανεξέταση της τριμερούς εταιρικής σχέσης ασφαλείας με τη Βρετανία και την Αυστραλία, γνωστής ως AUKUS, όπως ανέφερε αξιωματούχος του Πενταγώνου στην εφημερίδα The Epoch Times.

Σύμφωνα με τον ίδιο αξιωματούχο, η αναθεώρηση της συμφωνίας, η οποία συγκροτήθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του προέδρου Τζο Μπάιντεν, αποσκοπεί στην αξιολόγηση της συμβατότητάς της με τη σημερινή ατζέντα του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.

Όπως δήλωσε, το ζητούμενο είναι «η διασφάλιση της υψηλότερης δυνατής επιχειρησιακής ετοιμότητας των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ, η πλήρης συμμετοχή των συμμάχων στη συλλογική άμυνα και η ανταπόκριση της αμυντικής βιομηχανίας στις ανάγκες της χώρας». Η ίδια πηγή ανέφερε ότι στόχος της επανεξέτασης είναι να επιβεβαιωθεί ότι η πρωτοβουλία πληροί αυτά τα «κριτήρια κοινής λογικής που βασίζονται στην αρχή ‘Πρώτα η Αμερική’».

Η AUKUS συγκροτήθηκε το 2021, με αρχική έμφαση στη μεταφορά τεχνογνωσίας για πυρηνοκίνητα υποβρύχια στην Αυστραλία, τεχνολογία που διαθέτουν τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Η ενίσχυση της Αυστραλίας με πυρηνοκίνητα υποβρύχια θεωρείται ότι θα μπορούσε να ενδυναμώσει τη ναυτική της ισχύ και να λειτουργήσει ως αποτρεπτικός παράγοντας έναντι επιθετικών ενεργειών στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, κυρίως εκ μέρους της Κίνας.

Ωστόσο, σύμφωνα με ανησυχίες Αμερικανών αξιωματούχων, παραμένει αβέβαιο το κατά πόσον το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ διαθέτει επαρκή αριθμό πολεμικών πλοίων. Όπως επισημαίνεται σε έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, στόχος είναι η αύξηση του στόλου από 295 πλοία σε 390 έως το 2054. Πλην όμως, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, ο αριθμός των σκαφών προβλέπεται να μειωθεί στα επόμενα πέντε έτη προτού αρχίσει να αυξάνεται.

Ο υφυπουργός Άμυνας για θέματα πολιτικής, Έλμπριτζ Κόλμπυ, έχει εκφράσει σκεπτικισμό για τη συμφωνία AUKUS, ιδίως όσον αφορά το σκέλος που αφορά την ενίσχυση της Αυστραλίας με πυρηνοκίνητα υποβρύχια.

Ο Κόλμπυ δήλωσε τον Αύγουστο ότι δεν απορρίπτει εκ των προτέρων την AUKUS, εφόσον η συμφωνία μπορεί να συμβάλει στην παράδοση περισσότερων υποβρυχίων εντός χρονοδιαγράμματος που να επιτρέπει την αποτροπή σύγκρουσης με την Κίνα. Όπως επεσήμανε, όμως, αυτό αποτελεί «πραγματολογικό και χειροπιαστό ερώτημα – όχι φιλοσοφικό».

Αμφιβολίες για την υλοποίηση της συμφωνίας έχουν εκφραστεί και στην Αυστραλία. Τον Μάρτιο, ο πρώην πρωθυπουργός της χώρας, Μάλκολμ Τέρνμπουλ, υποστήριξε ότι δεν υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να προμηθευτεί η Αυστραλία τα υποβρύχια που της είχαν υποσχεθεί, δεδομένης της κατάστασης της αμερικανικής ναυπηγικής βιομηχανίας. Όπως ανέφερε, αν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αλλάξουν δραστικά τον ρυθμό παραγωγής τους – και δεν υπάρχει ένδειξη ότι αυτό είναι εφικτό – «δεν πρόκειται να παραλάβουμε ποτέ τα υποβρύχια που μας υποσχέθηκαν».

Τον Απρίλιο, ο πρόεδρος Τραμπ υπέγραψε εκτελεστικά διατάγματα με σκοπό την ενίσχυση της αμερικανικής ναυπηγικής βιομηχανίας.

Κατά τη διάρκεια ακρόασης στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στις 10 Ιουνίου, ο υπουργός Άμυνας Πητ Χέγκσεθ ανέφερε ότι το Πεντάγωνο διεξάγει «ειλικρινείς συζητήσεις» με τους ομολόγους του από την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Ο ίδιος τόνισε ότι παραμένει αφοσιωμένος σε μια συνεργασία που να ωφελεί και τις τρεις χώρες. «Δεν θέλουμε να στηριζόμαστε μόνο στον σχεδιασμό της προηγούμενης κυβέρνησης», ανέφερε, προσθέτοντας ότι αναζητούνται «νέα προγράμματα που να εξυπηρετούν και τους τρεις εταίρους, δημιουργώντας διαδικασίες και δυνατότητες προμήθειας συστημάτων απαραίτητων για τις μελλοντικές συγκρούσεις».